1 Εναντίον ποιων μπορούν να κινηθούν διαδικασίες αφερεγγυότητας;
Στην Πολωνία, οι διαδικασίες αφερεγγυότητας κατά την έννοια του άρθρου 1 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) 2015/848 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας (αναδιατύπωση) διέπονται από δύο νόμους:
- τον νόμο της 28ης Φεβρουαρίου 2003 — πτωχευτικός νόμος (Prawo upadłościowe), [Επίσημη Εφημερίδα (Dziennik Ustaw) 2016, αριθ. 1520, όπως τροποποιήθηκε]·
- τον νόμο της 15ης Μαΐου 2015 — νόμος για την αφερεγγυότητα (Επίσημη Εφημερίδα 2022, σημείο 2309, όπως τροποποιήθηκε).
Οι διατάξεις του πτωχευτικού νόμου διέπουν τη διαδικασία της εκκαθάρισης στο πλαίσιο της αφερεγγυότητας, δηλαδή την «πτώχευση» (upadłość). Ο νόμος για την αφερεγγυότητα διέπει τις διαδικασίες αφερεγγυότητας που κινούνται σε περίπτωση κινδύνου αφερεγγυότητας, δηλαδή τη «διαδικασία επικύρωσης πτωχευτικού συμβιβασμού» (postępowanie o zatwierdzenie układu, άρθρα 210-226h), την «ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού» (przyspieszone postępowanie układowe, άρθρα 227-264), τη «διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού» (postępowanie układowe, άρθρα 265-282) και τη «διαδικασία εξυγίανσης» (postępowanie sanacyjne, άρθρα 283-323).
Σκοπός της πτωχευτικής διαδικασίας (postępowanie upadłościowe) είναι η ικανοποίηση των απαιτήσεων των πιστωτών στον μέγιστο δυνατό βαθμό, και εάν είναι εύλογα εφικτό, η διάσωση της επιχείρησης του οφειλέτη. Η πτωχευτική διαδικασία κινείται μόνο κατόπιν αίτησης και απαρτίζεται από δύο στάδια, τη διαδικασία για την κήρυξη της πτώχευσης και τη διαδικασία μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Η διαδικασία επικύρωσης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό με τη συγκέντρωση από τον ίδιο των ψήφων των πιστωτών, χωρίς τη συμμετοχή του δικαστηρίου. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.
H ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.
Η διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού παρέχει τη δυνατότητα στον οφειλέτη να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων. Η εν λόγω διαδικασία μπορεί να διεξαχθεί εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.
Η διαδικασία εξυγίανσης παρέχει στον οφειλέτη τη δυνατότητα να λάβει μέτρα εξυγίανσης (που αποσκοπούν στην αναδιοργάνωση της επιχείρησης του οφειλέτη) και να συνάψει πτωχευτικό συμβιβασμό μετά τη σύνταξη και επικύρωση πίνακα απαιτήσεων. Τα μέτρα εξυγίανσης περιλαμβάνουν νομικά και πρακτικά μέτρα, που αποσκοπούν στη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης του οφειλέτη και στην αποκατάσταση της ικανότητάς του να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του, ενώ ταυτόχρονα του παρέχουν προστασία έναντι της αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί να κινηθεί κατά εμπόρων. Σύμφωνα με το άρθρο 43 παράγραφος 1 του πολωνικού αστικού κώδικα, έμποροι είναι φυσικά πρόσωπα, νομικά πρόσωπα ή οργανωτικές μονάδες χωρίς νομική προσωπικότητα και με εκ του νόμου δικαιοπρακτική ικανότητα, τα οποία διεξάγουν επιχειρηματικές ή επαγγελματικές δραστηριότητες για ίδιο λογαριασμό.
Αίτηση πτώχευσης μπορεί να καταθέσει ο οφειλέτης και οποιοσδήποτε προσωπικός δανειστής του.
Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί κατά:
- εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά μετοχές, οι οποίες δεν διεξάγουν επιχειρηματικές δραστηριότητες·
- ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρείες που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή·
- εταίρων επαγγελματικών προσωπικών εταιρειών.
Η πτωχευτική διαδικασία μπορεί επίσης να κινηθεί κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν εμπορικές δραστηριότητες (άρθρο 491 παράγραφος 1 εδάφιο 1 επ. του πτωχευτικού νόμου). Η εν λόγω διαδικασία διεξάγεται αποκλειστικά με αίτηση του οφειλέτη, εκτός εάν ο οφειλέτης είναι πρώην έμπορος, οπότε την αίτηση πτώχευσης μπορεί επίσης να καταθέσει ένας πιστωτής έως και ένα έτος μετά τη διαγραφή του εμπόρου από το οικείο μητρώο.
Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να στραφούν κατά:
- εμπόρων με την έννοια του άρθρου 43 παράγραφος 1 του αστικού κώδικα·
- εταιρειών περιορισμένης ευθύνης και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης κατά μετοχές, οι οποίες δεν διεξάγουν επιχειρηματικές δραστηριότητες·
- ομόρρυθμων εταίρων σε εμπορικές προσωπικές εταιρείες που ευθύνονται απεριόριστα με το σύνολο των περιουσιακών τους στοιχείων, για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εταιρική τους συμμετοχή·
- εταίρων επαγγελματικών προσωπικών εταιρειών.
Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας στο πλαίσιο του νόμου για την αφερεγγυότητα δεν στρέφονται κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα. Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας διεξάγονται μόνο με αίτηση του οφειλέτη, εκτός από τη διαδικασία εξυγίανσης, που μπορεί επίσης να κινηθεί με αίτηση πιστωτή, εάν ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος.
Ο πτωχευτικός νόμος προβλέπει την κίνηση ειδικής μορφής διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά φυσικών προσώπων που δεν ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, δηλαδή τη διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού στις συνελεύσεις των πιστωτών από φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα [άρθρο 491 παράγραφος 25 — άρθρο 491 παράγραφος 38 του πτωχευτικού νόμου]. Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, ο οφειλέτης που είναι φυσικό πρόσωπο που δεν ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα και έχει καταστεί αφερέγγυος μπορεί να ζητήσει από το πτωχευτικό δικαστήριο να κινήσει διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού σε συνέλευση των πιστωτών. Ο οφειλέτης που έχει υποβάλει αίτηση πτώχευσης μπορεί να παραπεμφθεί από το δικαστήριο σε διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού σε συνέλευση των πιστωτών, εκτός εάν στην αίτηση πτώχευσης ο οφειλέτης έχει αρνηθεί να συμμετάσχει σε διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού σε συνέλευση των πιστωτών. Το δικαστήριο δέχεται την αίτηση του οφειλέτη για την έναρξη διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού σε συνέλευση των πιστωτών ή μπορεί να παραπέμψει τον οφειλέτη στη διαδικασία αυτήν όταν η ικανότητα βιοπορισμού και η επαγγελματική κατάσταση του οφειλέτη δείχνουν ότι ο οφειλέτης είναι σε θέση να καλύψει το κόστος της διαδικασίας για τη σύναψη πτωχευτικού συμβιβασμού και ότι είναι δυνατή η σύναψη και η εκτέλεση συμβιβασμού με τους πιστωτές.
2 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την έναρξη διαδικασιών αφερεγγυότητας;
Η πτωχευτική διαδικασία κινείται σε βάρος οφειλέτη που έχει καταστεί αφερέγγυος (άρθρο 10 του πτωχευτικού νόμου).
Ο οφειλέτης είναι αφερέγγυος εάν δεν είναι πλέον σε θέση να εκπληρώσει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές υποχρεώσεις του. Ο οφειλέτης θεωρείται ότι έχει απολέσει την ικανότητα εκπλήρωσης των χρηματικών του υποχρεώσεων εάν η καθυστέρηση εκπλήρωσης υπερβαίνει τους τρεις μήνες. Ο οφειλέτης που είναι νομικό πρόσωπο ή οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα αλλά με δικαιοπρακτική ικανότητα σύμφωνα με χωριστό νόμο είναι επίσης αφερέγγυος όταν οι οικονομικές του υποχρεώσεις υπερβαίνουν την αξία των περιουσιακών του στοιχείων και η εν λόγω κατάσταση εξακολουθεί να υφίσταται για διάστημα μεγαλύτερο των 24 μηνών. Το δικαστήριο μπορεί να απορρίψει μια αίτηση πτώχευσης εάν δεν υφίσταται βραχυπρόθεσμος κίνδυνος ότι ο οφειλέτης δεν θα είναι σε θέση να εκπληρώσει τις οικονομικές του υποχρεώσεις όταν αυτές καταστούν απαιτητές.
Οι διαδικασίες αφερεγγυότητας μπορούν να στραφούν κατά αφερέγγυου οφειλέτη ή οφειλέτη σε κίνδυνο αφερεγγυότητας. Ως αφερέγγυος οφειλέτης νοείται ο οφειλέτης που είναι αφερέγγυος κατά τα άρθρα 10 και 11 του πτωχευτικού νόμου. Ως οφειλέτης σε κίνδυνο αφερεγγυότητας νοείται ο οφειλέτης του οποίου η οικονομική κατάσταση υπαγορεύει ότι βραχυπρόθεσμα μπορεί να καταστεί αφερέγγυος.
Το δικαστήριο δεν κηρύσσει την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας αν θα ήταν επιζήμιες για τους πιστωτές.
Επιπλέον, ο νόμος περί αφερεγγυότητας ορίζει συγκεκριμένες προϋποθέσεις για την έναρξη κάθε είδους διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Η διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού και η ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού μπορούν να διεξαχθούν εάν οι αμφισβητούμενες απαιτήσεις που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί πτωχευτικού συμβιβασμού δεν υπερβαίνουν το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί πτωχευτικού συμβιβασμού.
Το δικαστήριο δεν κηρύσσει την έναρξη της διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού της διαδικασίας εξυγίανσης εάν δεν υπάρχουν εκ πρώτης όψεως αποδεικτικά στοιχεία ότι ο οφειλέτης θα είναι ανά πάσα στιγμή σε θέση να καλύπτει τα έξοδα της διαδικασίας και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν μετά την έναρξή της.
3 Ποια περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην πτωχευτική περιουσία; Πώς αντιμετωπίζονται τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από τον οφειλέτη ή που περιέρχονται σε αυτόν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
Στην πτωχευτική διαδικασία, ως πτωχευτική περιουσία νοούνται τα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντα κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, καθώς και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 62 του πτωχευτικού νόμου). Οι εξαιρέσεις στον εν λόγω κανόνα προσδιορίζονται στα άρθρα 63-67a του πτωχευτικού νόμου.
Η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει περιουσιακά στοιχεία που εξαιρούνται από την εκτέλεση σύμφωνα με τον κώδικα πολιτικής δικονομίας της 17ης Νοεμβρίου 1964 (Επίσημη Εφημερίδα 2023, στοιχείο 1550), την αμοιβή του πτωχεύσαντα για εργασία κατά το μέρος που δεν υπόκειται σε κατάσχεση, τα ποσά που αποκτώνται από την εκτέλεση ενεχύρου ή υποθήκης εάν ο πτωχεύσας ενήργησε ως διαχειριστής ενεχύρου ή υποθήκης, κατά το μέρος που ανήκουν σε άλλους πιστωτές σύμφωνα με τη συμφωνία διαχείρισης, καθώς και μετρητά που τηρούνται σε δεσμευμένο λογαριασμό νομιμοποιούμενου φορέα κατά την έννοια του άρθρου 119zg παράγραφος 2 του νόμου για τον φορολογικό κώδικα (Ordynacja podatkowa) της 29ης Αυγούστου 1997 (Επίσημη Εφημερίδα 2021, σημείο 1540). Όταν ένα φυσικό πρόσωπο χωρίς εξαρτώμενα πρόσωπα κηρύσσεται σε πτώχευση, η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει επίσης μέρος του εισοδήματος του πτωχεύσαντα το οποίο —συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων που εξαιρούνται από την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με την παράγραφο 1— αντιστοιχεί στο 150 % του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 εδάφιο 1 του νόμου για την κοινωνική πρόνοια (Ustawa o Pomocy Społecznej) της 12ης Μαρτίου 2004 (Επίσημη Εφημερίδα 2021, σημεία 2268 και 2270 και Επίσημη Εφημερίδα 2022, σημεία 1, 66 και 1079). Σε περίπτωση κήρυξης σε πτώχευση φυσικού προσώπου με εξαρτώμενα πρόσωπα, η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει επίσης ποσοστό του εισοδήματος του πτωχεύσαντα το οποίο —συμπεριλαμβανομένου του εισοδήματος που εξαιρείται από την πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με την παράγραφο 2— αντιστοιχεί στο γινόμενο του αριθμού των προσώπων που εξαρτώνται από τον πτωχεύσαντα μαζί με τον πτωχεύσαντα επί 150 % του ποσού που ορίζεται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 εδάφιο 2 του νόμου για την κοινωνική πρόνοια της 12ης Μαρτίου 2004.
Κατόπιν αίτησης του πτωχεύσαντα ή του συνδίκου, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να καθορίσει διαφορετικά το ποσοστό του εισοδήματος του πτωχεύσαντα που δεν περιλαμβάνεται στην πτωχευτική περιουσία σύμφωνα με τις παραγράφους 1α ή 1β, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές ανάγκες του πτωχεύσαντα και των εξαρτώμενων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων της κατάστασης υγείας, των στεγαστικών αναγκών και του τρόπου κάλυψής τους.
Περαιτέρω, με απόφαση της συνέλευσης των πιστωτών μπορεί να εξαιρεθούν και άλλα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντα από την πτωχευτική περιουσία.
Η πτωχευτική περιουσία δεν περιλαμβάνει επίσης τα περιουσιακά στοιχεία που προορίζονται για τη συνδρομή των εργαζόμενων του πτωχεύσαντα και των οικογενειών τους, τα οποία τηρούνται ως μετρητά στον λογαριασμό ενός εταιρικού ταμείου κοινωνικών παροχών, το οποίο έχει συσταθεί σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα εταιρικά ταμεία κοινωνικών παροχών, από κοινού με τα χρηματικά ποσά που θα καταβληθούν στον εν λόγω λογαριασμό μετά την κήρυξη της πτώχευσης, περιλαμβανομένης της αποπληρωμής των στεγαστικών δανείων, της πληρωμής των δεδουλευμένων τραπεζικών τόκων ως προς το ποσό που τηρείται στο εν λόγω ταμείο και των ποσών που εισπράχθηκαν από τα πρόσωπα που επωφελήθηκαν από τις κοινωνικές υπηρεσίες και παροχές οι οποίες χρηματοδοτούνται από το εν λόγω ταμείο και οργανώθηκαν από τον πτωχεύσαντα.
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας η πτωχευτική περιουσία περιλαμβάνει τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη λειτουργία της επιχείρησης και τα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη (άρθρα 240, 273 και 294 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
4 Ποιες εξουσίες έχουν ο οφειλέτης και ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας, αντίστοιχα;
Στην πτωχευτική διαδικασία (διαδικασία που αποσκοπεί στην εκκαθάριση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη) ο οφειλέτης στερείται το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων. Η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων (της πτωχευτικής περιουσίας) ανατίθεται στον σύνδικο (syndyk). Ο σύνδικος επιφορτίζεται επίσης με τις λοιπές αρμοδιότητες που αφορούν τη λειτουργία της επιχείρησης του οφειλέτη —διαχείριση του χώρου εργασίας, εκπλήρωση των υποχρεώσεων χρηματοοικονομικής αναφοράς κ.λπ.
Ως συμμετέχων σε πτωχευτική διαδικασία, ο πτωχεύσας οφειλέτης δικαιούται τα ένδικα μέσα που ορίζονται στον πτωχευτικό νόμο σε σχέση με ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας από το δικαστήριο και τον εισηγητή δικαστή, και δικαιούται να υποβάλει παρατηρήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σύμφωνα με τον πτωχευτικό νόμο.
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι εξουσίες του οφειλέτη και του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ποικίλλουν ανάλογα με το είδος της διαδικασίας.
Στη διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί κάθε είδους πράξεις, εκτός από αυτές που πρέπει να διενεργηθούν στο διάστημα από την ημέρα έκδοσης της απόφασης περί επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού έως την ημέρα που η εν λόγω απόφαση καθίσταται αμετάκλητη. Κατά το εν λόγω διάστημα, ισχύουν οι κανόνες της ταχείας διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού, δηλαδή ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί τις συνήθεις πράξεις διαχείρισης. Για έκτακτες πράξεις διαχείρισης απαιτείται η συναίνεση του επόπτη του πτωχευτικού συμβιβασμού.
Στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού ο οφειλέτης μπορεί να διενεργεί τις συνήθεις πράξεις διαχείρισης, ωστόσο για τις πράξεις που δεν συνιστούν συνήθη διαχείριση απαιτείται η συναίνεση του δικαστικά διορισμένου επόπτη, εκτός αν απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.
Στη διαδικασία εξυγίανσης, ο οφειλέτης στερείται το δικαίωμα διαχείρισης και οι πράξεις διαχείρισης διενεργούνται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, εκτός αν απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.
Εάν για την αποτελεσματική διεξαγωγή της διαδικασίας εξυγίανσης απαιτείται η προσωπική συμμετοχή του οφειλέτη ή των εκπροσώπων του, και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ορθή διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον οφειλέτη να διαχειρίζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησής του στον βαθμό που δεν υπερβαίνει τη συνήθη διαχείριση.
5 Κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να προταθεί συμψηφισμός;
Στην πτωχευτική διαδικασία, οι απαιτήσεις του πτωχεύσαντα μπορούν να συμψηφιστούν έναντι των απαιτήσεων του πιστωτή, εάν οι εκατέρωθεν απαιτήσεις υπήρχαν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, ακόμα κι αν κάποια από αυτές δεν είχε καταστεί ακόμη απαιτητή (άρθρο 93 του πτωχευτικού νόμου).
Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος εάν ο πιστωτής του πτωχεύσαντα απέκτησε την απαίτηση με εκχώρηση ή παραχώρηση μετά την κήρυξη της πτώχευσης ή μέσα στους 12 μήνες πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, γνωρίζοντας ότι υπήρχαν οι δικαιολογητικοί λόγοι της κήρυξης της πτώχευσης, εκτός αν η απόκτηση της απαίτησης συνδεόταν με την αποπληρωμή οφειλής για την οποία ευθυνόταν ο αποκτών (ανεξαρτήτως εάν επρόκειτο για προσωπική ευθύνη ή ευθύνη που εξασφαλιζόταν με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο). (άρθρο 94 του πτωχευτικού νόμου)
Ο συμψηφισμός είναι απαράδεκτος εάν ο πιστωτής κατέστη οφειλέτης του πτωχεύσαντα μετά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης (άρθρο 95 του πτωχευτικού νόμου).
Ο πιστωτής που επιθυμεί να κάνει χρήση του δικαιώματος συμψηφισμού υποβάλλει σχετική δήλωση το αργότερο κατά την ημέρα αναγγελίας της απαίτησης (άρθρο 96 του πτωχευτικού νόμου).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι γενικοί κανόνες που διέπουν τον συμψηφισμό των απαιτήσεων υπόκεινται στους παρακάτω περιορισμούς:
- ο πιστωτής πρέπει να έχει καταστεί οφειλέτης του οφειλέτη μετά την ημέρα έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας·
- μετά την έναρξη των διαδικασιών αφερεγγυότητας του οφειλέτη, ο οφειλέτης του οφειλέτη κατά του οποίου στρέφονται οι διαδικασίες πρέπει να έχει καταστεί δανειστής με κτήση, εκχώρηση ή παραχώρηση απαίτησης που προϋπήρχε της ημέρας έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Οι αμοιβαίες απαιτήσεις μπορούν να συμψηφιστούν εάν η απαίτηση είχε προκύψει από την αποπληρωμή οφειλής για την οποία ευθυνόταν ο αποκτών (με προσωπική ευθύνη ή ευθύνη που εξασφαλιζόταν με συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο) και ο αποκτών κατέστη υπεύθυνος για την οφειλή πριν από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης για την έναρξη της ταχείας διαδικασίας πτωχευτικού συμβιβασμού.
Ο πιστωτής που επιθυμεί να επωφεληθεί συμψηφισμού στη διαδικασία αφερεγγυότητας υποβάλλει σχετική δήλωση στον οφειλέτη ή στον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας εάν ο οφειλέτης έχει στερηθεί το δικαίωμα διαχείρισης, το αργότερο 30 ημέρες μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, ή εάν οι λόγοι του συμψηφισμού προέκυψαν μεταγενέστερα, το αργότερο 30 ημέρες αφότου ανέκυψαν οι λόγοι του συμψηφισμού. Μια τέτοια δήλωση είναι επίσης έγκυρη αν υποβλήθηκε στον δικαστικά διορισμένο επόπτη (άρθρα 53, 273 και 297 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
6 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των υφισταμένων συμβάσεων στις οποίες ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος;
Ειδικές διατάξεις για τις έννομες συνέπειες της κήρυξης της πτώχευσης περιλαμβάνονται στα άρθρα 83-118 του πτωχευτικού νόμου ως προς τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντος, στα άρθρα 119-123 ως προς κληρονομιαία περιουσία που περιήλθε στον πτωχεύσαντα και στα άρθρα 124-126 ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των συζύγων.
Τα άρθρα 81-82 του πτωχευτικού νόμου απαγορεύουν τη σύσταση ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία.
Οι διατάξεις σύμβασης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ο πτωχεύσας είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της πτωχευτικής διαδικασίας. Η σύμβαση με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα περιουσιακού στοιχείου, απαίτηση ή άλλο δικαίωμα και η οποία έχει συναφθεί για την εξασφάλιση μιας απαίτησης είναι έγκυρη ως προς την πτωχευτική περιουσία αν είχε συναφθεί εγγράφως σε βεβαία ημερομηνία, εκτός αν πρόκειται για σύμβαση σύστασης χρηματοοικονομικής ασφάλειας (άρθρο 84 του πτωχευτικού νόμου).
Τα άρθρα 85 και 85a ορίζουν διεξοδικούς κανόνες για τις συμβάσεις-πλαίσιο που αφορούν χρηματοπιστωτικές συναλλαγές επί συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με συμβάσεις επαναγοράς.
Οι μη ληξιπρόθεσμες οικονομικές υποχρεώσεις του πτωχεύσαντα καθίστανται απαιτητές κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης οι μη χρηματικές υποχρεώσεις καθίστανται χρηματικές, πληρωτέες κατά την εν λόγω ημέρα, ακόμα κι αν η προθεσμία παροχής δεν έχει ακόμη παρέλθει (άρθρο 91 του πτωχευτικού νόμου).
Απαίτηση που απορρέει από σύμβαση, η οποία συνήφθη με την αποδοχή της προσφοράς του πτωχεύσαντος, μπορεί να προβληθεί από τον πιστωτή στην πτωχευτική διαδικασία μόνον εάν η δήλωση αποδοχής της προσφοράς είχε υποβληθεί στον πτωχεύσαντα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης.
Εάν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης δεν έχουν εκτελεστεί πλήρως ή εν μέρει οι υποχρεώσεις που απορρέουν από αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί, με τη συναίνεση του εισηγητή δικαστή (sędzia komisarz), να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του πτωχεύσαντα και να ζητήσει από τον αντισυμβαλλόμενο την αντιπαροχή ή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, με ισχύ από την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Εάν κατά την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης, ο πτωχεύσας ήταν συμβαλλόμενος σε άλλη μη αμφοτεροβαρή σύμβαση, ο σύνδικος μπορεί να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Μετά από αίτημα του αντισυμβαλλόμενου, που υποβάλλεται σε βεβαία ημερομηνία, ο σύνδικος δηλώνει μέσα σε τρεις μήνες αν θα υπαναχωρήσει από τη σύμβαση ή θα ζητήσει την εκτέλεσή της. Η μη υποβολή της εν λόγω δήλωσης από τον σύνδικο μέσα στο εν λόγω χρονικό διάστημα θεωρείται ότι συνιστά υπαναχώρηση από τη σύμβαση.
Ο αντισυμβαλλόμενος που καλείται να εκτελέσει νωρίτερα την υποχρέωσή του, μπορεί να αναστείλει την εν λόγω εκτέλεση έως την εκτέλεση ή αμοιβαία εξασφάλιση της αντιπαροχής. Ο αντισυμβαλλόμενος δεν έχει το εν λόγω δικαίωμα αν κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι υφίσταντο λόγοι για την κήρυξη πτώχευσης (άρθρο 98 του πτωχευτικού νόμου).
Εάν ο σύνδικος υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος δεν δικαιούται την απόδοση της παροχής του, ακόμα και αν αυτή έχει περιληφθεί στην πτωχευτική περιουσία. Στην πτωχευτική διαδικασία ο διάδικος μπορεί να ζητήσει αποζημίωση για την παροχή του και τη ζημία που υπέστη από την αναγγελία των εν λόγω απαιτήσεων ενώπιον του συνδίκου μέσω του συστήματος ΤΠΕ που στηρίζει τη δικαστική διαδικασία (άρθρο 99 του πτωχευτικού νόμου).
Ο πωλητής μπορεί να ζητήσει την απόδοση ενός κινητού –περιλαμβανομένων των κινητών αξιών– που απέστειλε στον πτωχεύσαντα χωρίς να λάβει το αντίτιμο, εάν το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο δεν αποκτήθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης από τον πτωχεύσαντα ή από το πρόσωπο που εξουσιοδότησε για να διαθέσει το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο. Επιπλέον ο παραλήπτης που απέστειλε το περιουσιακό στοιχείο στον πτωχεύσαντα δικαιούται την απόδοσή του. Ο πωλητής ή ο παραλήπτης στον οποίο αποδόθηκε το περιουσιακό στοιχείο καταβάλλει τα έξοδα που προέκυψαν ή θα προκύψουν και τις προκαταβολές. Ωστόσο, ο σύνδικος μπορεί να διατηρήσει το περιουσιακό στοιχείο εάν καταβάλει ή εξασφαλίσει το τίμημα και τα έξοδα που πρέπει να καταβάλει ο πτωχεύσας. Ο σύνδικος δικαιούται να πράξει το παραπάνω σε διάστημα ενός μήνα από το αίτημα απόδοσης (άρθρο 100 του πτωχευτικού νόμου).
Οι συμφωνίες παραγγελίας ή αποστολής που σύναψε ο πτωχεύσας με την ιδιότητά του ως παραγγελιοδότη ή αποστολέα, καθώς και οι συμφωνίες διαχείρισης κινητών αξιών που σύναψε ο πτωχεύσας λύονται με την κήρυξη της πτώχευσης. Οι απαιτήσεις που απορρέουν από τη ζημία που προκλήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούν να προβληθούν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας.
Την ημέρα κατά την οποία κηρύσσεται η πτώχευση, είναι δυνατόν να υπάρξει υπαναχώρηση, χωρίς αποζημίωση, από τις συμβάσεις προμήθειας ή αποστολής που έχουν συναφθεί από τον πτωχεύσαντα και στις οποίες ο πτωχεύσας ήταν ο παραγγελιοδότης ή ο αποστολέας (άρθρο 102 του πτωχευτικού νόμου).
Οι συμβάσεις αντιπροσωπείας λύονται την ημέρα που κηρύσσει πτώχευση οποιοσδήποτε από τους συμβαλλόμενους. Εάν πτωχεύσει ο παραγγελιοδότης, ο αντιπρόσωπος μπορεί να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη λύση της σύμβασης στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 103 του πτωχευτικού νόμου).
Εάν ο δανειστής ή ο δανειζόμενος κηρύξει πτώχευση, η συμφωνία χρησιδανείου λύεται με καταγγελία οποιουδήποτε συμβαλλόμενου, αν το πράγμα είχε ήδη χρησιδανειστεί. Εάν το πράγμα δεν είχε ακόμη χρησιδανειστεί, η συμφωνία λύεται αυτοδικαίως (άρθρο 104 του πτωχευτικού νόμου).
Εάν ένας συμβαλλόμενος σε δανειακή συμφωνία κηρύξει πτώχευση, η δανειακή συμφωνία λύεται αυτοδικαίως αν δεν είχε ήδη παραδοθεί το δάνειο (άρθρο 105 του πτωχευτικού νόμου).
Η μισθωτική συμφωνία ακινήτου δεσμεύει τα μέρη εάν το αντικείμενο της συμφωνίας είχε διατεθεί στον μισθωτή (άρθρο 107 του πτωχευτικού νόμου). Δυνάμει απόφασης του εισηγητή δικαστή, ο σύνδικος καταγγέλλει τη μισθωτική συμφωνία ακινήτου που είχε συνάψει ο πτωχεύσας με ειδοποίηση προ τριών μηνών, ακόμα κι αν δεν επιτρέπεται στον πτωχεύσαντα να καταγγείλει την εν λόγω συμφωνία. Στην πτωχευτική διαδικασία, ο αντισυμβαλλόμενος της καταγγελθείσας συμφωνίας μπορεί να ζητήσει αποζημίωση λόγω καταγγελίας της μισθωτικής συμφωνίας ακινήτου πριν από τη συμβατική προθεσμία, αναγγέλλοντας τις εν λόγω απαιτήσεις στον σύνδικο μέσω του συστήματος ΤΠΕ που υποστηρίζει τη δικαστική διαδικασία. Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν αναλόγως για τη μίσθωση επιχείρησης ή οργανωμένου τμήματος αυτής (άρθρο 109 του πτωχευτικού νόμου).
Μια πιστωτική συμφωνία λύεται με την κήρυξη της πτώχευσης, εάν ο δανειστής δεν είχε προηγουμένως διαθέσει τα κεφάλαια αυτής στον πτωχεύσαντα. Ο δανειστής μπορεί να ζητήσει αποζημίωση στο πλαίσιο πτωχευτικής διαδικασίας αναγγέλλοντας τις εν λόγω απαιτήσεις στον σύνδικο μέσω του συστήματος ΤΠΕ που υποστηρίζει τη δικαστική διαδικασία (άρθρο 111 του πτωχευτικού νόμου).
Η κήρυξη της πτώχευσης δεν θίγει τις συμφωνίες για τον τραπεζικό λογαριασμό, τον λογαριασμό κινητών αξιών ή τον γενικό λογαριασμό του πτωχεύσαντα (άρθρο 112 του πτωχευτικού νόμου).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, από την ημέρα έναρξης έως την ημέρα περάτωσης ή την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διακοπής της διαδικασίας, ο οφειλέτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας δεν επιτρέπεται να εκτελεί υποχρεώσεις που απορρέουν από απαιτήσεις οι οποίες εκ του νόμου καλύπτονται από πτωχευτικό συμβιβασμό.
Οι συμβατικές διατάξεις που διέπουν την τροποποίηση ή την καταγγελία μιας έννομης σχέσης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος οφειλέτης είναι άκυρες αν κατατεθεί αίτηση έναρξης των διαδικασιών αφερεγγυότητας ή ξεκινήσει η εν λόγω διαδικασία.
Οι διατάξεις μιας σύμβασης της οποίας ο οφειλέτης αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της διαδικασίας αφερεγγυότητας.
Το άρθρο 250 του νόμου για την αφερεγγυότητα παραθέτει διεξοδικούς κανόνες για τις συμβάσεις-πλαίσιο που αφορούν χρηματοπιστωτικές πράξεις επί συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με συμβάσεις επαναγοράς.
Από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας έως την ημέρα περάτωσής της ή την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση διακοπής της διαδικασίας, ο εκμισθωτής δεν επιτρέπεται να καταγγείλει τη μίσθωση για τις εγκαταστάσεις ή το ακίνητο στο οποίο διεξάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του οφειλέτη χωρίς τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών.
Οι προαναφερθέντες κανόνες για τις μισθωτικές συμφωνίες ισχύουν αναλογικά στις πιστωτικές συμφωνίες, ως προς τα κεφάλαια που είχαν διατεθεί στον πιστολήπτη πριν από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας, τη χρηματοδοτική μίσθωση, την ασφάλιση περιουσιακών στοιχείων, τις συμφωνίες για τραπεζικούς λογαριασμούς, τις εγγυητικές συμφωνίες, τις συμφωνίες για τις άδειες που χορηγήθηκαν στον οφειλέτη και τις εγγυήσεις ή τις ενέγγυες πιστώσεις που είχαν εκδοθεί πριν από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας και άλλες συμφωνίες θεμελιώδους σημασίας για τη διαχείριση της επιχείρησης του οφειλέτη (άρθρα 256, 273 και 297 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Επιπλέον, στη διαδικασία εξυγίανσης ο σύνδικος μπορεί να υπαναχωρήσει από μια αμφοτεροβαρή σύμβαση που δεν είχε εκτελεστεί πλήρως ή εν μέρει πριν από την ημέρα έναρξης της διαδικασίας εξυγίανσης, με τη συναίνεση του εισηγητή δικαστή, σε περίπτωση αδιαίρετης αντιπαροχής. Εάν η αντιπαροχή είναι διαιρετή, η εν λόγω διάταξη ισχύει αναλογικά στον βαθμό που η σύμβαση έπρεπε να εκτελεστεί από τον αντισυμβαλλόμενο μετά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης. Εάν ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί να απαιτήσει την απόδοση της παροχής που πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και πριν να λάβει ο αντισυμβαλλόμενος την ειδοποίηση υπαναχώρησης, εάν η εν λόγω παροχή περιλαμβάνεται στα περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, ο αντισυμβαλλόμενος μπορεί μόνο να ζητήσει αποζημίωση για την παροχή και τις ζημίες που υπέστη. Οι εν λόγω απαιτήσεις δεν υπόκεινται σε πτωχευτικό συμβιβασμό (άρθρο 298 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
7 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των ατομικών διώξεων εκ μέρους πιστωτών (εκτός εάν υφίσταται εκκρεμοδικία);
Το δικαστήριο μπορεί, με αίτηση του οφειλέτη, του προσωρινού επόπτη ή του πιστωτή που κατέθεσε την αίτηση πτώχευσης, να αναστείλει την αναγκαστική εκτέλεση και να άρει την κατάσχεση του τραπεζικού λογαριασμού, εάν αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη των στόχων της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 39 του πτωχευτικού νόμου).
Η πτωχευτική διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, που κινήθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, αναστέλλεται αυτοδικαίως από την ημέρα κήρυξης της πτώχευσης. Η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια, όταν η απόφαση κήρυξης της πτώχευσης καταστεί αμετάκλητη (άρθρο 146 του πτωχευτικού νόμου).
Μετά την κήρυξη της πτώχευσης, οι δικαστικές διαδικασίες, οι διοικητικές διαδικασίες ή οι δικαστικές διοικητικές διαδικασίες ως προς την πτωχευτική περιουσία μπορούν να κινηθούν και να διεξαχθούν μόνο από τον σύνδικο ή κατά του συνδίκου (άρθρο 144 του πτωχευτικού νόμου).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης για την εξασφάλιση μιας απαίτησης που υπόκειται εκ του νόμου σε πτωχευτικό συμβιβασμό και είχε ξεκινήσει πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας αναστέλλεται αυτοδικαίως από την ημέρα έναρξης αυτής της διαδικασίας (άρθρο 259, άρθρο 278 του νόμου για την αφερεγγυότητα). Στη διαδικασία εξυγίανσης αναστέλλονται όλες οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που στρέφονται κατά των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη τα οποία περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία (άρθρο 312 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Κατά την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού, περατώνονται αυτοδικαίως οι διαδικασίες έκδοσης ασφαλιστικών μέτρων και αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη για την ικανοποίηση των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στον πτωχευτικό συμβιβασμό. Οι διαδικασίες των ασφαλιστικών μέτρων και της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη που κινήθηκαν για την ικανοποίηση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται σε συμβιβασμό και έχουν ανασταλεί, μπορούν να επαναληφθούν με αίτηση του πιστωτή (άρθρο 170 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Η έναρξη της διαδικασίας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, της διαδικασίας ταχείας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού ή της διαδικασίας εξυγίανσης δεν παρεμποδίζει τον οφειλέτη από την κίνηση δικαστικών, διοικητικών και δικαστικών διοικητικών διαδικασιών ή διαδικασιών ενώπιον διαιτητικών δικαστηρίων με αντικείμενο την επικύρωση απαιτήσεων που πρέπει να περιληφθούν στον πίνακα απαιτήσεων (άρθρα 257, 276 και 310 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
8 Ποια αποτελέσματα έχουν οι διαδικασίες αφερεγγυότητας επί των εκκρεμών κατά τον χρόνο της έναρξης της διαδικασίας αφερεγγυότητας δικών;
Μετά την κήρυξη της πτώχευσης το δικαστήριο αναστέλλει αυτεπαγγέλτως τις διαδικασίες αν αφορούν την πτωχευτική περιουσία, δηλαδή τις διαδικασίες των οποίων η έκβαση μπορεί να θίξει την πτωχευτική περιουσία (που αφορούν πράγμα που ανήκει στην πτωχευτική περιουσία) και έχει κηρυχθεί η πτώχευση, και εάν είχε διοριστεί αναγκαστικός διαχειριστής στη διαδικασία κήρυξης της πτώχευσης [άρθρο 174 παράγραφος 1 εδάφιο 4 και 5 του κώδικα πολιτικής δικονομίας (kodeks postępowania cywilnego)]. Το δικαστήριο καλεί τον σύνδικο ή τον αναγκαστικό διαχειριστή να μετάσχουν στις διαδικασίες (άρθρο 174 παράγραφος 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας). Εάν ο πτωχεύσας (οφειλέτης) είναι ο αιτών, το δικαστήριο επαναλαμβάνει αυτεπαγγέλτως τις διαδικασίες που είχαν ανασταλεί, αμέσως μετά τον διορισμό του συνδίκου (αναγκαστικού διαχειριστή) (άρθρο 180 παράγραφος 1 εδάφιο 5 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Μπορεί να κινηθούν διαδικασίες κατά του συνδίκου μόνο αν στην πτωχευτική διαδικασία μια απαίτηση δεν περιλήφθηκε στον πίνακα των απαιτήσεων, αφού εξαντληθούν οι δυνατότητες που παρέχει ο Κώδικας (άρθρο 145 του πτωχευτικού νόμου).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας οι δικαστικές διαδικασίες που βρίσκονται σε εξέλιξη (εκκρεμείς κατά τον χρόνο έναρξης της διαδικασίας) αναστέλλονται αν αφορούν την πτωχευτική περιουσία και έχει διοριστεί διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ή προσωρινός σύνδικος στη διαδικασία για την έναρξη της εξυγίανσης και αν αφορούν περιουσιακά στοιχεία που είναι εξασφαλισμένα με εμπράγματη ασφάλεια (άρθρο 174 παράγραφοι 1, 4 και 5 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Το δικαστήριο καλεί τον προσωρινό διαχειριστή ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας να μετάσχει στη διαδικασία (άρθρο 174 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Η αποδοχή μιας απαίτησης, η παραίτηση από απαίτηση, ο πτωχευτικός συμβιβασμός ή η αποδοχή συναφών πραγματικών περιστατικών από τον οφειλέτη στις εν λόγω περιπτώσεις, χωρίς τη συναίνεση του δικαστικά διορισμένου επόπτη, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα (άρθρο 258 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
9 Ποια είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της συμμετοχής των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας;
Η συμμετοχή των πιστωτών στην πτωχευτική διαδικασία διέπεται από τα άρθρα 189-213 του πτωχευτικού νόμου. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις έχουν γίνει δεκτές δικαιούνται να λάβουν μέρος και να ψηφίσουν στη συνέλευση των πιστωτών.
Ο εισηγητής δικαστής συγκροτεί την επιτροπή των πιστωτών αυτεπαγγέλτως, εφόσον κριθεί αναγκαίο, ή κατόπιν αιτήματος, και διορίζει και παύει τα μέλη της επιτροπής. Η επιτροπή επικουρεί τον σύνδικο, παρακολουθεί τις ενέργειές του, εξετάζει την κατάσταση των κεφαλαίων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, παρέχει άδεια διενέργειας των πράξεων που μπορούν να διενεργηθούν μόνο με την άδεια της επιτροπής των πιστωτών και γνωμοδοτεί για άλλα ζητήματα έπειτα από αίτημα του εισηγητή δικαστή ή του συνδίκου. Η επιτροπή των πιστωτών μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον πτωχεύσαντα ή τον σύνδικο και να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα που αφορούν την πτώχευση, στο μέτρο που δεν παραβιάζεται το απόρρητο της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
Οι παρακάτω πράξεις του συνδίκου είναι έγκυρες μόνον μετά από άδεια της επιτροπής των πιστωτών:
- η συνέχιση της διοίκησης της επιχείρησης από τον σύνδικο, εάν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης·
- η παραίτηση από την πώληση της επιχείρησης ως συνόλου·
- η απευθείας πώληση των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία·
- η σύναψη δανείων ή πιστώσεων και η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα·
- η έγκριση, η παραίτηση από τη σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού αναφορικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις και η εισαγωγή μιας διαιτητικής δίκης ως προς ορισμένη διαφορά.
Οι περιπτώσεις κατά τις οποίες μία από τις παραπάνω πράξεις πρέπει να διενεργηθεί αμέσως και αφορά απαίτηση κάτω των 10 000 PLN συνιστούν εξαίρεση και μπορούν να διενεργηθούν από τον σύνδικο, τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας χωρίς την άδεια της επιτροπής.
Επιπλέον, δεν απαιτείται η άδεια της επιτροπής των πιστωτών για την πώληση κινητών περιουσιακών στοιχείων, αν η εκτιμώμενη αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN, και για την πώληση απαιτήσεων και λοιπών δικαιωμάτων, εάν η ονομαστική αξία του συνόλου των απαιτήσεων και των άλλων δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN.
Στην πτωχευτική διαδικασία ο πιστωτής μπορεί να υποβάλει πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού.
Οι πιστωτές μπορεί επίσης να προσβάλουν την απόφαση του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή που αφορά την έγκριση των λογιστικών εκθέσεων του συνδίκου, τις αποφάσεις που αφορούν τον πίνακα απαιτήσεων, και σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις άλλων πιστωτών, το σχέδιο διανομής, την αμοιβή του συνδίκου και την απόφαση διακοπής ή περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας.
Η συμμετοχή των πιστωτών στη διαδικασία αφερεγγυότητας διέπεται από τα άρθρα 104-139 του νόμου για την αφερεγγυότητα. Οι πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις περιλήφθηκαν στον επικυρωμένο πίνακα απαιτήσεων καθώς και οι πιστωτές που παρίστανται στη συνέλευση των πιστωτών και υποβάλλουν στον εισηγητή δικαστή έναν εκτελεστό τίτλο που βεβαιώνει την απαίτησή τους, δικαιούνται να συμμετάσχουν και να ψηφίσουν στη συνέλευση των πιστωτών.
Στη συνέλευση των πιστωτών μπορεί να συναφθεί πτωχευτικός συμβιβασμός εάν συμμετέχει τουλάχιστον το ένα πέμπτο των πιστωτών με δικαίωμα ψήφου επί του συμβιβασμού.
Ο εισηγητής δικαστής συστήνει την επιτροπή των πιστωτών και διορίζει και ανακαλεί τα μέλη της αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτηση. Η επιτροπή των πιστωτών επικουρεί τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, παρακολουθεί τις πράξεις του, εξετάζει την κατάσταση των κεφαλαίων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, παρέχει άδεια για τις πράξεις που μπορούν να διενεργηθούν μόνο με την άδεια της επιτροπής των πιστωτών και γνωμοδοτεί για άλλα ζητήματα κατόπιν αιτήματος του εισηγητή δικαστή, του δικαστικά διορισμένου επόπτη, του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή του οφειλέτη. Η συνέλευση των πιστωτών και τα μέλη της επιτροπής μπορεί να υποβάλουν στον εισηγητή δικαστή τα σχόλιά τους για τις ενέργειες του οφειλέτη, του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Η επιτροπή μπορεί να ζητά διευκρινίσεις από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και να εξετάζει τα βιβλία και τα έγγραφα του οφειλέτη, σε περίπτωση που δεν παραβιάζεται το επαγγελματικό απόρρητο. Σε άλλες περιπτώσεις και προς άρση αμφιβολιών, ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει την εμβέλεια του δικαιώματος που έχουν τα μέλη της επιτροπής πιστωτών ως προς την εξέταση των βιβλίων και στοιχείων της επιχείρησης του οφειλέτη.
Οι παρακάτω πράξεις του οφειλέτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας είναι έγκυρες μόνο με την προηγούμενη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών:
- η σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, για την εξασφάλιση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό·
- η μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος για την εξασφάλιση απαίτησης που δεν υπόκειται σε πτωχευτικό συμβιβασμό·
- η σύσταση άλλων βαρών επί των πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας·
- η σύναψη πιστώσεων ή δανείων·
-
η σύναψη συμφωνίας χρηματοδοτικής μίσθωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή οργανωμένου τμήματος αυτής ή άλλης παρόμοιας συμφωνίας.
(Οι παραπάνω πράξεις που εκτελούνται με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών δεν μπορούν να θεωρηθούν άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία).
- η πώληση από τον οφειλέτη ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας άνω των 500 000 PLN.
Οι πιστωτές μπορεί επίσης να προσβάλουν τις αποφάσεις του πτωχευτικού δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή που αφορούν την έγκριση των λογιστικών εκθέσεων του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τις αποφάσεις που αφορούν τον πίνακα απαιτήσεων (στη διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία εξυγίανσης) και τις απαιτήσεις των λοιπών πιστωτών, την αμοιβή του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας και τις αποφάσεις διακοπής ή περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας.
10 Με ποιον τρόπο μπορεί ο διαχειριστής/διαχειρίστρια αφερεγγυότητας να χρησιμοποιήσει ή να διαθέσει περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας;
Στην πτωχευτική διαδικασία, μετά την κήρυξη της πτώχευσης, ο σύνδικος συντάσσει την απογραφή, εκτιμά την πτωχευτική περιουσία και συντάσσει ένα σχέδιο ρευστοποίησής της. Το σχέδιο της ρευστοποίησης προσδιορίζει τον τρόπο που προτείνεται για την πώληση των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, ιδίως της επιχείρησης, τον χρόνο της πώλησης, εκτίμηση των δαπανών και το οικονομικό σκεπτικό για τη συνέχιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας (άρθρο 306 του πτωχευτικού νόμου). Μετά τη σύνταξη της απογραφής και της οικονομικής έκθεσης ή την υποβολή γενικής γραπτής έκθεσης, ο σύνδικος ρευστοποιεί την πτωχευτική περιουσία (άρθρο 308 του πτωχευτικού νόμου).
Μετά τη ρευστοποίηση, ο σύνδικος μπορεί να συνεχίσει να διοικεί την επιχείρηση του πτωχεύσαντα εάν είναι εφικτή η σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές ή εάν είναι εφικτή η πώληση του συνόλου ή οργανωμένων τμημάτων της επιχείρησης (άρθρο 312 του πτωχευτικού νόμου).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, δηλαδή στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης κατά κανόνα συνεχίζει να διαχειρίζεται την επιχείρησή του. Δυνάμει του άρθρου 239 παράγραφος 1 και του άρθρου 295 του νόμου για την αφερεγγυότητα, ο οφειλέτης μπορεί να στερηθεί το δικαίωμα διαχείρισης της επιχείρησης αν:
- ο οφειλέτης, δολίως ή άλλως, παραβιάζει τον νόμο στο πλαίσιο των διαχειριστικών του πράξεων με αποτέλεσμα τη ζημία των πιστωτών ή την πιθανότητα τέτοιας ζημίας στο μέλλον·
- πρόδηλα ο τρόπος διαχείρισης δεν εγγυάται την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού ή έχει διοριστεί διαχειριστής (kurator) του οφειλέτη δυνάμει του άρθρου 68 παράγραφος 1·
- ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις του εισηγητή δικαστή ή του δικαστικά διορισμένου επόπτη, ιδίως αν δεν υποβάλει νόμιμες προτάσεις σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού μέσα στην προθεσμία που έχει ορίσει ο εισηγητής δικαστής.
Στη διαδικασία εξυγίανσης, εάν για την αποτελεσματική διεξαγωγή της απαιτείται η προσωπική συμμετοχή του οφειλέτη ή των εκπροσώπων του, και ταυτόχρονα διασφαλίζεται η ορθή διαχείριση, το δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει στον οφειλέτη να διαχειρίζεται το σύνολο ή μέρος της επιχείρησής του στο πλαίσιο των πράξεων της συνήθους διαχείρισης (άρθρο 288 παράγραφος 3 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Στη διαδικασία επικύρωσης του πτωχευτικού συμβιβασμού ο οφειλέτης διαχειρίζεται την επιχείρησή του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας.
11 Ποιες απαιτήσεις δύνανται να αναγγελθούν κατά της πτωχευτικής περιουσίας του οφειλέτη και με ποιον τρόπο αντιμετωπίζονται οι απαιτήσεις που προκύπτουν μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
Ο προσωπικός οφειλέτης του πτωχεύσαντα που επιθυμεί να συμμετάσχει σε πτωχευτική διαδικασία υποχρεούται να υποβάλει την απαίτησή του στον σύνδικο μέσω του συστήματος ΤΠΕ του Εθνικού Μητρώου Οφειλετών εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην κήρυξη της πτώχευσης, εάν είναι αναγκαία η βεβαίωση της απαίτησης του οφειλέτη. Μια απαίτηση μπορεί επίσης να αναγγελθεί από τον πιστωτή του οποίου η απαίτηση εξασφαλιζόταν με υποθήκη, ενέχυρο, πλασματικό ενέχυρο, φορολογικό ενέχυρο, ναυτική υποθήκη ή άλλη καταχώριση βάρους στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή το νηολόγιο (εάν δεν αναγγελθεί από τον πιστωτή θα περιληφθεί αυτεπαγγέλτως στον πίνακα). Οι απαιτήσεις που απορρέουν από σχέση εργασίας περιλαμβάνονται αυτεπαγγέλτως στον πίνακα (άρθρο 236 παράγραφοι 1 και 2 και άρθρο 237 του πτωχευτικού νόμου).
Τα έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας καλύπτονται πρώτα, πριν από τις υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας που προκύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης, χωρίς να καταρτιστεί σχέδιο διανομής.
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας ο πίνακας των απαιτήσεων καλύπτει τις προσωπικές απαιτήσεις κατά του οφειλέτη που προέκυψαν πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας (άρθρο 76 του νόμου για την αφερεγγυότητα). Ο πίνακας των απαιτήσεων περιλαμβάνει χωριστά τις απαιτήσεις που υπόκεινται αυτοδικαίως σε πτωχευτικό συμβιβασμό και τις απαιτήσεις που υπόκεινται σε πτωχευτικό συμβιβασμό με τη συναίνεση του πιστωτή (άρθρο 86 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας δεν αναγγέλλονται απαιτήσεις. Ο πίνακας των απαιτήσεων συντάσσεται από τον επόπτη ή τον διαχειριστή των διαδικασιών αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, τα λοιπά του έγγραφα, τις καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο και σε άλλα μητρώα.
Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεσμεύει τους πιστωτές των οποίων οι απαιτήσεις υπόκεινται στον συμβιβασμό, δυνάμει του νόμου, ακόμη κι αν δεν έχουν περιληφθεί στον πίνακα των απαιτήσεων. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν δεσμεύει τους πιστωτές που δεν είχε γνωστοποιήσει ο οφειλέτης και οι οποίοι δεν συμμετείχαν στη διαδικασία (άρθρο 166 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν μπορεί να καλύπτει απαιτήσεις διατροφής, παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας εργασίας, αναπηρίας ή θανάτου και τις ετήσιες προσόδους που χορηγούνται σε αντάλλαγμα των δικαιωμάτων που απονέμονται με σύμβαση ετησίων προσόδων· απαιτήσεις μεταβίβασης κυριότητας και παύσης της παραβίασης δικαιωμάτων· απαιτήσεις για τις οποίες ευθύνεται ο οφειλέτης σε σχέση με την απόκτηση κληρονομιάς μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, μετά τη συμπερίληψη της κληρονομιάς στον πτωχευτικό συμβιβασμό ή στην πτωχευτική περιουσία. Ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν περιλαμβάνει επίσης απαιτήσεις που απορρέουν από σχέση εργασίας και απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με περιουσιακό στοιχείο του οφειλέτη με τη μορφή υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου, φορολογικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης, κατά το μέρος του οποίου η αξία καλύπτεται από την εμπράγματη ασφάλεια, εκτός αν ο πιστωτής συναινεί στην περίληψή τους στον πτωχευτικό συμβιβασμό (άρθρο 151 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
12 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την εξέλεγξη και την τελική επαλήθευση των απαιτήσεων;
Οι κανόνες που διέπουν την αναγγελία, την επαλήθευση και την αποδοχή των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία ορίζονται στα άρθρα 239a-266 του πτωχευτικού νόμου.
Στην πτωχευτική διαδικασία, την ευθύνη για την αναγγελία των απαιτήσεων έχουν οι πιστωτές. Η προθεσμία για την υποβολή απαίτησης είναι 30 ημέρες από την ημερομηνία δημοσίευσης της κήρυξης πτώχευσης στο σύστημα ΤΠΕ του Εθνικού Κέντρου Οφειλετών.
Οι απαιτήσεις που απορρέουν από συμβάσεις εργασίας δεν χρειάζεται να αναγγελθούν. Οι εν λόγω απαιτήσεις περιλαμβάνονται αυτοδικαίως στον πίνακα απαιτήσεων (άρθρο 237 του πτωχευτικού νόμου).
Ο πιστωτής υποβάλλει την απαίτησή του μέσω του εντύπου που διατίθεται στο σύστημα ΤΠΕ του Εθνικού Μητρώου Οφειλετών. Η αναγγελία θα πρέπει να περιλαμβάνει το όνομα, το επώνυμο ή την καταχωρισμένη επωνυμία του πιστωτή, τον αριθμό PESEL (προσωπική ταυτοποίηση) ή τον αριθμό KRS (εθνικό δικαστικό μητρώο) του πιστωτή ή, ελλείψει αυτού, στοιχεία που καθιστούν δυνατή τη σαφή ταυτοποίηση του πιστωτή, της εταιρείας στο όνομα της οποίας ενεργεί ο πιστωτής που είναι επιχειρηματίας, του τόπου κατοικίας ή της έδρας του πιστωτή, της διεύθυνσής ή του NIP (ΑΦΜ) του, εάν υπάρχει, περιγραφή της απαίτησης μαζί με τα παρεπόμενα οφειλόμενα ποσά και την αξία της μη χρηματικής απαίτησης, αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της απαίτησης (αρκεί η επίκληση της αποδοχής της απαίτησης στον κατάλογο απαιτήσεων που καταρτίζεται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας), την κατηγορία στην οποία μπορεί να συμπεριληφθεί, τις εγγυήσεις που συνδέονται με αυτήν, τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού του πιστωτή εάν ο πιστωτής διαθέτει τραπεζικό λογαριασμό και την κατάσταση της υπόθεσης εάν η απαίτηση εξετάζεται σε δικαστική διαδικασία, διοικητική διαδικασία, διοικητική δικαστική διαδικασία ή διαιτητική διαδικασία. Εάν ο πτωχεύσας δεν είναι προσωπικός οφειλέτης σε σχέση με την απαίτηση που αναγγέλθηκε, πρέπει να αναφερθεί το αντικείμενο της εγγύησης που θα χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση της απαίτησης.
Ο σύνδικος επαληθεύει αν οι αναγγελθείσες απαιτήσεις πιστοποιούνται από τα λογιστικά βιβλία ή άλλα έγγραφα του πτωχεύσαντα ή από καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή άλλα μητρώα και καλεί τον πτωχεύσαντα να δηλώσει μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία αν κάνει δεκτή την απαίτηση. Εάν η απαίτηση που αναγγέλθηκε δεν πιστοποιηθεί από τα λογιστικά βιβλία ή άλλα έγγραφα του πτωχεύσαντα ή από καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο ή άλλα μητρώα, ο σύνδικος καλεί τον πιστωτή να υποβάλει, μέσα σε μία εβδομάδα, τα έγγραφα που αναφέρονται στην αναγγελία της απαίτησης με ποινή απόρριψης της απαίτησης. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί ούτε να παραταθεί ούτε να τεθεί εκ νέου. Ωστόσο, ο σύνδικος μπορεί να λάβει υπόψη έγγραφα που υποβλήθηκαν μετά την εν λόγω προθεσμία, εκτός εάν αυτό έχει ως αποτέλεσμα την καθυστερημένη υποβολή του πίνακα στον εισηγητή δικαστή.
Μέσα σε δυο εβδομάδες από την ανακοίνωση της επισύναψης του πίνακα απαιτήσεων στον φάκελο της διαδικασίας, ο πιστωτής μπορεί να ασκήσει ένσταση ενώπιον του εισηγητή δικαστή. Επίσης, ο πτωχεύσας μπορεί να προβάλει ένσταση εάν το προσχέδιο του πίνακα απαιτήσεων δεν συνάδει με τα αιτήματα ή τις δηλώσεις του. Εάν ο πτωχεύσας δεν είχε υποβάλει δηλώσεις παρότι κλήθηκε να το πράξει, μπορεί να προβάλει ένταση μόνο αν αποδείξει ότι δεν υπέβαλε τις δηλώσεις για λόγους εκτός της σφαίρας ελέγχου του.
Ο εισηγητής δικαστής τροποποιεί τον πίνακα απαιτήσεων αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση επί της ένστασης —και αν ασκηθεί προσφυγή κατ’ αυτής, αφού καταστεί αμετάκλητη η δικαστική απόφαση— και επικυρώνει τον πίνακα απαιτήσεων. Εάν δεν ασκηθεί ένσταση, ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα απαιτήσεων μετά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων. Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να τροποποιήσει αυτεπαγγέλτως τον πίνακα απαιτήσεων. Εάν διαπιστωθεί ότι μια απαίτηση που δεν υφίστατο ή υφίστατο εν μέρει περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων ή ότι οι απαιτήσεις που έπρεπε να περιληφθούν αυτεπαγγέλτως δεν περιλήφθηκαν στον πίνακα, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να τροποποιήσει τον πίνακα.
Εάν μια απαίτηση έχει αναγγελθεί μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας για την αναγγελία απαιτήσεων ή αν έχει γνωστοποιηθεί απαίτηση που δεν απαιτείται να αναγγελθεί μετά την εν λόγω προθεσμία, η απαίτηση αυτή περιλαμβάνεται στο συμπλήρωμα του πίνακα απαιτήσεων. Ο πίνακας απαιτήσεων διορθώνεται σύμφωνα με αμετάκλητες αποφάσεις. Εάν το ποσό μιας απαίτησης μεταβληθεί μετά τη σύνταξη του πίνακα απαιτήσεων, η εν λόγω μεταβολή λαμβάνεται υπόψη κατά τη σύνταξη του σχεδίου διανομής ή την ψηφοφορία στη συνέλευση των πιστωτών.
Μετά την περάτωση ή τη διακοπή της πτωχευτικής διαδικασίας, απόσπασμα του πίνακα απαιτήσεων που επικυρώθηκε από τον εισηγητή δικαστή, στο οποίο αναγράφεται η απαίτηση και το ποσό που έλαβε ο πιστωτής για την ικανοποίησή της, αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά του πτωχεύσαντα. Ο πτωχεύσας μπορεί να ζητήσει να κηρυχθεί ανύπαρκτη ή μικρότερου ποσού μια απαίτηση που έχει περιληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων, εάν δεν έχει κάνει δεκτή την απαίτηση που αναγγέλθηκε κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας και δεν έχει εκδοθεί ακόμη σχετική αμετάκλητη απόφαση. Μόλις κηρυχθεί εκτελεστό το απόσπασμα του πίνακα, ο πτωχεύσας μπορεί να προβάλει την ένσταση ότι η απαίτηση που περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων είναι ανύπαρκτη ή μικρότερου ποσού, ασκώντας αγωγή για την κήρυξη ανίσχυρου του εκτελεστού τίτλου.
Ο καθορισμός του πίνακα απαιτήσεων στις διαδικασίες αφερεγγυότητας διέπεται από τα άρθρα 84-102 του νόμου για την αφερεγγυότητα.
Ο πίνακας των απαιτήσεων συντάσσεται από τον επόπτη ή τον διαχειριστή των διαδικασιών αφερεγγυότητας, σύμφωνα με τα λογιστικά στοιχεία του οφειλέτη, τα λοιπά του έγγραφα, τις καταχωρίσεις στο κτηματολόγιο και το υποθηκοφυλακείο και σε άλλα μητρώα. Στη διαδικασία εξυγίανσης που κινείται με απλουστευμένη αίτηση, ο πίνακας απαιτήσεων συντάσσεται, στο μέτρο του δυνατού, σύμφωνα με τον πίνακα απαιτήσεων που συντάχθηκε κατά την προηγούμενη διαδικασία αφερεγγυότητας. Εάν μια πρόταση σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού διαχωρίζει τους πιστωτές σε ομάδες, ο πίνακας απαιτήσεων συντάσσεται με συνυπολογισμό της προτεινόμενης κατανομής.
Ο πίνακας των απαιτήσεων περιλαμβάνει ξεχωριστά τις απαιτήσεις που υπόκεινται αυτεπάγγελτα σε πτωχευτικό συμβιβασμό και τις απαιτήσεις που υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό με τη συναίνεση του πιστωτή.
Στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση κατά της περίληψης της απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων. Η εν λόγω απαίτηση θεωρείται αμφισβητούμενη απαίτηση. Σ’ αυτή την περίπτωση, ο εισηγητής δικαστής τροποποιεί ανάλογα τον πίνακα των απαιτήσεων και τον πίνακα των αμφισβητούμενων απαιτήσεων.
Στη διαδικασία πτωχευτικού συμβιβασμού και στη διαδικασία εξυγίανσης, μέσα σε δύο εβδομάδες από την ανακοίνωση της ημερομηνίας υποβολής του πίνακα των απαιτήσεων και των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, οι συμμετέχοντες στη διαδικασία μπορεί να προβάλουν ένσταση ενώπιον του εισηγητή δικαστή ως προς την περίληψη της απαίτησης στον πίνακα των απαιτήσεων. Ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει ένσταση εάν ο πίνακας απαιτήσεων δεν συνάδει με τη δήλωσή του περί αποδοχής ή απόρριψης μιας απαίτησης. Εάν ο οφειλέτης δεν υπέβαλε δήλωση μπορεί να προβάλει ένσταση μόνο εάν αποδείξει ότι δεν υπέβαλε δήλωση για λόγους που βρίσκονται εκτός της σφαίρας ελέγχου του. Μέσα στην ίδια προθεσμία, ο οφειλέτης ή ο πιστωτής που δεν περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων μπορεί να προβάλει ένσταση για την παράλειψή του από τον πίνακα.
Ένσταση που προβλήθηκε εκπρόθεσμα, που είναι απαράδεκτη για άλλους λόγους ή που έχει ελλείψεις που δεν αποκαταστάθηκαν από τον ενιστάμενο ή ως προς την οποία δεν καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος μέσα στην καθορισμένη προθεσμία απορρίπτεται από τον εισηγητή δικαστή.
Ο εισηγητής δικαστής δεν λαμβάνει υπόψη τις δηλώσεις και τα αποδεικτικά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στην ένσταση, εκτός αν ο ενιστάμενος αποδείξει εκ πρώτης όψεως ότι δεν τα συμπεριέλαβε στην ένσταση για λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του ή ότι η καθυστερημένη υποβολή δηλώσεων και αποδείξεων δεν θα καθυστερήσει την εξέταση της υπόθεσης.
Τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούν την ένσταση μπορεί να αποδειχθούν μόνον με έγγραφα ή πραγματογνωμοσύνη. Εάν η απαίτηση επικυρωθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, η ένσταση κατά της ένταξης της απαίτησης στον πίνακα απαιτήσεων μπορεί να βασιστεί αποκλειστικά σε γεγονότα που συνέβησαν μετά το πέρας της ακρόασης της υπόθεσης κατά την οποία εκδόθηκε απόφαση.
Η ένσταση εξετάζεται σε συνεδρίαση κεκλεισμένων των θυρών μέσα σε δύο μήνες από την υποβολή της, από τον εισηγητή δικαστή, τον αναπληρωτή του ή διορισμένο δικαστή. Εάν ο δικαστής που εκδικάζει την ένσταση αποφασίσει ότι απαιτείται η διεξαγωγή διαδικασίας στο ακροατήριο, ενημερώνει τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, τον οφειλέτη, τον ενιστάμενο πιστωτή και τον πιστωτή του οποίου η απαίτηση προσβλήθηκε. Η τυχόν μη εμφάνιση τους, ακόμη και δικαιολογημένη, δεν εμποδίζει την έκδοση απόφασης. Ο εισηγητής δικαστής, ο αναπληρωτής του ή ο διορισμένος δικαστής μπορεί να αρνηθεί τη διεξαγωγή αποδείξεων με πραγματογνωμοσύνη, εάν ο πραγματογνώμονας έχει ήδη γνωμοδοτήσει σε άλλη διαδικασία ενώπιον διαιτητικού ή άλλου δικαστηρίου ή διοικητικού οργάνου. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα έγγραφα που περιέχουν τη γνώμη του πραγματογνώμονα συνιστούν απόδειξη.
Κατά απόφασης που έχει εκδοθεί επί ένστασης έφεση μπορεί να ασκηθεί από τον οφειλέτη, τον δικαστικά διορισμένο επόπτη ή τους διαχειριστές της διαδικασίας αφερεγγυότητας και τους πιστωτές.
Ο πίνακας των απαιτήσεων τροποποιείται στο μέτρο που ορίζει η απόφαση, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που κάνει δεκτή την ένσταση. Στην ταχεία διαδικασία σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού, ο πίνακας των απαιτήσεων επικυρώνεται από τον εισηγητή δικαστή στη συνέλευση των πιστωτών.
Στη διαδικασία του πτωχευτικού συμβιβασμού και της εξυγίανσης, ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα των απαιτήσεων κατά την παρέλευση της προθεσμίας υποβολής ενστάσεων και, εάν έχει υποβληθεί ένσταση, αφού καταστεί αμετάκλητη η απόφαση που εκδόθηκε επί της ένστασης.
Ο εισηγητής δικαστής επικυρώνει τον πίνακα απαιτήσεων που δεν έχουν προσβληθεί με ένσταση αλλά εκκρεμεί η λήψη οριστικής απόφασης επ’ αυτών, εάν το προσβαλλόμενο ποσό δεν υπερβαίνει το 15 % του συνόλου των απαιτήσεων που παρέχουν στους πιστωτές δικαίωμα ψήφου επί πτωχευτικού συμβιβασμού. Η διαδικασία που διεξάγεται για τις εν λόγω ενστάσεις διακόπτεται από το δικαστήριο ή τον εισηγητή δικαστή εάν δεν είχε εκδοθεί οριστική απόφαση κατ’ αυτών κατά τον χρόνο ψηφοφορίας επί του πτωχευτικού συμβιβασμού.
Εάν διαπιστωθεί ότι στον πίνακα απαιτήσεων έχει περιληφθεί μια ανύπαρκτη απαίτηση εν όλω ή εν μέρει ή μια απαίτηση που αναλογεί σε άλλο πρόσωπο από τον κατονομαζόμενο πιστωτή στον πίνακα, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διαγράψει αυτεπαγγέλτως την απαίτηση από τον πίνακα. Η απόφαση διαγραφής της απαίτησης από τον πίνακα επιδίδεται στον ενδιαφερόμενο πιστωτή, τον οφειλέτη, τον επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Οι παραπάνω δεν μπορούν να προσφύγουν κατά της απόφασης.
Εάν, μετά την υποβολή του πίνακα απαιτήσεων, γνωστοποιηθεί απαίτηση που δεν είχε περιληφθεί στον πίνακα, ο επόπτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας συντάσσει συμπληρωματικό πίνακα απαιτήσεων.
Μετά την αμετάκλητη απόρριψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού ή την αμετάκλητη διακοπή των διαδικασιών αφερεγγυότητας, εκδίδεται απόσπασμα του επικυρωμένου πίνακα απαιτήσεων (που αναγράφει το όνομα του πιστωτή και την απαίτησή του), το οποίο αποτελεί εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη.
Μετά την αμετάκλητη επικύρωση ενός πτωχευτικού συμβιβασμού, εκδίδεται απόσπασμα από τον επικυρωμένο κατάλογο απαιτήσεων μαζί με απόσπασμα από την οριστική απόφαση που επικυρώνει τον πτωχευτικό συμβιβασμό, που αποτελούν εκτελεστό τίτλο κατά του οφειλέτη και του προσώπου που παρείχε την εμπράγματη ασφάλεια για την εξασφάλιση της υλοποίησης του πτωχευτικού συμβιβασμού, εάν είχε υποβληθεί στο δικαστήριο δηλωτικό έγγραφο της εμπράγματης ασφάλειας, και κατά του προσώπου που όφειλε να προβεί σε πρόσθετη πληρωμή, εάν ο πτωχευτικός συμβιβασμός προβλέπει πρόσθετες πληρωμές μεταξύ των πιστωτών.
Ο οφειλέτης μπορεί να ζητήσει μια απαίτηση που έχει συμπεριληφθεί στον πίνακα απαιτήσεων να κηρυχθεί ανύπαρκτη ή υφιστάμενη σε μικρότερο ποσό, εάν ο οφειλέτης είχε προβάλει ένσταση στη διαδικασία αφερεγγυότητας και το δικαστήριο δεν έχει αποφανθεί οριστικά επί της απαίτησης.
Αφού κηρυχθεί εκτελεστό το απόσπασμα του πίνακα, ο οφειλέτης μπορεί να προβάλει την ένσταση ότι η απαίτηση που περιλήφθηκε στον πίνακα απαιτήσεων δεν υφίσταται ή υφίσταται σε μικρότερο ποσό, ασκώντας αγωγή για την κήρυξη ανίσχυρου του εκτελεστού τίτλου.
13 Ποιοι είναι οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος της ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων; Με ποιον τρόπο κατατάσσονται οι απαιτήσεις και τα δικαιώματα των πιστωτών;
Στην πτωχευτική διαδικασία, οι κανόνες που διέπουν τη διανομή του προϊόντος ορίζονται στα άρθρα 335-351 του πτωχευτικού νόμου.
Τα έξοδα της διαδικασίας έχουν προτεραιότητα, ακολουθούμενα από άλλες υποχρεώσεις της πτωχευτικής περιουσίας (εάν επαρκούν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας), καθώς τα σχετικά ποσά προστίθενται στην πτωχευτική περιουσία.
Οι απαιτήσεις διατροφής που ανακύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης ικανοποιούνται από τον σύνδικο μόλις καταστούν απαιτητές, μέχρι να συνταχθεί το σχέδιο τελικής διανομής, πάντοτε όμως και για κάθε δικαιούχο σε ποσό που δεν υπερβαίνει τον κατώτατο μισθό. Το εναπομένον ποσό των εν λόγω απαιτήσεων δεν ικανοποιείται από την πτωχευτική περιουσία.
Οι απαιτήσεις που πρέπει να εξοφληθούν από την πτωχευτική περιουσία (μετά την πλήρη εξόφληση των εξόδων της διαδικασίας, των υποχρεώσεων της πτωχευτικής περιουσίας και των απαιτήσεων διατροφής) εμπίπτουν στις παρακάτω κατηγορίες:
στην πρώτη κατηγορία — απαιτήσεις που απορρέουν από σύμβαση εργασίας για το διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, με εξαίρεση τις απαιτήσεις που αφορούν την αμοιβή των εκπροσώπων του πτωχεύσαντα ή προσώπου που διενεργεί πράξεις οι οποίες αφορούν τη διαχείριση ή την εποπτεία της επιχείρησης του πτωχεύσαντα, απαιτήσεις γεωργών από συμβάσεις προμήθειας των αγροτικών τους προϊόντων, απαιτήσεις διατροφής και παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας προς εργασία, αναπηρίας ή θανάτου και ετήσιες πρόσοδοι σε αντάλλαγμα δικαιωμάτων που απονέμονται με μια συμφωνία ετήσιας προσόδου για τα τρία έτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, απαιτήσεις που αφορούν εισφορές κοινωνικής ασφάλισης κατά την έννοια του νόμου για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της 13ης Οκτωβρίου 1998 (Επίσημη Εφημερίδα 2022, στοιχεία 1009, 1079 και 1115) και απαιτήσεις που προέκυψαν κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας και αποδίδονται στις πράξεις του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή απαιτήσεις που αποδίδονται σε πράξεις του οφειλέτη, οι οποίες είχαν διενεργηθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας και δεν απαιτούσαν τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών ή τη συναίνεση του δικαστικά διορισμένου επόπτη ή διενεργήθηκαν με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών ή του δικαστικά διορισμένου επόπτη σε περίπτωση που η πτώχευση κηρύχθηκε κατόπιν απλουστευμένης αίτησης πτώχευσης, καθώς και απαιτήσεις που αφορούν πιστώσεις, δάνεια, ομόλογα, εγγυήσεις ή ενέγγυες πιστώσεις ή άλλα χρηματοδοτικά μέσα που προβλέπονται στον πτωχευτικό συμβιβασμό ο οποίος επικυρώθηκε κατά τη διαδικασία αφερεγγυότητας και χορηγήθηκαν για την υλοποίηση του εν λόγω πτωχευτικού συμβιβασμού, σε περίπτωση που η πτώχευση κηρύχθηκε κατόπιν αίτησης που κατατέθηκε μέσα σε τρεις μήνες το αργότερο από την οριστική ακύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού·
στη δεύτερη κατηγορία — λοιπές απαιτήσεις, εάν δεν ικανοποιήθηκαν σε άλλες κατηγορίες, και ιδίως από φόρους και κρατικές εισφορές, καθώς και άλλες απαιτήσεις από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης·
στην τρίτη κατηγορία — τόκοι επί των απαιτήσεων των παραπάνω κατηγοριών, με τη σειρά καταβολής του κεφαλαίου των απαιτήσεων, καθώς και τα δικαστικά και διοικητικά πρόστιμα και οι απαιτήσεις από δωρεές και κληροδοσίες·
στην τέταρτη κατηγορία — απαιτήσεις εταίρων ή μετόχων από δάνειο ή άλλη δικαιοπραξία με παρόμοιες έννομες συνέπειες, και ιδίως από την προμήθεια αγαθών επί προθεσμία στον πτωχεύσαντα που ήταν κεφαλαιουχική εταιρεία, κατά τα πέντε έτη πριν από την κήρυξη της πτώχευσης, έντοκα.
Εάν το διανεμητέο ποσό δεν επαρκεί για την κάλυψη όλων των απαιτήσεων, οι απαιτήσεις της επόμενης κατηγορίας ικανοποιούνται μόνον μετά την πλήρη ικανοποίηση των απαιτήσεων της προηγούμενης κατηγορίας και εάν το διανεμητέο ποσό δεν επαρκεί για την ικανοποίηση όλων των απαιτήσεων μιας συγκεκριμένης κατηγορίας, οι εν λόγω απαιτήσεις πληρούνται αναλογικά με το ποσό της καθεμίας.
Οι απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη, ενέχυρο, πλασματικό ενέχυρο, φορολογικό ενέχυρο και ναυτική υποθήκη, καθώς και τα δικαιώματα που αποσβένονται σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και τις έννομες συνέπειες της γνωστοποίησης προσωπικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων επί ακινήτων, της επικαρπίας αορίστου χρόνου, το δικαίωμα κυριότητας του μέλους ενός συνεταιρισμού επί εγκαταστάσεων ή επί ενός ποντοπόρου πλοίου που έχει καταχωριστεί στο νηολόγιο, ικανοποιούνται από το προϊόν της ρευστοποίησης του βεβαρημένου πράγματος μείον τα έξοδα της εν λόγω ρευστοποίησης και τα λοιπά έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας, σε ποσό που δεν υπερβαίνει το ένα δέκατο του ποσού που αποκτήθηκε από τη ρευστοποίηση· το αφαιρούμενο ποσό των εξόδων της πτωχευτικής διαδικασίας δεν μπορεί να είναι υψηλότερο από το μέρος που αντιστοιχεί στην αναλογία της αξίας του βεβαρημένου πράγματος προς την αξία της συνολικής πτωχευτικής περιουσίας. Οι παραπάνω απαιτήσεις και τα παραπάνω δικαιώματα ικανοποιούνται με τη σειρά προτεραιότητάς τους. Εάν το προϊόν της ρευστοποίησης του βεβαρημένου πράγματος χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση τόσο των απαιτήσεων που εξασφαλίζονται με υποθήκη και των δικαιωμάτων που αποσβένονται όσο και των προσωπικών δικαιωμάτων και απαιτήσεων, η προτεραιότητα εξαρτάται από τον χρόνο κατά τον οποίο άρχισε να παράγει έννομα αποτελέσματα η εγγραφή μιας υποθήκης, ενός δικαιώματος ή μιας απαίτησης στο υποθηκοφυλακείο.
Οι εγγυημένες απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με εμπράγματη ασφάλεια σύμφωνα με χωριστές διατάξεις ικανοποιούνται στο ίδιο μέτρο με τις παραπάνω απαιτήσεις. Το ποσό που αναλογεί στον πιστωτή υπολογίζεται πρώτα ως προς το κεφάλαιο της απαίτησης, έπειτα ως προς τον τόκο και τις λοιπές εγγυημένες απαιτήσεις, ενώ τα έξοδα της διαδικασίας καλύπτονται στο τέλος.
Εάν το ακίνητο, το δικαίωμα επικαρπίας αορίστου χρόνου, το δικαίωμα κυριότητας του μέλους ενός συνεταιρισμού επί εγκαταστάσεων ή επί ενός ποντοπόρου πλοίου που έχει καταχωριστεί στο νηολόγιο πωληθεί πριν από την ικανοποίηση των απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη ή ναυτική υποθήκη και άλλα δικαιώματα, περιλαμβανομένων των προσωπικών δικαιωμάτων και των απαιτήσεων που βαρύνουν το πωληθέν πράγμα και αποσβέστηκαν λόγω της πώλησης, ικανοποιούνται οι απαιτήσεις διατροφής, καθώς και οι παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας προς εργασία, αναπηρίας ή θανάτου και οι πρόσοδοι που παρέχονται σε αντάλλαγμα δικαιωμάτων που απονέμονται με μια συμφωνία προσόδων για το διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, και η αμοιβή των εργαζόμενων για το έργο που έχουν παράσχει στο ακίνητο, στο πλοίο ή στις εγκαταστάσεις για διάστημα τριών μηνών πριν από την πώληση, μόνο όμως έως τρεις φορές το ποσό του κατώτατου μισθού.
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι απαιτήσεις ικανοποιούνται σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό που έχει επικυρωθεί από το δικαστήριο. Οι κανόνες που διέπουν την ικανοποίηση των απαιτήσεων ορίζονται στα άρθρα 155-163 του νόμου για την αφερεγγυότητα.
Ο πτωχευτικός συμβιβασμός μπορεί να προβλέπει τον διαχωρισμό των πιστωτών σε ομάδες με διαφορετικές κατηγορίες συμφερόντων, και ιδίως σε:
- πιστωτές με απαιτήσεις που απορρέουν από εργασιακή σχέση, οι οποίοι έχουν συμφωνήσει να ικανοποιηθούν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό·
- γεωργοί με απαιτήσεις που αφορούν την προμήθεια γεωργικών προϊόντων παραγωγής τους·
- πιστωτές με απαιτήσεις που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη, ενέχυρο, προσημείωση ενεχύρου, φορολογικό ενέχυρο ή ναυτική υποθήκη επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, καθώς και με μεταβίβαση κυριότητας πράγματος, απαίτησης ή άλλου δικαιώματος στον πιστωτή, και οι οποίοι συμφώνησαν να ικανοποιηθούν από τον εν λόγω πτωχευτικό συμβιβασμό·
- πιστωτές που έχουν την ιδιότητα εταίρου ή μετόχου του οφειλέτη που είναι κεφαλαιουχική εταιρεία, με εταιρικά μερίδια που τους παρέχουν τουλάχιστον ποσοστό 5 % των ψήφων στη συνέλευση των εταίρων ή στη γενική συνέλευση των μετόχων.
Η διαίρεση των πιστωτών σε ομάδες είναι υποχρεωτική εάν η πρόταση πτωχευτικού συμβιβασμού περιλαμβάνει ενέγγυους πιστωτές.
οι όροι αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη είναι ίδιοι για όλους τους πιστωτές και εάν η ψηφοφορία επί του πτωχευτικού συμβιβασμού διεξάγεται κατά ομάδες πιστωτών, τότε είναι οι ίδιοι για τους πιστωτές της ίδιας ομάδας, εκτός αν ένας πιστωτής αποδεχτεί ρητά λιγότερο ευνοϊκούς όρους.
Οι ευνοϊκότεροι όροι αναδιάρθρωσης των υποχρεώσεων του οφειλέτη είναι αποδεκτοί σε περίπτωση που ένας πιστωτής, μετά την έναρξη της διαδικασίας αφερεγγυότητας, χορήγησε ή θα χορηγήσει χρηματοδότηση με τη μορφή πίστωσης, τραπεζικών εγγυήσεων, ενέγγυων πιστώσεων ή με άλλο χρηματοδοτικό μέσο, η οποία είναι αναγκαία για την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού.
Οι όροι αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων από μια σχέση εργασίας δεν μπορεί να είναι τέτοιοι που να στερούν από τους εργαζόμενους τον κατώτατο μισθό τους.
Η αναδιάρθρωση αφορά εξίσου τις οικονομικές και τις μη οικονομικές υποχρεώσεις. Εάν μέσα σε μια εβδομάδα από την παραλαβή της πρόσκλησης στη συνέλευση των πιστωτών, μαζί με αντίγραφο της πρότασης του πτωχευτικού συμβιβασμού, ο πιστωτής προβάλει ένσταση κατά της αναδιάρθρωσης της απαίτησής του ως μη χρηματικής απαίτησης, με σχετική δήλωση στον επόπτη ή τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας ή αν λόγω της φύσης της μη χρηματικής απαίτησης δεν είναι εφικτή η αναδιάρθρωση, η απαίτηση μετατρέπεται σε χρηματική απαίτηση. Η εν λόγω έννομη συνέπεια επέρχεται την ημέρα έναρξης της διαδικασίας.
Οι όροι της αναδιάρθρωσης των απαιτήσεων που είναι εξασφαλισμένες με υποθήκη, ενέχυρο, προσημείωση ενεχύρου, φορολογικό ενέχυρο ή ναυτική υποθήκη επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη, καθώς και με μεταβίβαση κυριότητας πράγματος, απαίτησης ή άλλου δικαιώματος μπορούν να διαφοροποιούνται ανάλογα με την προτεραιότητα των πιστωτών.
14 Ποιες είναι οι προϋποθέσεις και τα αποτελέσματα της περάτωσης της διαδικασίας αφερεγγυότητας (ιδίως διά πτωχευτικού συμβιβασμού);
Η πτωχευτική διαδικασία κηρύσσεται περατωθείσα από το δικαστήριο μετά την υλοποίηση του τελικού σχεδίου διανομής ή αν έχουν ικανοποιηθεί όλοι οι πιστωτές στο πλαίσιο της διαδικασίας.
Την ημέρα που καθίσταται αμετάκλητη η απόφαση περάτωσης της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πτωχεύσας ανακτά το δικαίωμα διαχείρισης και διάθεσης των περιουσιακών του στοιχείων.
Μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας παύει κάθε τυχόν εκκρεμής διαδικασία που είχε κινήσει ο σύνδικος για την κήρυξη της ακυρότητας πράξης που διενήργησε ο πτωχεύσας σε βάρος των πιστωτών και αποσβένονται οι εκατέρωθεν απαιτήσεις για την είσπραξη των εξόδων της διαδικασίας. Στις λοιπές αστικές διαδικασίες, ο πτωχεύσας αντικαθιστά τον σύνδικο.
Μέσα σε τριάντα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης που περατώνει την πτωχευτική διαδικασία, ο πτωχεύσας που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί να υποβάλει αίτηση για τη σύνταξη ενός σχεδίου πληρωμής των πιστωτών και την απόσβεση της εναπομένουσας οφειλής που δεν ικανοποιήθηκε κατά την πτωχευτική διαδικασία. Εντός της ίδιας προθεσμίας, ο πτωχεύσας που είναι φυσικό πρόσωπο μπορεί επίσης να υποβάλει αίτηση για την απαλλαγή από τα χρέη χωρίς να καταρτίσει σχέδιο πληρωμής των πιστωτών, εάν οι προσωπικές συνθήκες του πτωχεύσαντα καθιστούν σαφές ότι δεν είναι μόνιμα σε θέση να πραγματοποιήσει πληρωμές στο πλαίσιο του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών. Εάν η αδυναμία πραγματοποίησης πληρωμών στο πλαίσιο του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών που προκύπτει από την προσωπική κατάσταση του πτωχεύσαντα δεν είναι μόνιμη, το δικαστήριο απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από το χρέος του χωρίς να καταρτίσει σχέδιο πληρωμής των πιστωτών, υπό την προϋπόθεση ότι εντός πέντε ετών από την ημέρα κατά την οποία καθίσταται οριστική η απόφαση για την υπό όρους απαλλαγή από το χρέος του πτωχεύσαντα χωρίς την κατάρτιση σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, ο πτωχεύσας ή οποιοσδήποτε πιστωτής δεν θα υποβάλλει αίτηση για την κατάρτιση σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, με αποτέλεσμα το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση για την υπό όρους απαλλαγή από το χρέος του πτωχεύσαντα χωρίς να καταρτίσει σχέδιο πληρωμής πιστωτή και να καταρτίσει σχέδιο πληρωμής των πιστωτών, αφού καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο πτωχεύσας δεν είναι πλέον σε θέση να προβεί σε εκ νέου καταβολή.
Το ανωτέρω αίτημα απορρίπτεται από το δικαστήριο εάν:
- ο πτωχεύσας προκάλεσε τη δική του αφερεγγυότητα ή εσκεμμένα αύξησε σημαντικά τον βαθμό της, ιδίως με τη σπατάλη των περιουσιακών του στοιχείων και με την εκ προθέσεως μη εκπλήρωση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεών του·
- κατά την περίοδο των δέκα ετών πριν από την υποβολή της αίτησης πτώχευσης, ο πτωχεύσας υποβλήθηκε σε πτωχευτική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας απαλλάχθηκε εν όλω ή εν μέρει από τις υποχρεώσεις του
— εκτός εάν η έγκριση της αίτησης που αναφέρεται στα σημεία 1 ή 1α δικαιολογείται για λόγους δικαιοσύνης ή ανθρωπιστικής ανάγκης.
Στην απόφασή του για την κατάρτιση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, το δικαστήριο καθορίζει αν ο πτωχεύσας προκάλεσε τη δική του αφερεγγυότητα ή εσκεμμένα αύξησε τον βαθμό της με σημαντικό τρόπο εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας και προσδιορίζει σε ποιον βαθμό και σε ποιο χρονικό διάστημα (όχι μεγαλύτερο από 36 μήνες) ο πτωχεύσας οφείλει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που περιλαμβάνονται στον πίνακα απαιτήσεων και δεν εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας σύμφωνα με τα σχέδια διανομής, και ποιο μέρος των υποχρεώσεων του πτωχεύσαντα που προέκυψαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης θα εκπληρωθεί μετά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών. Εάν διαπιστωθεί ότι ο πτωχεύσας προκάλεσε την αφερεγγυότητά του ή αύξησε τον βαθμό της εκ προθέσεως ή λόγω βαριάς αμέλειας, το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών δεν μπορεί να καταρτιστεί για χρονικό διάστημα μικρότερο των 36 μηνών ή μεγαλύτερο των 84 μηνών. Όταν ο πιστωτής έχει εξοφλήσει τουλάχιστον το 70 % των υποχρεώσεών του που περιλαμβάνονται στον πίνακα απαιτήσεων ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των σχεδίων διανομής και του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών δεν μπορεί να καταρτιστεί για περίοδο μεγαλύτερη του ενός έτους. Όταν ο πιστωτής έχει εξοφλήσει τουλάχιστον το 50 % των υποχρεώσεών του που περιλαμβάνονται στον πίνακα απαιτήσεων ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των σχεδίων διανομής και του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών δεν μπορεί να καταρτιστεί για περίοδο μεγαλύτερη των δύο ετών.
Κατά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, δεν μπορεί να κινηθεί αναγκαστική εκτέλεση για τις απαιτήσεις που προϋπήρχαν της κήρυξης της πτώχευσης (εκτός από τις απαιτήσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις του άρθρου 370f παράγραφος 2 και τις απαιτήσεις που δεν γνωστοποίησε ο πτωχεύσας, σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν συμμετείχε στη διαδικασία) ούτε μπορεί ο πτωχεύσας να καταρτίζει δικαιοπραξίες που μπορεί να υπονομεύσουν την ικανότητά του να υλοποιήσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών (σε εξαιρετικές περιπτώσεις το δικαστήριο μπορεί, με αίτηση του πτωχεύσαντα, να συναινέσει ή να εγκρίνει την εν λόγω δικαιοπραξία).
Κάθε έτος, έως το τέλος Απριλίου, ο πτωχεύσας πρέπει να καταθέτει στο δικαστήριο έκθεση επί της υλοποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, στην οποία θα γνωστοποιεί τα έσοδα που προέκυψαν, τα ποσά που αποπληρώθηκαν και τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν σε αξία που υπερβαίνει τη μέση μηνιαία αμοιβή στον συναφή επιχειρηματικό τομέα, με εξαίρεση την πληρωμή μερίσματος επί των κερδών στο τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Το δικαστήριο μπορεί να τροποποιήσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών εάν ο πτωχεύσας δεν είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ορίζονται στο εν λόγω σχέδιο, κατόπιν αίτησής του και μετά την εξέταση των πιστωτών. Μπορεί επίσης να παρατείνει την περίοδο αποπληρωμής οφειλών έως 18 μήνες το αργότερο.
Εάν η οικονομική κατάσταση του πτωχεύσαντα βελτιωθεί ουσιωδώς κατά την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής πιστωτών και η εν λόγω βελτίωση αποδίδεται σε άλλες αιτίες εκτός από την αύξηση στους μισθούς ή τα έσοδα από την εμπορική δραστηριότητα που παρείχε προσωπικά ο πτωχεύσας, ο πιστωτής και ο πτωχεύσας μπορούν να καταθέσουν αίτηση τροποποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών. Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση τροποποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών μετά την εξέταση του πτωχεύσαντα και των πιστωτών που καλύπτονται από το σχέδιο πληρωμής.
Το δικαστήριο, ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση του πιστωτή, ακυρώνει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών εάν ο πτωχεύσας δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο πληρωμής των πιστωτών μετά την εξέταση του πτωχεύσαντα και των πιστωτών που καλύπτονται από το σχέδιο πληρωμών, εκτός αν η μη εκπλήρωση των υποχρεώσεων δεν είναι σημαντική ή η απόσβεση της εναπομένουσας οφειλής του πτωχεύσαντα δικαιολογείται για λόγους δικαιοσύνης ή ανθρωπιστικής ανάγκης. Τα παραπάνω ισχύουν αναλογικά για τον πτωχεύσαντα εάν:
- δεν κατέθεσε εγκαίρως έκθεση για την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών·
- δεν γνωστοποίησε στην έκθεση για την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών τα έσοδα που προέκυψαν ή τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν·
- έχει συνάψει δικαιοπραξία που μπορεί να υπονομεύσει την ικανότητά του να εφαρμόσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών χωρίς τη συναίνεση του δικαστηρίου ή εάν η εν λόγω δικαιοπραξία δεν είχε εγκριθεί από το δικαστήριο·
- απέκρυψε περιουσιακά στοιχεία ή διαπιστώθηκε με αμετάκλητη απόφαση ότι είχε συνάψει δικαιοπραξία επιζήμια για τους πιστωτές.
Εάν ακυρωθεί το σχέδιο πληρωμής, οι υποχρεώσεις του πτωχεύσαντα δεν αποσβένονται.
Το δικαστήριο εκδίδει απόφαση που επικυρώνει την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμών και απαλλάσσει τον πτωχεύσαντα από τις υποχρεώσεις που προέκυψαν πριν από την κήρυξη της πτώχευσης και δεν ικανοποιήθηκαν με την υλοποίηση του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών αφότου ο πτωχεύσας εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο πληρωμής των πιστωτών. Οι απαιτήσεις διατροφής, οι υποχρεώσεις ως προς παροχές που καταβάλλονται ως αποζημίωση για την πρόκληση ασθένειας, ανικανότητας εργασίας, αναπηρίας ή θανάτου, τα καταβλητέα πρόστιμα που επιβάλλονται από το δικαστήριο, καθώς και οι υποχρεώσεις αποζημίωσης της ζημίας που προκλήθηκε, οι υποχρεώσεις καταβολής πρόσθετης ζημίας ή οι χρηματικές παροχές που επιβάλλονται από το δικαστήριο ως ποινικά ή υπό όρους μέτρα, καθώς και οι υποχρεώσεις αποζημίωσης για τη ζημία που απορρέει από αξιόποινη πράξη ή αδίκημα που βεβαιώθηκε με αμετάκλητη απόφαση και οι απαιτήσεις που ο πτωχεύσας απέκρυψε δόλια, εάν ο πιστωτής δεν έλαβε μέρος στη διαδικασία, δεν αποσβένονται.
Οι αλλαγές στις έννομες σχέσεις που πραγματοποιούνται δυνάμει των διατάξεων του πτωχευτικού νόμου δεσμεύουν τον πτωχεύσαντα και τον αντισυμβαλλόμενο και μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας, εκτός αν άλλως ορίζουν οι διατάξεις χωριστής νομοθετικής πράξης.
Η διαδικασία αφερεγγυότητας περατώνεται όταν καταστεί αμετάκλητη η απόφαση του δικαστηρίου που επικυρώνει ή απορρίπτει τον πτωχευτικό συμβιβασμό. Εκείνη τη χρονική στιγμή επίσης ο οφειλέτης ανακτά το δικαίωμα διαχείρισης των περιουσιακών του στοιχείων εάν το στερήθηκε ή αν το δικαίωμα αυτό είχε περιοριστεί, εκτός αν ο πτωχευτικός συμβιβασμός ορίζει διαφορετικά (άρθρο 171 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Μετά την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού ή την αναγκαστική εκτέλεση των απαιτήσεων που καλύπτονταν από τον πτωχευτικό συμβιβασμό, το δικαστήριο με αίτηση του οφειλέτη, του επόπτη του πτωχευτικού συμβιβασμού ή άλλου προσώπου που δικαιούται σύμφωνα με τον πτωχευτικό συμβιβασμό να υλοποιήσει ή να επιτηρεί την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού, εκδίδει απόφαση που βεβαιώνει την υλοποίηση του πτωχευτικού συμβιβασμού (άρθρο 172 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
15 Ποια είναι τα δικαιώματα των πιστωτών μετά την περάτωση της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
Εάν μετά την περάτωση της πτωχευτικής διαδικασίας κατά των φυσικών προσώπων που διεξάγουν οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα, καταρτιστεί σχέδιο πληρωμών, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει την ακύρωσή του από το δικαστήριο, εάν ο πτωχεύσας δεν εκτελέσει τις υποχρεώσεις που προσδιορίζονται στο σχέδιο ή δεν υποβάλει έκθεση για την έγκαιρη υλοποίηση του σχεδίου, δεν γνωστοποιήσει τα έσοδα που προέκυψαν ή τα περιουσιακά στοιχεία που αποκτήθηκαν στην έκθεση επί της υλοποίησης του σχεδίου πληρωμής των πιστωτών, καταρτίσει χωρίς τη συναίνεση του δικαστηρίου δικαιοπραξία που θα μπορούσε να υπονομεύσει την ικανότητά του να υλοποιήσει το σχέδιο πληρωμής των πιστωτών ή, αν η εν λόγω δικαιοπραξία δεν εγκρίθηκε από το δικαστήριο, δεν γνωστοποιήσει τα περιουσιακά του στοιχεία ή διαπιστωθεί με αμετάκλητη απόφαση ότι έχει καταρτίσει δικαιοπραξία που ήταν επιζήμια για τους πιστωτές (άρθρο 370e του πτωχευτικού νόμου). Επιπλέον, μετά την περάτωση ή τη διακοπή της πτωχευτικής διαδικασίας, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει απόσπασμα από τον πίνακα απαιτήσεων που έχει εγκριθεί από τον εισηγητή δικαστή, αναφέροντας την απαίτηση και το ποσό που έλαβε έναντι αυτής από τον πιστωτή, το οποίο θα κηρυχθεί εκτελεστό με σκοπό την είσπραξη (στο πλαίσιο της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης) των υποχρεώσεων που δεν έχουν εξοφληθεί στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας (άρθρο 264 του πτωχευτικού νόμου).
Στη διαδικασία αφερεγγυότητας, ο πιστωτής μπορεί να ζητήσει από το δικαστήριο να ακυρώσει τον πτωχευτικό συμβιβασμό εάν ο οφειλέτης δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του ή εάν είναι πρόδηλο ότι δεν θα υλοποιηθεί ο συμβιβασμός (τεκμαίρεται ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός δεν θα υλοποιηθεί εάν ο οφειλέτης δεν ικανοποιήσει τις υποχρεώσεις που εγκρίθηκαν μετά την επικύρωση του πτωχευτικού συμβιβασμού). Ο αιτών μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση (άρθρο 176 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Εάν ο πτωχευτικός συμβιβασμός ακυρωθεί ή λήξει, οι υφιστάμενοι πιστωτές μπορεί να διεκδικήσουν τις απαιτήσεις τους στο αρχικό τους ποσό, συνυπολογιζόμενων των ποσών που καταβλήθηκαν βάσει του πτωχευτικού συμβιβασμού. Η υποθήκη, το ενέχυρο, το πλασματικό ενέχυρο, το φορολογικό ενέχυρο ή η ναυτική υποθήκη εξασφαλίζουν μια απαίτηση έως το υπόλοιπο ποσό που πρέπει να ικανοποιηθεί (άρθρο 179 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
16 Πού καταλογίζονται το κόστος και οι δαπάνες της διαδικασίας αφερεγγυότητας;
Κατά κανόνα, η πτωχευτική διαδικασία απαρτίζεται από δύο στάδια, δηλαδή τη διαδικασία για την κήρυξη της πτώχευσης και τη διαδικασία μετά την κήρυξη της πτώχευσης.
Πρώτα καλύπτονται τα έξοδα της διαδικασίας για την κήρυξη της πτώχευσης, από προκαταβολή του αιτούντος που ισούται με τη μέση μηνιαία αμοιβή στον υπόψη επιχειρησιακό κλάδο, εξαιρούμενης της πληρωμής ενός μερίσματος επί των κερδών κατά το τρίτο τρίμηνο της προηγούμενης χρήσης, όπως έχει ανακοινωθεί από τον πρόεδρο της Κεντρικής Στατιστικής Αρχής. Εάν η διαδικασία κινηθεί με αίτηση πιστωτή, τα έξοδά του βαρύνουν τον πτωχεύσαντα σε περίπτωση κήρυξης της πτώχευσης ή απόρριψης του αιτήματος λόγω της εξαιρετικά ανεπαρκούς περιουσίας του.
Τα έξοδα της διαδικασίας που ανακύπτουν μετά την κήρυξη της πτώχευσης καταβάλλονται από την πτωχευτική περιουσία. Εάν τα περιουσιακά στοιχεία του αφερέγγυου οφειλέτη δεν επαρκούν για την κάλυψη των εξόδων της διαδικασίας ή επαρκούν μόνο εν μέρει, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση για την κήρυξη της πτώχευσης.
Ο πιστωτής δεν δικαιούται επιστροφή των εξόδων που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας. Ωστόσο, τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο πιστωτής στο πλαίσιο διαδικασίας ένστασης κατά της αποδοχής απαίτησης άλλου πιστωτή επιστρέφονται εάν, κατόπιν της ένστασης, δεν έγινε δεκτή η αμφισβητούμενη απαίτηση. Οι προκαταβολές για τα έξοδα της διαδικασίας που καταβάλλονται κατόπιν αιτήματος του εισηγητή δικαστή ή κατόπιν απόφασης της συνέλευσης των πιστωτών επιστρέφονται επίσης εάν επαρκούν τα κεφάλαια της πτωχευτικής περιουσίας. Ο πιστωτής που αναγγέλλει απαίτηση μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας βαρύνεται με τα κατ’ αποκοπή έξοδα της πτωχευτικής διαδικασίας που προκύπτουν από την εν λόγω αναγγελία, ύψους ίσου με το 15 % της μέσης μηνιαίας αμοιβής στον επιχειρηματικό τομέα, εξαιρουμένης της πληρωμής ενός μερίσματος επί των κερδών κατά το τρίτο τρίμηνο του προηγούμενου έτους όπως ανακοινώθηκε από τον πρόεδρο της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας, ακόμα και αν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του πιστωτή, εκτός εάν η αναγγελία απαίτησης μετά τη λήξη της προθεσμίας οφειλόταν στο ότι ο σύνδικος διόρθωσε την απόδοση ή κάποιο άλλο έγγραφο διακανονισμού.
Τα έξοδα της διαδικασίας αφερεγγυότητας βαρύνουν τον οφειλέτη. Τα έξοδα που καταβάλλει ο οφειλέτης που στερήθηκε το δικαίωμα διαχείρισης καταβάλλονται από τον διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας με αίτηση του δικαστηρίου ή του εισηγητή δικαστή.
Οι συμμετέχοντες στη διαδικασία φέρουν τα έξοδα από τη συμμετοχή τους.
Τα έξοδα της διαδικασίας που κινήθηκε μετά την άσκηση ένστασης ως προς την περίληψη της απαίτησης άλλου πιστωτή καταβάλλονται από τον οφειλέτη στον ενιστάμενο πιστωτή, εάν η ένσταση επέφερε την απόρριψη της περίληψης της προσβαλλόμενης απαίτησης, εκτός αν ο οφειλέτης προσέβαλε την περίληψη της απαίτησης στον πίνακα απαιτήσεων καταθέτοντας τη δήλωση του άρθρου 86 παράγραφος 2 εδάφιο 9 του νόμου για την αφερεγγυότητα ή ασκώντας ένσταση.
17 Ποιοι είναι οι κανόνες που άπτονται της ακυρότητας, της ακυρωσίας ή του ανενεργού των επιβλαβών για όλους τους πιστωτές δικαιοπραξιών;
Στην πτωχευτική διαδικασία οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα ως προς την πτωχευτική περιουσία είναι άκυρες. Η διάθεση εκ μέρους του πτωχεύσαντα του συνόλου ή μέρους της κληρονομίας ή ενός κληρονομικού μεριδίου είναι επίσης άκυρη, όπως και η εκ μέρους του διάθεση μεριδίου επί ενός πράγματος που περιλαμβάνεται στην κληρονομία, καθώς και η συναίνεση αυτού για τη διάθεση μεριδίου επί κληρονομιαίου πράγματος εκ μέρους άλλου κληρονόμου.
Με ποινή ακυρότητας, οι παρακάτω πράξεις διενεργούνται αποκλειστικά με την προηγούμενη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών (άρθρο 206 του πτωχευτικού νόμου):
- η συνέχιση της διοίκησης της επιχείρησης από τον σύνδικο, εάν πρόκειται να υπερβεί τους τρεις μήνες από την κήρυξη της πτώχευσης·
- η παραίτηση από την πώληση της επιχείρησης ως συνόλου·
- η απευθείας πώληση των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία·
- η σύναψη δανείων ή πιστώσεων και η επιβάρυνση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με περιορισμένα εμπράγματα δικαιώματα·
- η έγκριση, η παραίτηση από τη σύναψη ενός πτωχευτικού συμβιβασμού αναφορικά με αμφισβητούμενες απαιτήσεις και η εισαγωγή μιας διαιτητικής δίκης ως προς ορισμένη διαφορά.
Εξαίρεση επιτρέπεται μόνο αν μία από τις παραπάνω πράξεις πρέπει να διενεργηθεί αμέσως και αφορά αξία μικρότερων των 10 000 PLN, οπότε ο σύνδικος, ο δικαστικά διορισμένος επόπτης ή ο διαχειριστής της διαδικασίας αφερεγγυότητας μπορεί να τη διενεργήσει χωρίς τη συναίνεση της επιτροπής.
Επιπλέον, δεν απαιτείται η άδεια της επιτροπής των πιστωτών για την πώληση κινητών περιουσιακών στοιχείων, αν η εκτιμώμενη αξία όλων των περιουσιακών στοιχείων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN, και για την πώληση απαιτήσεων και λοιπών δικαιωμάτων, εάν η ονομαστική αξία του συνόλου των απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται στην πτωχευτική περιουσία, σύμφωνα με την απογραφή, δεν υπερβαίνει τα 50 000 PLN. Αυτό ισχύει για τη συναίνεση περί πώλησης των απαιτήσεων και άλλων δικαιωμάτων, σε περίπτωση που η ονομαστική αξία όλων των απαιτήσεων και των λοιπών δικαιωμάτων της πτωχευτικής περιουσίας, σύμφωνα με τον πίνακα απαιτήσεων, δεν υπερβαίνει το αντίστοιχο των 50 000 PLN.
Καταχώριση στο κτηματολόγιο ή στο υποθηκοφυλακείο ή σε άλλο μητρώο με την οποία συστήνεται βάρος στα περιουσιακά στοιχεία του πτωχεύσαντα με περιορισμένο εμπράγματο δικαίωμα, χωρίς τη συναίνεση που απαιτείται σύμφωνα με το σημείο 1, διαγράφεται αυτεπαγγέλτως. Βάση της διαγραφής αποτελεί αμετάκλητη απόφαση του εισηγητή δικαστή με την οποία κρίθηκε απαράδεκτη η καταχώριση (άρθρο 206 παράγραφος 5 του πτωχευτικού νόμου).
Ο εισηγητής δικαστής προσδιορίζει τις πράξεις που δεν πρέπει να διενεργήσει ο σύνδικος χωρίς τη συναίνεσή του ή τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών. Αυτό έχει την έννοια ότι ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διευρύνει τον κατάλογο των πράξεων που παρατίθενται στο άρθρο 206 και για τις οποίες απαιτείται η συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών με ποινή ακυρότητας.
Οι δικαιοπραξίες με τις οποίες ο πτωχεύσας διέθεσε τα περιουσιακά του στοιχεία κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης είναι άκυρες εάν διενεργήθηκαν δωρεάν ή με αντάλλαγμα, αλλά η αξία της παροχής του πτωχεύσαντα πρόδηλα υπερέβαινε την αντιπαροχή ή παρακρατήθηκε για τον εν λόγω αντισυμβαλλόμενο ή για τρίτο. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης αναλογικά στον δικαστικό συμβιβασμό, στην αποδοχή μιας απαίτησης και στην παραίτηση από απαίτηση.
Επίσης, η εμπράγματη εξασφάλιση και η αποπληρωμή της οφειλής που δεν έχει καταστεί απαιτητή δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα αν πραγματοποιήθηκαν από τον πτωχεύσαντα κατά τους έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης. Ωστόσο, ο συμβαλλόμενος που έλαβε την πληρωμή ή την εμπράγματη ασφάλεια, με μορφή απαίτησης ή ένστασης, μπορεί να ζητήσει να κηρυχθούν ισχυρές οι εν λόγω δικαιοπραξίες, αν δεν γνώριζε την ύπαρξη των λόγων της πτώχευσης κατά τον χρόνο κατάρτισής τους.
Οι παραπάνω κανόνες δεν ισχύουν για εμπράγματες ασφάλειες που είχαν συσταθεί πριν από την κήρυξη της πτώχευσης ως προς προθεσμιακές οικονομικές δραστηριότητες, τον δανεισμό χρηματοπιστωτικών μέσων ή την πώληση κινητών αξιών σύμφωνα με τις συμβάσεις μεταπώλησης που αναφέρονται στο άρθρο 85 παράγραφος 1.
Με αίτηση τρίτου, ο εισηγητής δικαστής μπορεί να διατάξει την απόδοση της αντιπαροχής του εν λόγω τρίτου από την πτωχευτική περιουσία, εάν η παροχή του πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο δικαιοπραξίας μεταξύ του τρίτου και του πτωχεύσαντα που αφορούσε τα περιουσιακά στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. Ως προς την εν λόγω παροχή ισχύουν αναλογικά οι διατάξεις για τις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές. Η απόδοση της εν λόγω παροχής μπορεί να διαταχθεί εάν η δικαιοπραξία καταρτίστηκε μετά την κήρυξη της πτώχευσης και πριν από τη δημοσίευση της απόφασης πτώχευσης στο μητρώο, ενώ ο τρίτος ενεργώντας με τη δέουσα επιμέλεια δεν μπορούσε να γνωρίζει την κήρυξη της πτώχευσης.
Η εκχώρηση μιας μελλοντικής απαίτησης δεν παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς την πτωχευτική περιουσία εάν η εν λόγω απαίτηση ανακύψει μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εκτός αν η συμφωνία εκχώρησης της απαίτησης καταρτίστηκε μέσα σε έξι μήνες το ανώτερο πριν από την κατάθεση, σε βεβαία ημερομηνία, της αίτησης πτώχευσης.
Μια δικαιοπραξία που καταρτίστηκε σε σχέση με την πτωχευτική περιουσία με αντάλλαγμα κηρύσσεται άκυρη από τον εισηγητή δικαστή ή με αίτηση του συνδίκου, εάν είχε καταρτιστεί μέσα σε έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης, μεταξύ του πτωχεύσαντα με τον/τη σύζυγο, με συγγενή του, περιλαμβανομένου του εξ αγχιστείας συγγενή, σε ευθεία γραμμή, με συγγενή του σε πλάγια γραμμή, περιλαμβανομένου του εξ αγχιστείας συγγενή, σε πλάγια γραμμή έως και τον δεύτερο βαθμό συγγένειας, με πρόσωπο σε εν τοις πράγμασι σχέση με τον ιδιώτη πτωχεύσαντα, με πρόσωπο που συμβιώνει με τον οφειλέτη ή είναι θετός γονέας ή τέκνο του, εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι δεν ζημιώθηκαν τα συμφέροντα των πιστωτών. Επιτρέπεται η άσκηση έφεσης κατά της απόφασης του εισηγητή δικαστή.
Ο παραπάνω κανόνας ισχύει επίσης για δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας με μια εταιρεία της οποίας είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή μοναδικός εταίρος ή μέτοχος και με εταιρείες στις οποίες τα πρόσωπα της προηγούμενης παραγράφου είναι μέλη του συμβουλίου ή μοναδικοί εταίροι ή μέτοχοι. Ισχύει επίσης αναλογικά στις δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας, ο οποίος είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, με εταίρους, εκπροσώπους ή συζύγους, και με συνδεδεμένες εταιρείες, τους εταίρους, τους εκπροσώπους και τους συζύγους των εν λόγω προσώπων, και στις δικαιοπραξίες που κατάρτισε ο πτωχεύσας που είναι εταιρεία με άλλη εταιρεία, εάν η μία από αυτές ήταν η μητρική εταιρεία ή η εν λόγω εταιρεία ήταν η μητρική εταιρεία και του πτωχεύσαντα και του αντισυμβαλλόμενου.
Ενεργώντας αυτεπάγγελτα ή με αίτηση του συνδίκου, ο εισηγητής δικαστής κηρύσσει άκυρο ως προς την πτωχευτική περιουσία ένα συγκεκριμένο μέρος της αμοιβής που οφείλεται για το διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης, εάν η αμοιβή για το έργο που παρείχε εκπρόσωπος του πτωχεύσαντα ή εργαζόμενου με καθήκοντα επιχειρησιακής διαχείρισης ή η αμοιβή προσώπου που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης ή εποπτείας της επιχείρησης του πτωχεύσαντα σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή απόφαση του διοικητικού οργάνου του πτωχεύσαντα που καταρτίστηκε ή εκδόθηκε πριν από την κήρυξη της πτώχευσης είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από τη μέση αμοιβή γι' αυτό το είδος εργασίας ή υπηρεσιών και δεν δικαιολογείται από τον όγκο της εργασίας, ακόμα κι αν η εν λόγω αμοιβή έχει ήδη καταβληθεί.
Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρη, στο σύνολό της ή εν μέρει, την αμοιβή των παραπάνω προσώπων για το διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης ως προς την πτωχευτική περιουσία, εάν δεν δικαιολογείται από τον όγκο του έργου, με δεδομένο ότι ο σύνδικος ανέλαβε το έργο διαχείρισης από τη διοίκηση.
Με αίτηση του συνδίκου, ο εισηγητής δικαστής κηρύσσει επίσης άκυρες τις παρακάτω πράξεις που αφορούν την πτωχευτική περιουσία:
- τη σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα, εάν ο πτωχεύσας δεν ευθυνόταν προσωπικά έναντι του οφειλέτη και το βάρος συστάθηκε κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης πτώχευσης και δεν υπήρξε παροχή προς τον οφειλέτη όσον αφορά την εν λόγω επιβάρυνση·
- τη σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων του πτωχεύσαντα, εάν το εμπράγματο βάρος συστάθηκε αντί παροχής με αξία που είναι δυσανάλογα μικρότερη από την αξία της εμπράγματης ασφάλειας·
- τα παραπάνω βάρη, ανεξάρτητα από την αξία της παροχής, εάν εξασφαλίζουν τις οφειλές των προσώπων του άρθρου 128 του πτωχευτικού νόμου (οικείοι ή πρόσωπα που συνδέονται με τον πτωχεύσαντα), εκτός αν ο αντισυμβαλλόμενος αποδείξει ότι δεν ζημιώθηκε το συμφέρον των πιστωτών·
- συμβατικές ποινικές ρήτρες που έχουν οριστεί για τη μη εκπλήρωση ή τη μη ορθή εκπλήρωση μιας συμβατικής ενοχής, εάν αυτή εκπληρώθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από τον πτωχεύσαντα ή αν η συμβατική ποινική ρήτρα είναι υπέρμετρα επαχθής.
Οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα που είναι δυσμενείς για τους πιστωτές και δεν καλύπτονται από τον πτωχευτικό νόμο διέπονται αναλογικά από τις διατάξεις του αστικού κώδικα για την προστασία του πιστωτή έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη.
Στις διαδικασίες αφερεγγυότητας, σύμφωνα με το άρθρο 129 του νόμου για την αφερεγγυότητα, οι παρακάτω πράξεις του οφειλέτη ή του διαχειριστή αφερεγγυότητας προϋποθέτουν τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών, με ποινή ακυρότητας:
- η σύσταση υποθήκης, ενεχύρου, πλασματικού ενεχύρου ή ναυτικής υποθήκης επί των περιουσιακών στοιχείων που απαρτίζουν την πτωχευτική περιουσία, για την εξασφάλιση απαιτήσεων που δεν υπόκεινται στον πτωχευτικό συμβιβασμό·
- η μεταβίβαση της κυριότητας ενός πράγματος ή ενός δικαιώματος για την εξασφάλιση απαίτησης που δεν υπόκειται σε πτωχευτικό συμβιβασμό·
- η σύσταση άλλων βαρών επί των πραγμάτων της πτωχευτικής περιουσίας·
- η σύναψη πιστώσεων ή δανείων·
-
η σύναψη συμφωνίας χρηματοδοτικής μίσθωσης της επιχείρησης του οφειλέτη ή οργανωμένου τμήματος αυτής ή άλλης παρόμοιας συμφωνίας.
(Οι παραπάνω πράξεις που εκτελούνται με τη συναίνεση της επιτροπής των πιστωτών δεν μπορούν να θεωρηθούν άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία).
- η πώληση από τον οφειλέτη ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας άνω των 500 000 PLN.
Οι διατάξεις μιας σύμβασης της οποίας αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος ο οφειλέτης είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία αν αποτρέπουν ή παρεμποδίζουν την επίτευξη του στόχου της ταχείας διαδικασίας σύναψης πτωχευτικού συμβιβασμού (άρθρο 248, άρθρο 273, άρθρο 297 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Στη διαδικασία της εξυγίανσης, οι δικαιοπραξίες του οφειλέτη με αντικείμενο τη διάθεση των περιουσιακών του στοιχείων είναι άκυρες ως προς την πτωχευτική περιουσία εάν η αξία της παροχής εκ μέρους του οφειλέτη είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη της παροχής προς τον οφειλέτη ή της παροχής που παρακρατήθηκε για τον οφειλέτη ή τρίτο και καταρτίστηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης. Ο εν λόγω κανόνας ισχύει επίσης αναλογικά στον δικαστικό συμβιβασμό, στην αποδοχή μιας απαίτησης και στην παραίτηση από απαίτηση.
Επίσης άκυρες είναι οι εμπράγματες ασφάλειες επί της πτωχευτικής περιουσίας που δεν συστάθηκαν σε άμεση συνάρτηση με την παροχή προς τον οφειλέτη, που συστάθηκαν από τον οφειλέτη κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης και οι εμπράγματες ασφάλειες στο τμήμα της περιουσίας που, κατά την ημέρα σύστασής τους, υπερβαίνει το μισό της αξίας της εξασφαλισμένης παροχής προς τον οφειλέτη από κοινού με τις παρεπόμενες απαιτήσεις που ορίζονται στο συστατικό έγγραφο της εμπράγματης εξασφάλισης, και συστάθηκαν κατά τους 12 μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης (άρθρο 304 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Στη διαδικασία εξυγίανσης, ο εισηγητής δικαστής ενεργώντας αυτεπαγγέλτως ή με αίτηση του διαχειριστή της διαδικασίας αφερεγγυότητας, κηρύσσει άκυρο ως προς την πτωχευτική περιουσία ένα συγκεκριμένο μέρος της αμοιβής, το οποίο οφείλεται για χρονικό διάστημα πριν από την κήρυξη της πτώχευσης που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες πριν από την κατάθεση της αίτησης για την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, εάν η αμοιβή για το έργο που παρείχε εκπρόσωπος του οφειλέτη ή εργαζόμενου με καθήκοντα επιχειρησιακής διαχείρισης ή η αμοιβή προσώπου που παρέχει υπηρεσίες διαχείρισης ή εποπτείας της επιχείρησης σύμφωνα με σύμβαση εργασίας, σύμβαση παροχής υπηρεσιών ή απόφαση του διοικητικού οργάνου του πτωχεύσαντα που καταρτίστηκε ή εκδόθηκε πριν από την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης είναι ουσιωδώς μεγαλύτερη από τη μέση αμοιβή γι' αυτό το είδος εργασίας ή υπηρεσιών και δεν δικαιολογείται από τον όγκο της εργασίας, ακόμα κι αν η εν λόγω αμοιβή έχει ήδη καταβληθεί. Ο εισηγητής δικαστής μπορεί να κηρύξει άκυρη ως προς την πτωχευτική περιουσία, στο σύνολό της ή εν μέρει, την αμοιβή των παραπάνω προσώπων που οφείλεται για το χρονικό διάστημα μετά την κήρυξη της πτώχευσης, εάν δεν δικαιολογείται από τον όγκο του έργου, με δεδομένο ότι ο σύνδικος ανέλαβε το έργο διαχείρισης από τη διοίκηση (άρθρο 305 του νόμου για την αφερεγγυότητα).
Ο διαχειριστής της αφερεγγυότητας μπορεί να κινήσει διαδικασίες για την κήρυξη ανίσχυρων ορισμένων πράξεων και των διαδικασιών στις οποίες η απαίτηση βασίζεται στην ακυρότητα μιας πράξης. Μια πράξη δεν μπορεί να κηρυχθεί άκυρη μετά την παρέλευση ενός έτους από την έναρξη της διαδικασίας της εξυγίανσης, εκτός αν η εν λόγω εξουσία είχε παύσει νωρίτερα δυνάμει του αστικού κώδικα. Η εν λόγω προθεσμία δεν ισχύει εάν το αίτημα κήρυξης ανίσχυρης μιας πράξης υποβλήθηκε ως ένσταση. Οι δικαιοπραξίες του πτωχεύσαντα που είναι δυσμενείς για τους πιστωτές και δεν καλύπτονται από τις παραπάνω διατάξεις μπορεί να προσβληθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του αστικού κώδικα για την προστασία του πιστωτή έναντι της αφερεγγυότητας του οφειλέτη (άρθρα 306–308 του νόμου για την αφερεγγυότητα).