227/2012 ΕΦ ΑΘ ( 636207)
(ΧΡΗΔΙΚ 2012/262) Ανακοπή για την ακύρωση διαταγής πληρωμής. Χρηματική απαίτηση απορρέουσα από σύμβαση έντοκου δανείου. Αναγκαίο περιεχόμενο της αίτησης και της διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει οριστικού κατάλοιπου επί συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού ή δανειακής σύμβασης για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός. Η εισφορά του άρθ. 1 του ν. 128/1975. Νόμιμη η συμβατική μετακύληση αυτής στον δανειολήπτη. Υπολογισμός των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών και όχι εκείνο των 365. Οι κανόνες της ΚΥΑ Ζ1-178/13.02.2001, αφορούν συναλλαγές που γίνονται με κάρτες. Νόμιμη η εφαρμογή από την καθ’ής τράπεζα στους εκτοκισμούς της το έτος 360 ημερών. Το δικαστήριο απορρίπτει την έφεση.
ΕφΑθ 227/2012
Πρόεδρος: Χ. Χασιώτης, Πρόεδρος Εφετών Εισηγήτρια: Ζ. Δημοπούλου - Αποστολίδου, Εφέτης Δικηγόροι: Χ. Δελεχάς, Π. Μανουκάκη
[...] Κατά της με αριθμό 4821/2006 Διαταγής Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με αίτηση της εφεσίβλητης Τράπεζας, σε βάρος των εκκαλούντων ως οφειλετών (πιστούχου και εγγυητών αντιστοίχως), με βάση αξίωση της εφεσίβλητης από σύμβαση έντοκου δανείου, ύψους 80.232,43 ευρώ, οι τελευταίοι άσκησαν την από 22.5.2006 (με αριθμό καταθ. δικ. 4953/2006) ανακοπή τους, ζητώντας την ακύρωσή της, για τους αναφερόμενους σ` αυτή λόγους.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ` αριθμ. 7607/2007 απόφαση του, πέραν των οριστικών του διατάξεων, διέταξε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, μετά τη διεξαγωγή της οποίας, με την υπ` αριθ. 167/2010 οριστική απόφαση του, ανακάλεσε την 7607/2007 ως άνω απόφαση κατά τις οριστικές διατάξεις και στη συνέχεια απέρριψε την ανακοπή ως προς όλους τους λόγους της και επικύρωσε τη διαταγή πληρωμής.
Κατά των ανωτέρω αποφάσεων του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι ανακόπτοντες για μη ορθή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν για τους λόγους που ειδικότερα αναφέρουν στην υπό κρίση έφεση, να εξαφανιστούν οι με αριθμό 7607/2007 (κατά τις οριστικές διατάξεις της) και 167/2010 (οριστική) αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και να ακυρωθεί η με αριθμό 4821/2006 Διαταγή Πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 623 ΚΠολΔ, κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 624 έως 634, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύεται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Τα έγγραφα αυτά, από τα οποία δηλαδή προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της, πρέπει, κατά τη διάταξη του άρθρου 626 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, να επισυνάπτονται στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής. Η έλλειψη της ανωτέρω ειδικής διαδικαστικής προϋπόθεσης της έγγραφης απόδειξης της απαίτησης στη δίκη ανακοπής, που ασκείται κατά το άρθρο 632 ΚΠολΔ, ερευνάται από το Δικαστήριο μόνον όταν προβάλλεται με λόγο ανακοπής, δοθέντος ότι οι συγκεκριμένα προβαλλόμμενοι με την ανακοπή λόγοι, είτε αφορούν στο κύρος της διαταγής πληρωμής, είτε στην ύπαρξη της απαίτησης, οριοθετούν το αντικείμενο της δίκης (ΑΠ Ολ 10/1997, ΑΠ 1102/2008, ΑΠ 15/2007, ΑΠ 665/2006, ΑΠ 901/2006, ΑΠ 925/2002 Nomos).
Περαιτέρω,από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, που αποτελεί αυτοδύναμο εκτελεστό τίτλο, αλλά όχι δικαστική απόφαση ώστε να παρίσταται ανάγκη πλήρους αιτιολογίας αυτής, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να περιέχει την αιτία της πληρωμής, ήτοι να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, χωρίς να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν την αιτία αυτής (ΑΠ 1094/2006, Nomos). Επομένως, επί διαταγής πληρωμής εκδοθείσας βάσει οριστικού κατάλοιπου επί συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού ή διανειακής σύμβασης για την εξυπηρέτηση της οποίας τηρείται ο λογαριασμός, αρκεί να αναφέρονται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο προς πληρωμή χρηματικό ποσό αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του καθού αυτή εκδίδεται οφειλέτη, ενώ δεν απαιτείται η πλήρης αναφορά της κίνησης των χρεωπιστωτικών κονδυλίων του λογαριασμού της σύμβασης. Αντίστοιχα, στην αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο προς απόδειξη της απαίτησης, το ύψος αυτής, το οριστικό κλείσιμο, η καταγγελία της σύμβασης, το ύφος του οριστικού καταλοίπου καθώς και το επικυρωμένο απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού από την έναρξη του ή από την τέλευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, ενώ δεν είναι αναγκαία η παράθεση των επιμέρους κονδυλίων χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης (ΑΠ 1512/2006, ΑΠ 192/2000).
Εν προκειμένω, από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα: Η καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, την 23.7.2001 κατάρτισε με τον *** την με αριθμό ***/23.7.2001 σύμβαση δανείου, η οποία συμπληρώθηκε με το από 23.7.2001 προσάρτημά της, και του χορήγησε δάνειο για την αγορά πάγιου εξοπλισμού, ποσού ύψους 30.000.000 δρχ., σύμφωνα με τους όρους και συμφωνίες που περιέχονται στη σύμβαση αυτή, όπως συμπληρώθηκε με το ανωτέρω προσάρτημα της, υπέρ του οποίου εγγυήθηκαν εγγράφως η δεύτερη και η τρίτη των καθών η διαταγή πληρωμής (ανακόπτουσες και ήδη εκκαλοΰσες), μέχρι του συνολικού ποσού του δανείου, την σύμβαση του οποίου συνυπέγραψαν, παραιτούμενες του ευεργετήματος διζήσεως και κάθε ενστάσεως γενικά, ευθυνόμενες ως πρωτοφειλέτριες. Το ανωτέρω δάνειο, συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε 120 συνεχείς μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, καταβλητέες την 1η εργάσιμη ημέρα κάθε μήνα, αρχής γενομένης από τον μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2001, με επιτόκιο που καθορίσθηκε για μεν το χρονικό διάστημα από την εκταμίευση του δανείου μέχρι το τέλος του μήνα εκταμίευσης και για το επόμενο τρίμηνο, σε 9,50%, για δε το χρονικό διάστημα από τη λήξη της προηγούμενης περιόδου και για κάθε εφεξής τρίμηνο, το επιτόκιο θα ήταν ίσο με το εκάστοτε βασικό επιτόκιο επαγγελματικού εξοπλισμού, όπως αυτό ισχύει την τελευταία ημέρα του κάθε προηγούμενου τριμήνου, προσαυξημένο κατά 1%.
Κάθε μια από τις αναφερόμενες στο από 23.7.2001 προσάρτημα ημερομηνίες καταβολής, αποτελεί δήλη ημέρα κατά την έννοια του νόμου για την εξόφληση της αντίστοιχης δόσης, ώστε σε περίπτωση καθυστέρησης οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής, αυτή (η δόση) καθίσταται άμεσα ληξιπρόθεσμη και απαιτητή και η Τράπεζα αυτοδικαίως και χωρίς επιταγή προς πληρωμή ή άλλη όχληση και ειδοποίηση του οφειλέτη, λογίζει επ`αυτής τόκο υπερημερίας από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής μέχρι εξοφλήσεως. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα δικαιούται κατά την απόλυτη κρίση της, να κηρύξει άμεσα, ολόκληρο το υπόλοιπο ποσό του δανείου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό κατά το άληκτο κεφάλαιο του δανείου, τις ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτού, τους τόκους και τα έξοδα εντός πέντε ημερών από την πρόσκληση. Με την παρέλευση της προθεσμίας αυτής άπρακτης, οφείλονται επί του συνολικού οφειλόμενου ποσού τόκοι υπερημερίας, που θα ανατοκίζονται κάθε εξάμηνο, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Το επιτόκιο υπερημερίας συμφωνήθηκε το ανώτατο εκάστοτε επιτρεπόμενο από το νόμο και τις αρμόδιες αρχές. Σε εκτέλεση του παραπάνω δανείου, η Τράπεζα, την 27.7.2001, προέβη στην εκταμίευση του δανείου διά μεταφοράς του ποσού των 30.000.000 δρχ., στον με αριθμό *** καταθετικό λογαριασμό του δανειολήπτου πρώτου των καθών η διαταγή πληρωμής. Επίσης, προς εξυπηρέτηση του πιο πάνω δανείου ανοίχθησαν οι υπ` αριθμ. *** και *** λογαριασμοί κίνησης του δανείου. Ακολούθως, ο ως άνω δανειολήπτης *** δεν κατέβαλε τις συμφωνηθείσες τοκοχρεωλυτικές δόσεις από τον Μάιο 2004 έως και τον Σεπτέμβριο 2005 και κατέστη υπερήμερος. Ετσι, η Τράπεζα, σύμφωνα με τον όρο 7 της ανωτέρω σύμβασης, την 13.10.2005, κατάγγειλε τη σύμβαση καθιστώντας κατ` αυτό τον τρόπο ολόκληρο το ποσό της οφειλής ληξιπρόθεσμο, εκκαθαρισμένο και απαιτητό κατά το άληκτο κεφάλαιο, τις ληξιπρόθεσμες δόσεις αυτού, τόκους, λοιπές επιβαρύνσεις και έξοδα, το δε υπόλοιπο του πιο πάνω δανείου, το οποίο την 12.10.2005 ανερχόταν σε 80.232,43 ευρώ, μετέφερε στην οριστική καθυστέρηση.
Ειδικότερα, η Τράπεζα με την από 3.11.2005 εξώδικη καταγγελία που επιδόθηκε στους καθών η διαταγή πληρωμή, κατάγγειλε τη σύμβαση και γνώρισε σε αυτούς το οριστικό κλείσιμο του ως άνω λογαριασμού και την μεταφορά του καταλοίπου σε οριστική καθυστέρηση, με αναλυτική ανάλυση αυτού. Δυνάμει των ανωτέρω, εκδόθηκε η με αριθμό 4821/2006 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Πρωτοδικείου Αθηνών, της οποίας την ακύρωση επιδιώκουν οι ανακόπτοντες, με την κρινόμενη ανακοπή. Η διαταγή αυτή πληρωμής εκδόθηκε με βάση τα αναφερόμενα σ` αυτήν έγγραφα, ήτοι: α) την με αριθμό ***/23.7.2001 σύμβαση δανείου, όπως αυτή συμπληρώθηκε με το από 23.7.2001 προσάρτημα, η οποία καταρτίσθηκε στην Αθήνα μεταξύ της αιτούσας - καθής η ανακοπή Τράπεζας (***) ως δανειοδότριας και αφενός του πρώτου των καθών η διαταγή πληρωμής (ανακόπτοντος - εκκαλούντος), στον οποίο χορηγήθηκε δάνειο ύψους 30.000.000 δρχ. (88.041,09 ευρώ) για αγορά πάγιου εξοπλισμού και αφετέρου των λοιπών δύο καθών η διαταγή πληρωμής - ανακοπτουσών, ως εγγυήτριες του πρώτου, ευθυνόμενες ως πρωτοφειλέτριες μέχρι του συνολικού ποσού του δανείου, παραιτούμενες του ευεργετήματος διζήσεως και κάθε ενστάσεως, β) τα επικυρωμένα αντίγραφα των με αριθμούς *** και *** λογαριασμών κίνησης του δανείου, που εξήχθησαν από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας και τα οποία, σύμφωνα με τον όρο 3 της σύμβασης, αποτελούν πλήρη απόδειξη και γ) την από 3.11.2005 εξώδικη καταγγελία της Τράπεζας,που επιδόθηκε στους καθών η διαταγή πληρωμής την 14.2.2006, σύμφωνα με τις αναφερόμενες εκθέσεις επιδόσεως, με την οποία καταγγελία, η Τράπεζα, όπως προαναφέρεται, κατάγγειλε τη δανειακή σύμβαση και γνωστοποίησε σ` αυτούς το οριστικό κλείσιμο του με αριθμό *** λογαριασμού κίνησης του δανείου και τη μεταφορά του καταλοίπου του ανερχόμενου στο συνολικό ποσό των 80.232,43 ευρώ (όπως αυτό ειδικότερα αναλύεται σε οφειλόμενο κεφάλαιο - τόκους - χρεωλυσία) σε οριστική καθυστέρηση, κάλεσε δε αυτούς να προβούν σε εξόφληση του, έντοκα από 13.10.2005, των τόκων κεφαλαιοποιουμένων και ανατοκιζομένων ανά εξάμηνο. Η ανωτέρω απαίτηση της Τράπεζας δεν εξαρτάται από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή και το οφειλόμενο ποσό είναι βέβαιο και εκκαθαρισμένο, όπως προκύπτει από τα έγγραφα που προαναφέρονται και ελήφθησαν υπόψη από τον Δικαστή κατά την έκδοση της ως άνω διαταγής πληρωμής, ήτοι από τα έγγραφα, τα οποία σύμφωνα με τον όρο 3 παρ. 2 της ως άνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι «ο οφειλέτης και ο εγγυητής αναγνωρίζουν πλήρη αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων και αντιγράφων από τα βιβλία της Τράπεζας. Τα παραπάνω αντίγραφα θα εκδίδονται από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο ή εκπρόσωπο της Τράπεζας και ο οφειλέτης και ο εγγυητής αναγνωρίζουν ότι θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της Τράπεζας». Η ανωτέρω ειδική συμφωνία ότι το οφειλόμενο ποσό προκύπτει από την καταγγελία της σύμβασης, αποδεικνύεται από απόσπασμα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας (άρθρο 361 ΑΚ, 47 παρ. 3, 65 παρ. 2 του ΝΔ της 17.7/13.8.1923 (όρος 6 της συμβάσεως), βεβαιωθείσης της ακρίβειας του από αρμόδια αρχή (άρθρο 449 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεν προσκρούει στη δημόσια τάξη και ως εκ τούτου αποτελεί αποδεικτικό μέσο για την έκδοση διαταγής πληρωμής, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη (ΑΠ 405/2001 Nomos).
Με τον υπό στοιχείο 3 λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, γιατί δεν αναφέρεται στην από 22.2.2006 αίτηση για την έκδοση της, το επιτόκιο υπολογισμού των τόκων υπερημερίας του αναφερόμενου χρονικού διαστήματος. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως στηριζόμενος επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, αφού σύμφωνα και με όσα αναφέρονται παραπάνω, για το κατ` άρθρο 626 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραδεκτό της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής επί οφειλής που προέκυψε από λογαριασμό που τηρήθηκε στα πλαίσια σύμβασης δανείου, ο οποίος έκλεισε, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση, αναγκαίο περιεχόμενο αυτής της αίτησης συνιστά η αναφορά της απαίτησης και το ακριβές ποσό των χρημάτων με τους τηχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή και δεν απαιτείται να αναφέρεται και το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε από την τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΑΘ 3582/2011 αδημ.). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη οριστική απόφαση του έκρινε ομοίως, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με τον τέταρτο λόγο της έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ` ουσίαν. Περαιτέρω, με τον υπό στοιχείο 1.1 λόγο της ανακοπής τους, οι ανακόπτοντες υποστηρίζουν ότι είναι άκυρος ο σχετικός όρος της σύμβασης σε εκτέλεση του οποίου η καθής Τράπεζα παράνομα χρέωσε την 27.7.2001 τον τηρούμενο για την εξυπηρέτηση του δανείου με «εφάπαξ προμήθεια της», ύψους 412.000 δρχ., ως «έξοδα διαχείρισης» του δανείου, ποσό το οποίο παρακράτησε από το ποσό της χορηγηθείσας πίστωσης, με συνέπεια ο πρώτος ανακόπτων να λάβει μειωμένο ποσό (29.588.000 δρχ.) ως δάνειο και όχι το συμφωνηθέν των 30.000.000 δρχ. και ότι επειδή όλοι οι εντεύθεν υπολογισμοί (κεφαλαίου, τοκοχρεολυτικών δόσεων, τόκων υπερημερίας) έγιναν από την Τράπεζα, επί τη βάσει εσφαλμένου (μεγαλύτερου) κεφαλαίου δανείσματος (ήτοι επί των 30.000.000 δρχ. αντί των 29.588.000 δρχ. που πράγματι έλαβε), παρέπεται ότι δεν αποδεικνύεται το ύψος της νόμιμης σε βάρος τους απαίτησης της, η οποία σε κάθε περίτηωση είναι μικρότερη της αιτηθείσας και τελικώς επιδικασθείσας με την διαταγή πληρωμής, αιτία για την οποία και ζητεί την ακύρωση της τέλευταίας. Ο λόγος αυτός αποδεικνύεται αβάσιμος και ως εκ τούτου απορριπτέος, αφού από την επισκόπηση του σχετικού συμβατικού όρου (9.2), σε συνδυασμό και με το προσκομιζόμενο απόσπασμα του τηρηθέντος από την Τράπεζα λογαριασμού, προκύπτει ότι συμφωνήθηκε και πράγματι, κατόπιν παρασχεθείσας σχετικής εξουσιοδότησης από τον δανειολήπτη - πρώτο ανακόπτοντα, παρακρατήθηκε από την δανείστρια Τράπεζα, το ποσό των 412.000 δρχ., όχι ως οιασδήποτε μορφής προμήθειας της, αλλά για έξοδα διαχείρισης του δανείου, που αφορούσαν σε αμοιβές τρίτων (μηχανικού που εκτίμησε τα ακίνητα για την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, του δικηγόρου που ασχολήθηκε με τον έλεγχο τίτλων και την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης, τα δικαιώματα του υποθηκοφυλακείου για την ως άνω εγγραφή), όλες δε οι τοκοχρεολυτικές δόσεις αποπληρωμής του δανείου που αναφέρονται στον πίνακα δόσεων της χρονικής περιόδου 1.2.2002 έως 1.10.2005 κατά κεφάλαιο έχουν υπολογισθεί επί ορθής βάσεως κεφαλαίου, όπως και οι τόκοι κάθε χρεωλυτικής δόσης καθώς και οι καταβολές που έγιναν από τον ανακόπτοντα κατά το χρονικό διάστημα 1.2.2001 έως 6.4.2005 και έχουν πιστωθεί επί ορθού ποσού οφειλής κεφαλαίου και τόκων. Το ποσό των 412.000 δρχ. για έξοδα διαχείρισης, έλαβε ο ανακόπτων από το κεφάλαιο των 30.000.000 δρχ. που του δάνεισε η Τράπεζα και ως εκ τούτου το ορθό αναλήψιμο είναι το ποσό των 30.000.000 δρχ. και όχι των 29.588.000 δρχ. που αβάσιμα ισχυρίζονται οι ανακόπτοντες. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την 7607/2007 απόφαση του έκρινε νόμιμο το ως άνω λόγο ανακοπής και στη συνέχεια διέταξε τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Μετά τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης αυτής, σύμφωνα με την οποία η χρέωση του ποσού των 412.000 δρχ. στο λογαριασμό του δανείου την 27.7.2001 ημερομηνία της εκταμίευσης του δανείου, και η αυθημερόν πίστωση, δεν επηρεάζει την κίνηση του δανείου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφαση του (167/2010), κρίνοντας ουσιαστικά αβάσιμο τον πρώτο λόγο ανακοπής, ανακάλεσε την προηγούμενη με αριθμό 7607/2007 απόφαση του ως προς την νομική σκέψη του εκείνη με την οποία έκρινε νόμιμο τον πρώτο ως άνω λόγο ανακοπής, όπως προκύπτει το διατακτικό της εν λόγω απόφασης αλλά και από το σκεπτικό της, δεδομένου οτι η υπ` αριθμ. 7607/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περιέχει οριστική διάταξη κατά τον ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής. Ετσι ως έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επί του πρώτου λόγου ανακοπής, ανακαλώντας την υπ` αριθ. 7607/2007 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τα ανωτέρω και απορρπττοντας τον ως άνω λόγο ανακοπής ως αβάσιμο κατ` ουσίαν, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες σχετικά με τα ανωτέρω με τον πρώτο λόγο της εφέσεως τους, απορριπτέα κρίνονται ως αβάσιμα κατ` ουσίαν.
Με τον υπό στοιχείο 1.3.1 και 1.3.2 λόγο ανακοπής προσβάλλεται η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής λόγω επικαλούμενης από τους ανακόπτοντες αδυναμίας προσδιορισμού του πραγματικού ποσού της οφειλής που επιδικάσθηκε σε βάρος τους και αντίστοιχα της νόμιμης απαίτησης της καθής, αφού στο κατάλοιπο του λογαριασμού στο οποίο αυτή βασίστηκε περιλαμβάνονται παράνομα κονδύλια ήτοι α) η εισφορά του Ν 128/1975 που μετακυλίστηκε παράνομα στον δανειολήπτη αφού έγινε, χωρίς αναφορά στη σύμβαση της αιτίας της μετακύλισής της αλλά και επειδή περιλαμβάνονται και κονδύλια τόκων από έμμεσο ανατοκισμό αυτής, και β) κονδύλια τόκων που υπολογίσθηκαν επί αναληθούς βάσεως κεφαλαίου.
Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι διότι σύμφωνα με τα προαναφερθέντα ορθά η τράπεζα συμπεριέλαβε στο λογαριασμό ως χρεωστικό το ποσό των 412.000 δρχ. που αφορά συμφωνηθέντα έξοδα διαχείρισης δανείου, στο ποσό των 30.000.000 δρχ. που του δάνεισε η τράπεζα, η δε συμβατική μετακύλιση στο δανειολήπτη της εισφοράς του άρθρου 1 του Ν 128/1975, που έλαβε χώρα εν προκειμένω, είναι νόμιμη, αφού δεν αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν 128/1975, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου (άρθρο 174 ΑΙ<), αντίθετα εντάσσεται στο πλαίσιο του έλεύθερου καθορισμού των επιτοκίων.
Ειδικότερα, από την γραμματική διατύπωση της διάταξης της παρ. 3 του άρθρου 1 του Ν 128/1975 κατά την οποία «επιβάλλεται εισφορά βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα...υπέρ του, εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου, λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστό...» προκύπτει ότι ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς αυτής και το υπόχρεο να την αποδώσει στο Δημόσιο πρόσωπο, χωρίς όμως να προβλέπει τη δυνατότητα μετακύλισής της (από τα πιστωτικά ιδρύματα) στους δανειολήπτες, ούτε όμως και να την απαγορεύσει. Σκοπός θέσπισης της συγκεκριμένης εισφοράς είναι, η μέσω αυτής έμμεση ενίσχυση της επιδότησης των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ` ωφέλεια της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει τέλικά να επιβαρυνθεί με αυτήν είναι τα πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία απλά ορίζεται ότι βαρύνονται να την αποδώσουν στο Δημόσιο. Συνεπώς, σε καθεστώς έλεύθερου προσδιορισμού των επιτοκίων, οι τράπεζες δεν απαγορεύεται να συμφωνήσουν τον υπολογισμό του ποσοστού της συγκεκριμένης εισφοράς στο ΰψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς να απαιτείται και ειδική αναφορά της ειδικότερης αιτίας μετακύλισής της στο δανειολήπτη. Η επιβολή της συγκεκριμένης εισφοράς στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνον από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγουμένη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 Nomos, ΕφΑΘ 3582/2011 αδημ., ΕφΠατρών 195/2007 Nomos). To πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με τις εκκαλούμενες αποφάσεις του έκρινε ομοίως ως προς τους ανωτέρω λόγους ανακοπής, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως, τα αντιθέτως υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ` ουσίαν. Από τη διάταξη του άρθρου 585 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στην ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 του ίδιου κώδικα, προκύπτει ότι το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που αναφέρονται στα άρθρα 118 και 120 ΚΠολΔ, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τους λόγους της, με τους οποίους οριοθετείται η δίκη της ανακοπής, να περιέχει δηλαδή με τρόπο σαφή και ορισμένο, τις αντιρρήσεις και ενστάσεις του ανακόπτοντος, κατά της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής (ΑΠ Ολ 43/2005, ΑΠ Ολ 10/1997, ΑΠ 1102 /2008 Nomos). Τυχόν αοριστία λόγου ανακοπής, που περιέχεται στο αρχικό δικόγραφο, μπορεί παραδεκτά να συμπληρωθεί μόνο με πρόσθετο λόγο ανακοπής, σε ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται η ανακοπή και κοινοποιείται στον αντίδικο οκτώ τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση (ΑΠ 1098/2008, ΑΠ 1313/2007, ΑΠ 991/2007, ΑΠ 758/2002 Nomos).
Με την κρινόμενη ανακοπή, επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και για τους ακόλουθους λόγους: 1) με τον υπό στοιχείο 1.2.1 λόγο ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι οι τηρούμενοι λογαριασμοί, στα αποσπάσματα των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, περιέχουν κονδύλια τόκων (ενήμερων και υπερημερίας), λογισθέντων σε συχνότητα μικρότερη του εξαμήνου, γεγονός που προκύπτει από την ίδια την δανειακή σύμβαση και συγκεκριμένα από το άρθρο 4 της άνω δανειακής σύμβασης, με το οποίο συμφωνήθηκε επιτόκιο μεταβλητό ανά τρίμηνο, προσαυξανόμενο με την εισφορά του άρθρου 1 του Ν 128/1975, όρος που είναι αντίθετος με τη διάταξη των άρθρων 12 του Ν 2601/1998 και 296 παρ. 1 ΑΚ, με αποτέλεσμα έμμεσα να λογίζονται (δεδουλευμένοι και υπερημερίας) τόκοι ανά μήνα (που ήταν καταβλητέα κάθε τοκοχρεωλυτική δόση) αντί ανά εξάμηνο, επιβαρύνοντας έτσι παράνομα το προκύψαν οριστικό κατάλοιπο του λογαριασμού, αιτία για την οποία και ζητούν την ακύρωση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής στο σύνολο της, 2) με το β` σκέλος του υπό στοιχεία 1.3 λόγου ανακοπής ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής επειδή «στο κατάλοιπο του λογαριασμού της δανειακής σύμβασης που επιδικάσθηκε με αυτήν περιλαμβάνονται τόκοι ανώτεροι των νομίμων κατά 1,3889% ετησίως, διότι η καθής τράπεζα εφάρμοσε στους εκτοκισμούς έτος 360 ημερών αντί 365 ή 366 ημερών, και 3) με το υπό στοιχεία 1.3.2 λόγο ζητείται η ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής διότι, όπως ισχυρίζονται, περιλαμβάνονται στο λογαριασμό και κονδύλια τόκων από έμμεσο ανατοκισμό της παράνομα μετακυλισθείσας στον πρώτο - δανειολήπτη, εισφοράς του Ν 128/1975. Σύμφωνα με την προηγηθείσα νομική σκέψη, οι ως άνω λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι ως αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ειδικότερα, αναφορικά με τον πρώτο και τρίτο, διότι δεν εξειδικεύονται τα αμφισβητούμενα ποσά που χρεώθηκαν στον λογαριασμό, ήτοι τα ποσά των επικαλούμενων ως παράνομων τόκων υπερημερίας, των τόκων της επικαλούμενης ως παράνομα υπολογισθείσα σε βάρος του δανειολήπτη εισφοράς του Ν 128/1975, ούτε των τόκων επί καθυστερούμενων τόκων. Αλλά ούτε και στο δεύτερο των ως άνω λόγων προσδιορίζεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο ποιο μέρος του επιτασσόμενου με την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ποσό αφορά στον επικαλούμενο ως παράνομο υπολογισμό τόκων ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της βασιμότητας του σχετικού ισχυρισμού τους και σε θετική περίπτωση να καθοριστεί το πραγματικά οφειλόμενο ποσό, δεδομένου ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελείται από περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολο της (ΕφΑθ 3582/2011 αδημ.).
Ως προς τον υπολογισμό των τόκων με βάση το έτος των 360 ημερών αντί εκείνου των 365 ημερών, ο ανακόπτων επικαλείται παράβαση εκ μέρους της καθής τράπεζας κανόνων της κοινοτικής Οδηγίας 97/7/ΕΚ (που ενσωματώθηκε με το εθνικό δίκαιο με την ΚΥΑ Ζ1- 178/13.2.2001). Οι κανόνες αυτοί όμως δεν τυγχάνουν εφαρμογής εν προκειμένω. Ειδικότερα, οι κανόνες αυτοί (ΦΕΚ Β` 255/9.3.2001, Ζ1-178) αφορούν στις συναλλαγές που γίνονται με κάρτες - την εναρμόνιση με τις διατάξεις της Σύστασης 97/489/ΕΚ της Επιτροπής της 30ης Ιουλίου 1997 «σχετικά με τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως όσον αφορά στις σχέσεις του εκδότη και του κατόχου» (ΕΕ αριθ. 208 της 2.8.1997, σελ. 52-58) την καταναλωτική πίστη - προσαρμογή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης Φ1-983/1991 προς τις διατάξεις της Οδηγίας 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16.2.1998 «σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωπκή πίστη (ΕΕ αρ. 101 της 1.4.1998, σελ. 17-23). Στην υπό κρίση υπόθεση, που αφορά τη χορήγηση δανείου για αγορά επαγγελματικού εξοπλισμού, η τράπεζα έλαβε ως βάση υπολογισμού των τόκων το έτος των 360 ημερών κατ` επιταγήν του άρθρου 3 παρ. 1 του Ν 2482/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των Κανονισμών (ΕΚ) 1103/1997, 971/1998 και 2866/1998 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά, με την εισαγωγή του ευρώ. Ετσι, σύμφωνα με το προαναφερόμενο άρθρο οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (ATHIBOR), που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/1997 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο EURIBOR στο οποίο λαμβάνονται υπόψη, ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, προσαρμοσμένο, κατά τον λόγο 365 προς 360 εφόσον δεν έχει προβλεφθεί, ή αν δεν συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Εξάλλου σε συμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, μετά την απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, που τέθηκε σε ισχύ από 10.3.2000, σύμφωνα με την οποία, ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής, λαμβάνονται οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, η Εκτελεστική Επιτροπή της Ενωσης Ελληνικών Τραπεζών, κατά την με αριθμό 15/19.4.2000 συνεδρίαση της, προχώρησε στην υιοθέτηση του εμπορικού έτους των 360 ημερών, ως βάση υπολογισμού των τόκων από την 1.1.2001. Ετσι, η καθής τράπεζα συμμορφούμενη προς τα ανωτέρω ισχύοντα, νόμιμα εφάρμοσε στους εκτοκισμούς της το έτος των 360 ημερών. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση του έκρινε ομοίως επί των ανωτέρω λόγων ανακοπής, ανακάλεσε δε την υπ` αριθμ. 7607/2007 μη οριστική απόφαση του, ως προς την πλημμέλεια του για το ορισμένο των ανωτέρω λόγων, και τον σχετικό λόγο ανακοπής περί εκτοκισμού με έτος 360 ημερών ως νόμιμου, δεν έσφαλε αλλά ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε. Επομένως τα αντιθέτως ισχυριζόμενα οι εκκαλούντες με τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο εφέσεως, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ` ουσίαν.
[Απορρίπτει την έφεση.]
Ν.Σ.