Το δελτίο αυτό εκπονήθηκε σε συνεργασία με το Συμβούλιο των Συμβολαιογραφικών Συλλόγων της ΕΕ (CNUE).
1 Πως συντάσσεται η διάταξη τελευταίας βουλήσεως (διαθήκη, συνδιαθήκη, κληρονομική σύμβαση);
Κατά την κατάρτιση των διατάξεων τελευταίας βούλησης, πρέπει, μεταξύ άλλων, να τηρούνται οι ακόλουθοι κανόνες.
Καταρχάς, ο διαθέτης πρέπει να έχει σώας τα φρένας. Τα πρόσωπα που έχουν κηρυχθεί ανίκανα για δικαιοπραξία δεν μπορούν να συντάξουν διαθήκη. Στην περίπτωση των ανηλίκων εφαρμόζονται ειδικές διατάξεις που αποσκοπούν ιδίως στην προστασία της περιουσίας τους.
Επιπλέον, απαγορεύονται ορισμένες διατάξεις τελευταίας βούλησης, όπως οι συνδιαθήκες. Το ίδιο ισχύει και για τις κληρονομικές συμβάσεις.
Ο Αστικός Κώδικας αναφέρει τις ακόλουθες μορφές διαθήκης που προβλέπονται στο κληρονομικό δίκαιο του Λουξεμβούργου (άρθρο 969 του Αστικού Κώδικα):
- την ιδιόγραφη διαθήκη
- τη δημόσια διαθήκη
- τη μυστική διαθήκη.
Διαφορετικές διαδικασίες και διατυπώσεις εφαρμόζονται ανάλογα με την επιλεγόμενη μορφή διαθήκης.
Ιδιόγραφη διαθήκη
Η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται εξ ολοκλήρου ιδιοχείρως από τον διαθέτη και ο διαθέτης θέτει σ’ αυτήν, επίσης ιδιοχείρως, ημερομηνία και την υπογραφή του.
Το πλεονέκτημα της ιδιόγραφης διαθήκης είναι η απλότητα της. Το μειονέκτημά της έγκειται στο γεγονός ότι η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να συνταχθεί από τον διαθέτη χωρίς να γνωρίζει την ύπαρξή της κανένα άλλο πρόσωπο. Κατά συνέπεια, ενδέχεται η διαθήκη να μη βρεθεί μετά τον θάνατο του διαθέτη.
Υπάρχει ακόμη κίνδυνος πλαστογράφησης και καταστροφής της. Επίσης, εάν η ιδιόγραφη διαθήκη είναι δυσανάγνωστη, διφορούμενη ή ατελής, υπάρχει κίνδυνος ακυρότητάς της. Στο ίδιο πλαίσιο πρέπει να επισημανθεί ότι υπάρχει κίνδυνος ακυρότητας της ιδιόγραφης διαθήκης ακόμη και λόγω ανακριβούς ημερομηνίας. Επιπλέον, η ιδιόγραφη διαθήκη μπορεί να είναι άκυρη λόγω ουσιαστικού ελαττώματος.
Είναι, συνεπώς, προς το συμφέρον του διαθέτη, αφενός, να γνωστοποιήσει τόσο την ύπαρξη όσο και τον τόπο φύλαξης της διαθήκης και, αφετέρου, να διασφαλίσει την εγκυρότητά της.
Η γνωστοποίηση της ύπαρξης της ιδιόγραφης διαθήκης μπορεί να εξασφαλιστεί εάν ο διαθέτης ενημερώσει πρόσωπο της εμπιστοσύνης του ή, έναντι καταβολής τέλους, να μεριμνήσει για την εγγραφή των κύριων πληροφοριών σχετικά με τη διαθήκη (όπως το ονοματεπώνυμο του διαθέτη, η διεύθυνσή του καθώς και ο τόπος όπου έχει κατατεθεί η διαθήκη) στο κεντρικό μητρώο διαθηκών. Το μητρώο αυτό τηρείται υπό μορφή βάσης δεδομένων από τη φορολογική υπηρεσία μητρώων και ακίνητης περιουσίας (Administration de l’enregistrement et des domaines) (βλ. και κατωτέρω).
Όσον αφορά το κύρος της διαθήκης, είναι αναγκαίο αυτή να έχει γραφεί εξ ολοκλήρου ιδιοχείρως από τον διαθέτη και ο διαθέτης να έχει θέσει σ’ αυτήν, επίσης ιδιοχείρως, ημερομηνία και την υπογραφή του. Με βάση τα ανωτέρω, συνιστάται η χρήση των υπηρεσιών ειδικού στο κληρονομικό δίκαιο, όπως ο συμβολαιογράφος, που θα διασφαλίσει το κύρος της διαθήκης.
Δημόσια διαθήκη
Η δημόσια διαθήκη συντάσσεται από δύο συμβολαιογράφους ή από ένα συμβολαιογράφο παρουσία δύο μαρτύρων.
Έχει σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την ιδιόγραφη διαθήκη.
Τα πλεονεκτήματα συνίστανται, αφενός, στην παροχή νομικών συμβουλών στον διαθέτη από τον συμβολαιογράφο που συντάσσει τη διαθήκη. Χάρη σ’ αυτές τις νομικές συμβουλές, διασφαλίζεται ότι η διαθήκη δεν πάσχει από τυπικό ή ουσιαστικό ελάττωμα και είναι έγκυρη.
Από την άλλη πλευρά, εφόσον η δημόσια διαθήκη κατατίθεται ενώπιον συμβολαιογράφου, παραμένει μυστική μέχρι την ημερομηνία του θανάτου του διαθέτη και η τελευταία βούλησή του θα γίνει γνωστή μετά τον θάνατό του. Πρέπει επίσης συναφώς να επισημανθεί ότι ο συμβολαιογράφος που συντάσσει τη διαθήκη οφείλει να καταχωρίσει στο μητρώο διαθηκών τα βασικά στοιχεία της δημόσιας διαθήκης που συνέταξε.
Μυστική διαθήκη
Η μυστική διαθήκη είναι πράξη που συντάσσεται από τον διαθέτη ή από άλλο πρόσωπο και κατατίθεται από τον διαθέτη σε κλειστό και σφραγισμένο φάκελο σε συμβολαιογράφο, παρουσία δύο μαρτύρων ή δεύτερου συμβολαιογράφου. Ο συμβολαιογράφος που λαμβάνει τη μυστική διαθήκη συντάσσει πράξη καταχώρισης η οποία καταχωρίζεται σε δημόσιο αρχείο (en minute) ή επιστρέφεται στον διαθέτη (en brevet).
Ο συμβολαιογράφος διασφαλίζει τη φύλαξη της μυστικής διαθήκης και, ως εκ τούτου, αποκλείεται κάθε κίνδυνος αντικατάστασης και πλαστογράφησης.
Η μυστική διαθήκη, όπως και η δημόσια διαθήκη, επιτρέπει την τήρηση του απορρήτου της βούλησης που εξέφρασε ο διαθέτης εν ζωή. Επιπλέον, η κατάθεση της διαθήκης σε συμβολαιογράφο σημαίνει ότι η μυστική διαθήκη θα βρεθεί μετά τον θάνατο του διαθέτη.
Το γεγονός ότι ο συμβολαιογράφος συντάσσει πράξη καταχώρισης όταν λαμβάνει τη μυστική διαθήκη δεν σημαίνει ότι η κατατεθείσα διαθήκη είναι έγκυρη. Αντιθέτως, ακόμη κι αν η μυστική διαθήκη έχει συνταχθεί και κατατεθεί σύμφωνα με τις τυπικές προϋποθέσεις, μπορεί, ωστόσο, να είναι άκυρη λόγω ουσιαστικού ελαττώματος. Πράγματι, δεδομένου ότι η μυστική διαθήκη κατατίθεται σε κλειστό και σφραγισμένο φάκελο στον συμβολαιογράφο που επιλαμβάνεται, ο συμβολαιογράφος δεν μπορεί να διασφαλίσει την εγκυρότητά της ως προς την ουσία.
Στο Λουξεμβούργο, σπάνια γίνεται χρήση της μυστικής διαθήκης.
2 Πρέπει η διάταξη να καταχωρίζεται, και εάν ναι, πως;
Στο Λουξεμβούργο τα βασικά στοιχεία ορισμένων διαθηκών μπορούν και πρέπει να καταχωρούνται στο μητρώο διαθηκών (βλ. επίσης απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση). Η μεταγραφή είναι υποχρεωτική για τις δημόσιες διαθήκες, καθώς και για τις μυστικές και ιδιόγραφες διαθήκες που κατατίθενται για φύλαξη σε συμβολαιογράφο. Το ίδιο ισχύει και για την απόσυρση, την ανάκληση και τις άλλες τροποποιήσεις αυτών των διαθηκών. Όσον αφορά την ιδιόγραφη διαθήκη που βρίσκεται στην κατοχή ιδιώτη, η καταχώριση στο εν λόγω μητρώο είναι προαιρετική.
Ούτε η ίδια η διαθήκη ούτε το περιεχόμενό της φυλάσσονται στο μητρώο. Η καταχώριση περιλαμβάνει μόνο το ονοματεπώνυμο του διαθέτη, ενδεχομένως, του συζύγου, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης του διαθέτη, τον αριθμό ταυτότητάς του, το επάγγελμα, τη διεύθυνση κατοικίας, τη φύση και την ημερομηνία της πράξης της οποίας ζητείται η καταχώριση, το όνομα και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ο οποίος παρέλαβε την πράξη ή τη φυλάσσει ή, στην περίπτωση της ιδιόγραφης διαθήκης, ενδεχομένως, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση οποιουδήποτε άλλου προσώπου ή φορέα στον οποίο ανατέθηκε η φύλαξη της διαθήκης ή του τόπου όπου φυλάσσεται.
3 Υφίστανται περιορισμοί επί της ελευθερίας διάθεσης αιτία θανάτου (π.χ. νόμιμη μοίρα);
Ναι, το κληρονομικό δίκαιο του Λουξεμβούργου θέτει περιορισμούς στην ελευθερία διάθεσης αιτία θανάτου.
Πιο συγκεκριμένα, υφίσταται νόμιμη μοίρα, και ως εκ τούτου ο διαθέτης δεν μπορεί να αποκληρώσει ορισμένους νόμιμους κληρονόμους μέσω δωρεάς ή διαθήκης.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία του Λουξεμβούργου, μόνον οι κατιόντες (τα παιδιά του θανόντος ή, αυτά έχουν προαποβιώσει κατά τον χρόνο του θανάτου του, τα παιδιά αυτών) έχουν δικαίωμα νόμιμης μοίρας.
Η νόμιμη μοίρα ανέρχεται στο ήμισυ της νόμιμης κληρονομιαίας περιουσίας, αν ο κληρονομούμενος έχει ένα παιδί, στα ⅔ της κληρονομιαίας περιουσίας αν έχει δύο παιδιά και στα ¾ της κληρονομιαίας περιουσίας αν έχει από τρία παιδιά και πάνω.
Επιτρέπεται η αποποίηση της νόμιμης μοίρας. Η αποποίηση πρέπει να είναι ρητή και συνίσταται σε δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου του τόπου επαγωγής της κληρονομιάς, που εγγράφεται σε ειδικό μητρώο που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό.
4 Ελλείψει διάταξης τελευταίας βουλήσεως, ποιος κληρονομεί και τι;
Εάν δεν υπάρχει διαθήκη, η κληρονομική διαδοχή διέπεται από τις διατάξεις του νόμου.
Κατά κανόνα, ισχύει η ακόλουθη τάξη κληρονομικής διαδοχής:
- κατιόντες (παιδιά, εγγόνια)
- επιζών/επιζώσα σύζυγος
- πατέρας και μητέρα, καθώς και τα αδέλφια του θανόντος και οι κατιόντες τους
- ανιόντες πλην του πατέρα και της μητέρας (παππούδες, προπάπποι, κ.λπ.)
- οι συγγενείς σε πλάγια γραμμή πλην των αδελφών (θείοι, θείες, ανεψιοί, ανεψιές, κ.λπ.)
- το Δημόσιο.
Στο πλαίσιο αυτής της ιεραρχίας μεταξύ των τάξεων των κληρονόμων, μπορεί να προκύψουν διάφορες περιπτώσεις:
Περίπτωση 1: Ο κληρονομούμενος αφήνει επιζώντα/επιζώσα σύζυγο και παιδιά (ή εγγόνια)
Όταν ο νόμος αναφέρεται σε επιζώντα/επιζώσα σύζυγο, η έννοια αφορά μη διαζευγμένο/-η σύζυγο κατά του οποίου ή της οποίας δεν υπάρχει απόφαση δικαστικού χωρισμού με ισχύ δεδικασμένου.
Η κληρονομιά περιέρχεται κατ’ ισομοιρία στα παιδιά του θανόντος ανάλογα με τον αριθμό τους, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του επιζώντος ή της επιζώσας συζύγου.
Παράδειγμα:
Εάν ο θανών αφήνει ένα παιδί, αυτό κληρονομεί το σύνολο της κληρονομιάς, με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων του επιζώντος ή της επιζώσας συζύγου.
Εάν ο κληρονομούμενος αφήνει 2 παιδιά, πάντοτε με την επιφύλαξη του δικαιώματος του επιζώντος συζύγου, τα περιουσιακά στοιχεία του θανόντος περιέρχονται σε αυτά τα δύο παιδιά.
Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο επιζών σύζυγος έχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ:
- της επικαρπίας του ακινήτου στο οποίο κατοικούσαν οι δύο σύζυγοι, καθώς και των κινητών πραγμάτων που συμπεριλαμβάνονται σ’ αυτή, υπό τον όρο ότι το ακίνητο ανήκε στον θανόντα εξ ολοκλήρου ή από κοινού με τον επιζώντα σύζυγο και
- του μικρότερου μεριδίου νόμιμου τέκνου, που δεν μπορεί να είναι λιγότερο από το ένα τέταρτο της κληρονομιάς.
Ο επιζών σύζυγος διαθέτει προθεσμία 3 μηνών και 40 ημερών από τον θάνατο για την άσκηση του δικαιώματος, με δήλωση στη γραμματεία του πρωτοδικείου του τόπου στον οποίο επάγεται η κληρονομιά. Εάν δεν δηλωθεί αυτή η επιλογή εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ο επιζών σύζυγος θεωρείται ότι έχει επιλέξει την επικαρπία.
Εάν ο επιζών σύζυγος επιλέξει το μερίδιο τέκνου, τα μερίδια των παιδιών μειώνονται αναλογικά στο βαθμό που απαιτείται για να συσταθεί το μερίδιο του επιζώντος συζύγου.
Τι συμβαίνει εάν ένα από τα παιδιά του θανόντος απεβίωσε πριν από αυτόν, αλλά το ίδιο έχει αφήνει παιδιά;
Πρόκειται για την περίπτωση της εκπροσώπησης στην κληρονομιά (représentation). Το παιδί ή τα παιδιά του παιδιού που προαποβίωσε (δηλαδή τα εγγόνια του θανόντος) μοιράζονται τη μερίδα του πατέρα και/ή της μητέρας τους.
Με άλλους όρους, περιέρχεται σε αυτά από κοινού το μερίδιο που θα κληρονομούσε ο γονιός τους, εάν δεν είχε αποβιώσει πριν από τον θανόντα.
Τι συμβαίνει εάν τελέσει νέο γάμο ο επιζών σύζυγος που έχει επιλέξει την επικαρπία της κοινής κατοικίας;
Στην περίπτωση αυτή, τα παιδιά, και αντίστοιχα τα εγγόνια σε περίπτωση προηγούμενου θανάτου ενός εκ των παιδιών, μπορούν να απαιτήσουν από κοινού τη μετατροπή της επικαρπίας σε κεφάλαιο.
Το κεφάλαιο αυτό πρέπει να αντιστοιχεί στην αξία της επικαρπίας η οποία εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από την ηλικία του επικαρπωτή.
Η εν λόγω μετατροπή πρέπει να ζητηθεί ενώπιον του πρωτοδικείου εντός 6 μηνών από τον νέο γάμο του επιζώντος συζύγου από όλα τα παιδιά ή αντίστοιχα τα εγγόνια (όπ.π.).
Εάν δεν υπάρξει συμφωνία όλων των παιδιών στο να ζητήσουν τη μετατροπή σε κεφάλαιο, η εν λόγω μετατροπή μπορεί να ζητηθεί από το πρωτοδικείο, κατά τη διακριτική του ευχέρεια.
Περίπτωση 2: Ο κληρονομούμενος δεν αφήνει παιδιά αλλά επιζώντα σύζυγο
Εάν ο κληρονομούμενος δεν αφήνει ούτε παιδιά ούτε κατιόντες αυτών, ο επιζών σύζυγος προηγείται έναντι όλων των άλλων συγγενών του συζύγου που απεβίωσε και λαμβάνει συνεπώς το σύνολο της περιουσίας του θανόντος, ακόμη κι αν ο επιζών σύζυγος συνάψει νέο γάμο στη συνέχεια.
Εντούτοις, ο επιζών σύζυγος δεν είναι δικαιούχος νόμιμης μοίρας του συζύγου του. Ως εκ τούτου, σε αντίθεση με τα παιδιά θανόντος, δεν έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας. Με διαφορετικούς όρους, εάν ο θανών δεν αφήνει παιδί, ο επιζών σύζυγος θα μπορούσε θεωρητικά να αποκλειστεί από την κληρονομιά του συζύγου είτε μέσω δωρεάς είτε με διαθήκη.
Περίπτωση 3: Ο κληρονομούμενος δεν αφήνει ούτε παιδιά, ούτε σύζυγο, αλλά αφήνει αδέλφια (ή ανίψια)
Στην περίπτωση αυτή, πρέπει να γίνει διάκριση ανάλογα με το αν οι γονείς του θανόντος είναι ακόμη εν ζωή ή όχι.
Αν οι γονείς του θανόντος είναι ακόμη εν ζωή, ο πατέρας και η μητέρα λαμβάνουν έκαστος το ένα τέταρτο της κληρονομιάς, δηλαδή συνολικά το ήμισυ αυτής.
Τα αδέλφια ή οι κατιόντες αυτών κληρονομούν κατ’ ισομοιρία το υπόλοιπο ήμισυ.
Εάν ο θανών αφήνει μόνο τον πατέρα ή τη μητέρα, ο εν λόγω γονέας λαμβάνει το ένα τέταρτο της κληρονομιάς και τα αδέλφια ή οι κατιόντες τους λαμβάνουν τα άλλα τρία τέταρτα αυτής της κληρονομιάς.
Τα παιδιά των αδελφών (δηλ. ανιψιοί ή/και ανιψιές του θανόντος), εάν έχει προηγηθεί ο θάνατος των γονέων τους, κληρονομούν κατ’ ισομοιρία με εκπροσώπηση στην κληρονομιά την κληρονομική μερίδα του πατέρα ή της μητέρας τους που απεβίωσε πριν από τον θανόντα.
Κληρονομούν, συνεπώς, το σύνολο της κληρονομικής μερίδας την οποία θα κληρονομούσε ο πατέρας ή/και η μητέρα τους εάν δεν είχε αποβιώσει πριν από τον θανόντα.
Περίπτωση 4: Ο κληρονομούμενος δεν αφήνει ούτε παιδιά, ούτε σύζυγο, ούτε αδέλφια, ούτε ανίψια, αλλά οι γονείς του θανόντος είναι ακόμη εν ζωή
Στην περίπτωση αυτή, ολόκληρη η κληρονομιά περιέρχεται στον πατέρα και στη μητέρα του θανόντος, σε έκαστο κατά το ήμισυ.
Εάν επιζεί μόνον ο πατέρας ή η μητέρα, αυτός ή αυτή κληρονομεί ολόκληρη την περιουσία του προαποβιώσαντος παιδιού του/της (όπ.π.).
Περίπτωση 5: Ο κληρονομούμενος δεν αφήνει ούτε παιδιά , ούτε σύζυγο, ούτε αδέλφια, ούτε ανίψια και οι γονείς και όλοι οι ανιόντες του θανόντος έχουν αποβιώσει
Στην περίπτωση αυτή, οι θείοι και οι θείες του θανόντος, τα αδέλφια των παππούδων, οι εξάδελφοι ή/και εξαδέλφες, καθώς και οι κατιόντες τους θεωρούνται κληρονόμοι.
Η διαδοχή διαιρείται σε δύο γραμμές, την πατρική γραμμή και τη μητρική γραμμή, που λαμβάνουν έκαστη το ήμισυ της κληρονομιάς.
Δεν έχει κληρονομικό δικαίωμα κανένας κληρονόμος πέραν του εγγονού ή της εγγονής εξαδέλφου, ούτε από την πατρική ούτε από τη μητρική γραμμή. Στην περίπτωση αυτή, η κληρονομιά περιέρχεται στο κράτος και ονομάζεται σχολάζουσα κληρονομιά.
5 Ποια είναι η αρμόδια αρχή:
5.1 σε υποθέσεις διαδοχής αιτία θανάτου;
Η διαδικασία κληρονομικής διαδοχής κινείται από τον κληρονόμο ή τους κληρονόμους που αναθέτουν με δική τους πρωτοβουλία στον συμβολαιογράφο της επιλογής τους ή τον οποίο έχει υποδείξει ο διαθέτης εντολή να προβεί σε όλες τις ενέργειες για τη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής.
5.2 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης κληρονομίας;
Όσον αφορά την αποδοχή μιας κληρονομιάς, η νομοθεσία του Λουξεμβούργου δεν ορίζει συγκεκριμένη αρχή ενώπιον της οποίας πρέπει να γίνεται η εν λόγω αποδοχή. Οι σχετικές διατάξεις προβλέπουν ότι η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή. Είναι ρητή, όταν αποκτάται ο τίτλος ή η ιδιότητα του κληρονόμου με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο. Η αποδοχή είναι σιωπηρή όταν ο κληρονόμος προβαίνει σε πράξη η οποία υποδηλώνει υποχρεωτικά την πρόθεση αποδοχής και στην οποία δεν θα είχε το δικαίωμα να προβεί παρά μόνον με την εν λόγω ιδιότητά του.
Όσον αφορά την αποποίηση, οι διατάξεις του Αστικού Κώδικα προβλέπουν ότι αυτή πραγματοποιείται στη γραμματεία του πρωτοδικείου του τόπου επαγωγής της κληρονομιάς, και καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο που τηρείται για τον σκοπό αυτό.
Δεδομένων των συνεπειών, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που είναι δυνατόν να προκύψουν από την κληρονομική διαδοχή, συστήνεται η λήψη συμβουλών από συμβολαιογράφο, τόσο πριν από αποδοχή όσο και πριν από την αποποίηση κληρονομιάς.
5.3 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης κληροδοσίας;
Καθώς ο Αστικός Κώδικας του Λουξεμβούργου δεν περιέχει ειδικούς κανόνες σχετικά με το θέμα αυτό, η λουξεμβουργιανή νομολογία στηρίζεται στην αρχή ότι η αποδοχή κληροδοτήματος (είτε καθολικού, είτε μερικού, είτε ειδικού) μπορεί να γίνει με όλα τα μέσα.
Το ίδιο ισχύει και για την αποποίηση ειδικού κληροδοτήματος. Συνεπώς, η αποποίηση μπορεί να γίνει, μεταξύ άλλων, σιωπηρά, εάν για παράδειγμα ο κληροδόχος αρνηθεί να αναλάβει τα βάρη που συνδέονται με το εν λόγω κληροδότημα.
Όσον αφορά την αποποίηση καθολικού κληροδοτήματος και μερικού κληροδοτήματος αντίστοιχα, ορισμένα δικαστήρια απαιτούν την τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων που προβλέπονται για την αποποίηση κληρονομιάς, ενώ άλλα δικαστήρια τις κηρύσσουν μη εφαρμοστέες.
5.4 για την κατάθεση δήλωσης αποδοχής ή αποποίησης νόμιμης μοίρας;
Όσον αφορά την αποδοχή νόμιμης μοίρας, ισχύουν οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις.
Η αποποίηση νόμιμης μοίρας απαιτεί δήλωση στη γραμματεία του δικαστηρίου του τόπου επαγωγής της κληρονομιάς, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό μητρώο που προβλέπεται για τον σκοπό αυτό.
6 Σύντομη περιγραφή της διαδικασίας για την επίλυση κληρονομικής διαδοχής βάσει του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εκκαθάρισης της περιουσίας και της διανομής των περιουσιακών στοιχείων (συμπεριλαμβάνονται πληροφορίες σχετικά με το εάν η διαδικασία κληρονομικής διαδοχής κινείται αυτεπαγγέλτως από δικαστήριο ή άλλη αρμόδια αρχή)
Η διαδικασία κληρονομικής διαδοχής κινείται από τον κληρονόμο ή τους κληρονόμους που αναθέτουν με δική τους πρωτοβουλία στον συμβολαιογράφο της επιλογής τους ή τον οποίο έχει υποδείξει ο διαθέτης εντολή να προβεί σε όλες τις ενέργειες για τη ρύθμιση της κληρονομικής διαδοχής.
7 Πως και πότε καθίσταται ένα πρόσωπο κληρονόμος ή κληροδόχος;
Κατά τον θάνατο του κληρονομούμενου η περιουσία του περιέρχεται απευθείας στον κληρονόμο. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι οι κληρονόμοι οφείλουν να αποδέχονται την κληρονομιά (βλ. ανωτέρω).
Για να μπορέσει ένα πρόσωπο να κληρονομήσει, πρέπει να ισχύουν ιδίως τα ακόλουθα:
- να έχει νομική υπόσταση κατά τη στιγμή του θανάτου του κληρονομουμένου, δηλ. να έχει συντελεστεί τουλάχιστον η σύλληψή του, υπό τον όρο ότι το εν λόγω παιδί θα γεννηθεί και να έχει γεννηθεί ζωντανό
- να μην εξαιρείται από τον νόμο, ιδίως όπως:
- τα πρόσωπα που είναι ανίκανα για δικαιοπραξία
- οι θεράποντες ιατροί ή οι χειρουργοί, οι νοσηλευτές, οι φαρμακοποιοί που παρείχαν υπηρεσίες σε ένα πρόσωπο κατά τη διάρκεια ασθένειας η οποία προκάλεσε τον θάνατό του, σε περίπτωση που η διαθήκη συντάχθηκε υπέρ αυτών κατά τη διάρκεια αυτής της ασθένειας
- να μην έχει αποκλειστεί από την κληρονομιά λόγω αναξιότητας.
Όσον αφορά τα κληροδοτήματα, θα πρέπει, κατά περίπτωση, να ακολουθείται η διαδικασία παράδοσης κληροδοσίας και αντίστοιχα η διαδικασία παράδοσης της νομής.
8 Φέρουν οι κληρονόμοι την ευθύνη για τα χρέη του αποθανόντος, και εάν ναι, υπό ποιους όρους;
Ναι, υπό την προϋπόθεση ότι οι κληρονόμοι αποδέχονται άνευ όρων την κληρονομιά.
Πρέπει ωστόσο να επισημανθεί σχετικά ότι, κατά την επαγωγή της κληρονομιάς, οι κληρονόμοι μπορούν επίσης να αποδεχθούν την κληρονομιά με το ευεργέτημα της απογραφής.
Το ευεργέτημα της απογραφής παρέχει στον κληρονόμο το πλεονέκτημα ότι έχει υποχρέωση να καταβάλει τα χρέη της κληρονομιάς μόνο μέχρι την αξία των περιουσιακών στοιχείων που περιέρχονται σε αυτόν, και μάλιστα ο κληρονόμος μπορεί να απαλλαγεί από την καταβολή των χρεών εγκαταλείποντας όλα τα περιουσιακά στοιχεία της κληρονομιάς στους πιστωτές και τους κληροδόχους.
9 Ποια είναι τα έγγραφα και/ή οι πληροφορίες που συνήθως απαιτούνται για την καταχώριση ακίνητης περιουσίας;
Ο διαθέτης είναι ελεύθερος να ορίζει οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα για την εκτέλεση της διαθήκης του, πλην ανηλίκων.
Όσον αφορά τον ρόλο του διαχειριστή κληρονομιάς, βλ. ανωτέρω.
Σύμφωνα με το άρθρο 1 του τροποποιημένου νόμου της 25ης Σεπτεμβρίου 1905 για τη μεταγραφή των εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων, όλες οι δικαιοπραξίες μεταξύ ζώντων, επαχθείς ή χαριστικές, που αφορούν τη μεταβίβαση εμπράγματων δικαιωμάτων επί ακινήτων, πέραν των προνομίων και των υποθηκών, μεταγράφονται σε ειδικό μητρώο στο υποθηκοφυλακείο του διοικητικού διαμερίσματος όπου βρίσκονται τα περιουσιακά στοιχεία. Το άρθρο 2 του ίδιου νόμου ορίζει ότι μόνον οι δικαστικές αποφάσεις, τα δημόσια έγγραφα και οι πράξεις διαχείρισης είναι αποδεκτές προς μεταγραφή.
9.1 Είναι ο διορισμός διαχειριστή κληρονομίας υποχρεωτικός ή καθίσταται υποχρεωτικός μετά από αίτηση; Εάν είναι υποχρεωτικός ή καθίσταται υποχρεωτικός μετά από αίτηση, ποιες είναι οι απαιτούμενες ενέργειες;
Σύμφωνα με το κληρονομικό δίκαιο του Λουξεμβούργου τρεις είναι οι περιπτώσεις που αφορούν τη διαχείριση κληρονομιάς:
1) Η διαχείριση σχολάζουσας κληρονομιάς
Στο πλαίσιο σχολάζουσας κληρονομιάς, το αρμόδιο πρωτοδικείο διορίζει διαχειριστή κατόπιν αιτήματος των ενδιαφερομένων προσώπων ή της εισαγγελικής αρχής και του αναθέτει τη διαχείριση της κληρονομιάς.
2) Πράξεις διαχείρισης σε περίπτωση αποδοχής κληρονομιάς με το ευεργέτημα της απογραφής
Σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση ο κληρονόμος είναι υπεύθυνος για τη διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων της κληρονομιάς. Πρέπει να λογοδοτεί για τη διαχείρισή τους στους πιστωτές και τους κληροδόχους.
Αναπόσπαστο μέρος αυτής της διαχείρισης αποτελεί, μεταξύ άλλων, σύμφωνα με τη νομολογία του Λουξεμβούργου, η υποχρέωση είσπραξης των οφειλών της κληρονομιάς.
Κατ’ εξαίρεση, τα δικαστήρια μπορούν να αναθέσουν αυτή τη διαχείριση σε τρίτο. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν οι κληρονόμοι που έχουν κάνει χρήση του ευεργετήματος της απογραφής, λόγω αδράνειας, κακοδιαχείρισης ή ανεπάρκειάς τους, θέτουν σε κίνδυνο το συμφέρον των δανειστών της εν λόγω κληρονομιάς και ενδέχεται να τους προκαλέσουν ζημιά (νομολογία Λουξεμβούργου).
3) Πράξεις διαχείρισης σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου κληρονομιάς
Σε περίπτωση εξ αδιαιρέτου κληρονομιάς, ο πρόεδρος του αρμόδιου πρωτοδικείου μπορεί να διορίσει έναν εξ αδιαιρέτου κληρονόμο ως διαχειριστή.
9.2 Ποιος έχει το δικαίωμα να αναλάβει την εκτέλεση της διάταξης τελευταίας βουλήσεως του θανόντος και/ή να διαχειριστεί την περιουσία;
Ο διαθέτης είναι ελεύθερος να ορίζει οποιοδήποτε πρόσωπο ή πρόσωπα για την εκτέλεση της διαθήκης του, πλην ανηλίκων.
Όσον αφορά τον ρόλο του διαχειριστή κληρονομιάς, βλ. ανωτέρω.
9.3 Ποιες εξουσίες έχει ο διαχειριστής;
Βλ. ανωτέρω.
10 Ποια είναι τα τυπικά έγγραφα που εκδίδονται βάσει του εθνικού δικαίου στη διάρκεια ή στο τέλος της διαδικασίας κληρονομικής διαδοχής, για να αποδειχθεί η ιδιότητα και τα δικαιώματα των δικαιούχων; Έχουν τα εν λόγω έγγραφα ειδική αποδεικτική ισχύ;
Επισυνάπτεται πράξη με την οποία βεβαιώνεται πασίδηλο γεγονός (acte de notoriété), η οποία καταρτίζεται από συμβολαιογράφο και έχει αυξημένη αποδεικτική ισχύ.
Αυτή η ιστοσελίδα είναι μέρος του ιστότοπου Η Ευρώπη σου.
Θα μας βοηθούσαν πολύ τα σχόλιά σας σχετικά με τη χρησιμότητα των παρεχόμενων πληροφοριών.