Ο νόμος περί διαμεσολάβησης του 2017 τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου 2018. Ο νόμος θεσπίζει ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο για την προώθηση της επίλυσης διαφορών μέσω διαμεσολάβησης, ως εναλλακτικής λύσης έναντι της προσφυγής στα δικαστήρια. Γενικός στόχος του νόμου είναι η προώθηση της διαμεσολάβησης ως βιώσιμης, αποτελεσματικής και αποδοτικής εναλλακτικής λύσης έναντι της προσφυγής στα δικαστήρια, ώστε να μειωθούν τα δικαστικά έξοδα, να επιταχυνθεί η επίλυση των διαφορών και να ελαττωθούν το άγχος και οι οξύτητες που συχνά συνοδεύουν τις δικαστικές διαδικασίες.
Ο νόμος:
- περιλαμβάνει γενικές αρχές για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης από ειδικευμένους διαμεσολαβητές — άρθρα 6 έως 8
- προβλέπει τη θέσπιση κωδίκων πρακτικής για τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης από ειδικευμένους διαμεσολαβητές — άρθρο 9
- ορίζει ότι η επικοινωνία μεταξύ των μερών κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική — άρθρο 10
- προβλέπει τη δυνατότητα μελλοντικής ίδρυσης Συμβουλίου Διαμεσολάβησης επιφορτισμένου με την εποπτεία της ανάπτυξης του τομέα — άρθρο 12
- θεσπίζει υποχρέωση των δικηγόρων και των νομικών συμβούλων να συμβουλεύουν τα μέρη της διαφοράς να εξετάσουν την προσφυγή σε διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης της διαφοράς τους — άρθρα 14 και 15
- ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος διαδίκου, να καλέσει τους διαδίκους να εξετάσουν την προσφυγή σε διαμεσολάβηση ως μέσο επίλυσης της διαφοράς τους — άρθρο 16
- καθορίζει τα αποτελέσματα της διαμεσολάβησης στις προθεσμίες παραγραφής και τις αποσβεστικές προθεσμίες — άρθρο 18
- ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί, όταν επιδικάζει δικαστική δαπάνη για δίκη προβλεπόμενη από το άρθρο 16 του νόμου, να συνεκτιμά, κατά την κρίση του, κάθε τυχόν αδικαιολόγητη άρνηση ή παράλειψη διαδίκου να εξετάσει την προσφυγή σε διαμεσολάβηση ή κάθε τυχόν αδικαιολόγητη άρνηση ή παράλειψη διαδίκου να συμμετάσχει σε διαμεσολάβηση, ενώ έχει κληθεί από το δικαστήριο να το πράξει σύμφωνα με το άρθρο 16 — άρθρα 20 και 21.
Στο πεδίο εφαρμογής του νόμου εμπίπτουν όλες οι πολιτικές δίκες που είναι δυνατόν να κινηθούν ενώπιον δικαστηρίου, πλην ορισμένων εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3 του νόμου.