1 Ποια είναι τα είδη προθεσμιών που εφαρμόζονται στις αστικές διαδικασίες;
Οι διαδικαστικές πράξεις πρέπει να διενεργούνται έως συγκεκριμένες καταληκτικές ημερομηνίες (términos) ή εντός συγκεκριμένων προθεσμιών (plazos) που ορίζει ο νόμος.
Η καταληκτική ημερομηνία προσδιορίζει ένα συγκεκριμένο χρονικό σημείο ως το απώτατο χρονικό όριο διενέργειας ορισμένης διαδικαστικής πράξης.
Η προθεσμία προσδιορίζει ένα χρονικό διάστημα εντός του οποίου πρέπει να διενεργηθεί η διαδικαστική πράξη. Οι προθεσμίες μπορεί να εκφράζονται σε ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή έτη.
Εάν ο νόμος δεν προβλέπει προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία, η πράξη πρέπει να διενεργηθεί χωρίς καθυστέρηση.
Kάθε καθυστέρηση στη δίκη μπορεί να συνιστά προσβολή του δικαιώματος στη διεξαγωγή δίκης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, το οποίο αποτελεί στοιχείο του θεμελιώδους δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Για να προσδιοριστεί αν υπάρχει αδικαιολόγητη καθυστέρηση χρησιμοποιείται η έννοια της εύλογης προθεσμίας, η οποία εξαρτάται από παράγοντες όπως η πολυπλοκότητα της υπόθεσης, ο χρόνος που συνήθως απαιτείται για τις υποθέσεις του συγκεκριμένου είδους, τα συμφέροντα του ενάγοντος και η δικονομική του συμπεριφορά, η συμπεριφορά των αρχών ή οι διαθέσιμοι πόροι. Σε περίπτωση καθυστέρησης, μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη στα δικαστήρια και στο οικείο προσωπικό, καθώς και να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου για τις ζημίες που υπέστη ο θιγόμενος διάδικος.
Διακριτή έννοια από τις δικονομικές προθεσμίες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση των ουσιαστικών δικαιωμάτων (απόσβεση και παραγραφή). Οι προθεσμίες αυτές καθορίζονται στις διατάξεις ουσιαστικού δικαίου. Με βάση αυτές κρίνεται το παραδεκτό της προσφυγής, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στην απόφαση, ώστε να μην παρεμποδίζεται η εκδίκαση της υπόθεσης.
2 Κατάλογος των αργιών που προβλέπονται βάσει του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71, της 3ης Ιουνίου 1971.
Σε ό,τι αφορά τη ρύθμιση των διοικητικών διαδικασιών, το άρθρο 30 του Νόμου 30/2015 για τις κοινές διοικητικές διαδικασίες των Δημόσιων Διοικήσεων προβλέπει τα εξής:
1. Εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στο ισπανικό δίκαιο ή το δίκαιο της ΕΕ, όταν οι προθεσμίες προσδιορίζονται σε ώρες, θεωρείται ότι οι ώρες αυτές είναι εργάσιμες. Είναι εργάσιμες όλες οι ώρες μιας εργάσιμης ημέρας.
Οι προθεσμίες που εκφράζονται σε ώρες υπολογίζονται σε ώρες και σε λεπτά από την ώρα και το λεπτό κατά τα οποία έλαβε χώρα η κοινοποίηση ή η δημοσίευση της συγκεκριμένης πράξης και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τις εικοσιτέσσερις ώρες γιατί διαφορετικά πρέπει να υπολογίζονται σε ημέρες.
2. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις στις οποίες ορίζει διαφορετικά το ισπανικό δίκαιο ή το δίκαιο της ΕΕ, όταν οι προθεσμίες προσδιορίζονται σε ημέρες, ως ημέρες νοούνται οι εργάσιμες ημέρες, ενώ εξαιρούνται τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι αργίες.
Όταν προθεσμία υπολογίζεται σε ημερολογιακές ημέρες, σύμφωνα με το ισπανικό δίκαιο ή το δίκαιο της ΕΕ, αυτό προσδιορίζεται στις σχετικές κοινοποιήσεις.
3. Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημέρες, ο υπολογισμός ξεκινά από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης ή της δημοσίευσης ή από την επομένη της ημέρας κατά την οποία αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή ή ότι έχει απορριφθεί ελλείψει απάντησης από τις οικείες αρχές.
4. Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται σε μήνες ή έτη, αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης ή της δημοσίευσης της πράξης, ή από την επομένη της ημέρας κατά την οποία αίτηση θεωρείται ότι έχει γίνει δεκτή ή ότι έχει απορριφθεί ελλείψει απάντησης από τις οικείες αρχές.
Η προθεσμία λήγει την ίδια ημέρα που λαμβάνει χώρα η κοινοποίηση ή η δημοσίευση ή την ημέρα κατά την οποία κρίνεται ότι δεν έχει υπάρξει απάντηση από τις οικείες αρχές, τον τελευταίο μήνα ή έτος της προθεσμίας. Αν στον τελευταίο μήνα της προθεσμίας δεν υπάρχει αντίστοιχη ημερομηνία της αφετήριας ημερομηνίας, η προθεσμία λήγει την τελευταία ημέρα του μήνα.
5. Αν η τελευταία ημέρα της προθεσμίας είναι μη εργάσιμη, η προθεσμία παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
6. Όταν μια ημέρα είναι εργάσιμη στον δήμο ή την αυτόνομη κοινότητα όπου κατοικεί ο οικείος διάδικος και μη εργάσιμη ημέρα στον τόπο όπου βρίσκεται το διοικητικό όργανο, ή αντίστροφα, η ημέρα θεωρείται σε κάθε περίπτωση μη εργάσιμη.
7. Προς τον σκοπό του υπολογισμού των προθεσμιών, η κεντρική κρατική διοίκηση και η διοίκηση των αυτόνομων κοινοτήτων, υπό την επιφύλαξη του επίσημου ημερολογίου των εργάσιμων ημερών, καταρτίζουν ημερολόγιο των μη εργάσιμων ημερών για τους αντίστοιχους τομείς αρμοδιότητάς τους. Το ημερολόγιο που εγκρίνουν οι αυτόνομες κοινότητες περιλαμβάνει τις μη εργάσιμες ημέρες στην περιοχή που εμπίπτει στην τοπική αρμοδιότητα της εκάστοτε τοπικής αυτοδιοίκησης, στην οποία ισχύει το ημερολόγιο.
Το ημερολόγιο πρέπει να δημοσιεύεται πριν από την έναρξη κάθε έτους στην οικεία επίσημη εφημερίδα και σε άλλα μέσα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι καθίσταται ευρύτερα γνωστό.
8. Η κήρυξη μιας ημέρας ως εργάσιμης ή μη εργάσιμης με σκοπό τον υπολογισμό των προθεσμιών δεν καθορίζει αφ’ εαυτής τον τρόπο λειτουργίας των γραφείων της δημόσιας διοίκησης, τη διάρθρωση των εργάσιμων ωρών ή του ημερήσιου ωραρίου.
Οι μη εργάσιμες για τις δικαστικές διαδικασίες ημέρες καθορίζονται στο άρθρο 182 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος (Ley Orgánica del Poder Judicial). Το άρθρο αυτό προβλέπει τα εξής:
- Οι εξής ημέρες είναι μη εργάσιμες για δικονομικούς σκοπούς: Σάββατα και Κυριακές· 24 και 31 Δεκεμβρίου· εθνικές, περιφερειακές και τοπικές επίσημες αργίες. Με κανονισμό του, το γενικό συμβούλιο του δικαστικού σώματος (Consejo General del Poder Judicial) μπορεί να εγκρίνει τη διενέργεια δικαστικών διαδικασιών κατά τις εν λόγω ημέρες στις περιπτώσεις που δεν ορίζονται ρητά στον νόμο.
- Μια εργάσιμη ημέρα διαρκεί από τις 8 π.μ. έως τις 8 μ.μ., εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος.
Βάσει του άρθρου 183 του οργανικού νόμου του δικαστικού σώματος, οι ημέρες του Αυγούστου, καθώς και η περίοδος που ξεκινά από τις 24 Δεκεμβρίου και τελειώνει στις 6 Ιανουαρίου του επόμενου έτους, είναι μη εργάσιμες ημέρες για όλες τις δικαστικές διαδικασίες, με εξαίρεση όσες διαδικασίες χαρακτηρίζονται επείγουσες βάσει της δικονομικής νομοθεσίας. Ωστόσο, με κανονισμό του, το γενικό συμβούλιο του δικαστικού σώματος μπορεί να κηρύξει τις ημέρες αυτές εργάσιμες για τους σκοπούς άλλων διαδικασιών.
3 Ποιοι είναι οι ισχύοντες γενικοί κανόνες για τις προθεσμίες στις διάφορες αστικές διαδικασίες;
Οι γενικοί κανόνες καθορίζονται στα άρθρα 130 έως 136 του κεφαλαίου II, τίτλος V, βιβλίο I του κώδικα πολιτικής δικονομίας (Ley de Enjuiciamiento Civil) 1/2000.
Τα κύρια χαρακτηριστικά των ισχυόντων κανόνων έχουν ως εξής:
α) Όλες οι δικαστικές διαδικασίες πρέπει να διενεργούνται σε εργάσιμες ημέρες και σε εργάσιμες ώρες.
Εργάσιμες ημέρες είναι όλες οι ημέρες του έτους εκτός Σαββάτου, Κυριακής και των ημερών από τις 24 Δεκεμβρίου έως τις 6 Ιανουαρίου, καθώς και εκτός από τις μέρες των εθνικών εορτών και των επίσημων αργιών στις αντίστοιχες αυτόνομες κοινότητες ή περιοχές. Οι ημέρες του Αυγούστου είναι επίσης μη εργάσιμες και τα δικαστήρια δεν αποστέλλουν κατά τις εν λόγω ημέρες ηλεκτρονικές κοινοποιήσεις στους επαγγελματίες του νομικού κλάδου, εκτός εάν αυτές θεωρούνται εργάσιμες για τους σκοπούς των οικείων διατυπώσεων.
Εργάσιμες ώρες είναι οι ώρες μεταξύ 8 π.μ. και 8 μ.μ., εκτός αν άλλως ορίζει ο νόμος για συγκεκριμένη διαδικασία. Για πράξεις κοινοποίησης και εκτέλεσης, οι ώρες μεταξύ 8 μ.μ. και 10 μ.μ. θεωρούνται ομοίως εργάσιμες ώρες.
Κατ’ εξαίρεση, για ορισμένες διαδικασίες, όπως η υποβολή προσφορών σε ηλεκτρονικό πλειστηριασμό, η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες και δεν υπάρχουν μη εργάσιμες ώρες. Το άρθρο 649 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τάσσει προθεσμία είκοσι ημερολογιακών ημερών από την έναρξη του πλειστηριασμού, ενώ ο πλειστηριασμός περατώνεται μία ώρα μετά την υποβολή της τελευταίας προσφοράς, εφόσον αυτή είναι υψηλότερη από την προηγούμενη υψηλότερη προσφορά, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται παράταση της αρχικής προθεσμίας κατά έως 24 ώρες.
β) Ορισμένες ημέρες και ώρες μπορούν να χαρακτηριστούν ως εργάσιμες για τους σκοπούς διαδικασιών που θεωρούνται επείγουσες, δηλαδή των διαδικασιών στις οποίες τυχόν καθυστέρηση ενδέχεται να έχει σημαντικές επιπτώσεις για τους διαδίκους ή για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης ή ενδέχεται να καταστήσει άνευ αποτελέσματος μια δικαστική απόφαση (ενδεικτικές περιπτώσεις είναι ο αναγκαστικός εγκλεισμός σε ψυχιατρικό ίδρυμα και τα δικαστικά μέτρα που λαμβάνονται προς το συμφέρον ανηλίκων σε κάθε είδους διαφορές αστικού δικαίου). Ο εν λόγω χαρακτηρισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα του οικείου διαδίκου και μπορεί να διαταχθεί είτε από τον γραμματέα του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia) είτε από το ίδιο το δικαστήριο, ανάλογα με την περίπτωση.
Σε κάθε περίπτωση, τον μήνα Αύγουστο μπορούν να ληφθούν επείγοντα μέτρα χωρίς την ανάγκη ρητής έγκρισης. Παρομοίως, δεν απαιτείται έγκριση αν επείγοντα μέτρα που λήφθηκαν σε εργάσιμες ώρες πρέπει κατ’ ανάγκη να συνεχιστούν σε μη εργάσιμες ώρες.
γ) Όσον αφορά τον υπολογισμό των προθεσμιών, η προθεσμία ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της νόμιμης κοινοποίησης της έναρξης της προθεσμίας και περιλαμβάνει την τελευταία ημέρα της προθεσμίας, που λήγει τα μεσάνυχτα.
Όταν, ωστόσο, ο νόμος ορίζει ότι μια προθεσμία ξεκινά να τρέχει μετά τη λήξη μιας άλλης, αυτή ξεκινά να τρέχει από την επόμενη ημέρα της λήξης της προηγούμενης προθεσμίας χωρίς να απαιτείται νέα κοινοποίηση.
δ) Η υποβολή εγγράφων (άρθρο 135 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις (φυσικά πρόσωπα σε αγωγές αξίας μικρότερης των 2.000 ευρώ), γίνεται μέσω των διαδικτυακών και ηλεκτρονικών συστημάτων των δικαστηρίων. Η χρήση των εν λόγω συστημάτων είναι υποχρεωτική για τους επαγγελματίες του νομικού κλάδου και ορισμένους διαδίκους ακόμη κι όταν δεν εκπροσωπούνται από δικαστικό αντιπρόσωπο (procurador) (για παράδειγμα, τα νομικά πρόσωπα, τους συμβολαιογράφους και τους υποθηκοφύλακες: βλέπε άρθρο 273 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Όταν τα έγγραφα υποβάλλονται ηλεκτρονικά, παρέχεται επιβεβαίωση με τη μορφή ηλεκτρονικής απόδειξης που εκδίδεται αυτόματα. Η απόδειξη περιλαμβάνει τον αριθμό καταχώρισης και την ημερομηνία και ώρα της υποβολής, που συνιστά τον χρόνο κατά τον οποίο το έγγραφο θεωρείται ότι έχει υποβληθεί για κάθε σκοπό. Οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου μπορούν να υποβάλλουν δικόγραφα και άλλα έγγραφα ηλεκτρονικά 24 ώρες την ημέρα, κάθε ημέρα του έτους. Όταν ένα έγγραφο υποβάλλεται σε μη εργάσιμη ημέρα ή εκτός εργάσιμων ωρών, θεωρείται ότι έχει υποβληθεί με την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Προβλέπεται επίσης η παράταση των προθεσμιών που πρόκειται να λήξουν όταν ένα υποχρεωτικό έγγραφο δεν μπορεί να υποβληθεί εμπρόθεσμα λόγω απρόβλεπτης διακοπής της διαδικτυακής υπηρεσίας υποβολής. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση προγραμματισμένης διακοπής ή περιορισμών, μεταξύ άλλων και χρονικών, που παρεμποδίζουν την υποβολή υποχρεωτικών εγγράφων με τη χρήση των τεχνολογικών μέσων που προσφέρουν οι δικαστικές υπηρεσίες. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δυνατόν τα έγγραφα αυτά να υποβληθούν την επόμενη εργάσιμη ημέρα σε συνδυασμό με τη σχετική αιτιολογία για τη μη υποβολή τους.
Όποια μέθοδος υποβολής κι αν χρησιμοποιείται, όλα τα έγγραφα που υπόκεινται σε προθεσμία μπορούν να υποβληθούν έως τις 3 μ.μ. της επόμενης εργάσιμης ημέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας.
Στην αστική διαδικασία, έγγραφα δεν μπορούν να κατατεθούν στο δικαστήριο υπηρεσίας.
ε) Οι προθεσμίες δεν μπορούν να παραταθούν και αν διάδικος δεν τηρήσει την προθεσμία χάνει τη δυνατότητα διενέργειας της οικείας διαδικαστικής πράξης.
ΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΤΟΠΟΣ:
4 Όταν μια πράξη ή μια διατύπωση πρέπει να διενεργηθεί εντός μιας συγκεκριμένης προθεσμίας, ποιο είναι το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας;
Ο γενικός κανόνας του άρθρου 151 του κώδικα πολιτικής δικονομίας είναι ότι όλες οι αποφάσεις του δικαστηρίου ή των εισηγητών του δικαστηρίου (Letrados de la Administración de Justicia) πρέπει να επιδίδονται μέσα σε τρεις ημέρες από την ημερομηνία της έκδοσης ή την ημερομηνία της δημοσίευσης της απόφασης.
Το άρθρο 151 παράγραφος 2 ορίζει ότι σε περίπτωση επίδοσης στον εισαγγελέα, τη νομική υπηρεσία του κράτους, σύμβουλο των Cortes Generales και των νομοθετικών συνελεύσεων ή σύμβουλο της νομικής υπηρεσίας της διοίκησης κοινωνικής ασφάλισης ή άλλων οργάνων των αυτόνομων κοινοτήτων ή των οργανισμών της τοπικής αυτοδιοίκησης, καθώς και σε περίπτωση επίδοσης μέσω των επαγγελματικών οργάνων που εκπροσωπούν τους δικαστικούς αντιπροσώπους, η επίδοση θεωρείται ότι έχει διενεργηθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα από την ημερομηνία παραλαβής που έχει καταχωριστεί στο επίσημο αρχείο ή στην επιβεβαίωση της παραλαβής αν η κοινοποίηση έχει επιδοθεί ηλεκτρονικά ή διαδικτυακά. Όταν η κοινοποίηση αποστέλλεται μετά τις 3 μ.μ. θεωρείται ότι έχει παραληφθεί την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
Η παράγραφος 3 ορίζει ότι, όταν η επίδοση εγγράφου που συνοδεύει την κοινοποίηση διενεργείται μετά τη λήψη της τελευταίας, το συγκεκριμένο έγγραφο θεωρείται ότι επιδόθηκε ύστερα από τη λήψη της εν λόγω κοινοποίησης, εφόσον τα αποτελέσματα που παράγει η κοινοποίηση συνδέονται με το έγγραφο.
5 Μπορεί η έναρξη της προθεσμίας να επηρεαστεί ή να τροποποιηθεί από τον τρόπο κοινοποίησης ή επίδοσης εγγράφων (προσωπική επίδοση από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομική επίδοση);
Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση της απόφασης πραγματοποιείται από δικαστικό επιμελητή ή ταχυδρομικά, κρίσιμη ημερομηνία είναι η ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης του εγγράφου από τον δικαστικό επιμελητή ή την ταχυδρομική υπηρεσία και υπογραφής της απόδειξης παραλαβής.
Όταν η επίδοση ή κοινοποίηση πραγματοποιείται με δημοσίευση βάσει του άρθρου 164 του κώδικα πολιτικής δικονομίας επειδή ο εναγόμενος είναι αγνώστου διαμονής, η προθεσμία αρχίζει να τρέχει από την επόμενη ημέρα της ανάρτησης στον πίνακα ανακοινώσεων του δικαστηρίου ή της δημοσίευσης στην επίσημη εφημερίδα του κράτους ή ηλεκτρονικά, ανάλογα με την περίπτωση.
Όταν αντίγραφα εγγράφων που έχουν υποβληθεί από δικαστικούς αντιπροσώπους πρέπει να διαβιβαστούν στους δικαστικούς αντιπροσώπους των άλλων διαδίκων, το άρθρο 278 του κώδικα πολιτικής δικονομίας ορίζει ότι, αν βάσει του νόμου η πράξη που διαβιβάστηκε σηματοδοτεί την έναρξη προθεσμίας εντός της οποίας πρέπει να διενεργηθεί διαδικαστική πράξη, η εν λόγω προθεσμία αρχίζει να τρέχει χωρίς δικαστική παρέμβαση και υπολογίζεται από την επομένη της ημέρας που αναγράφεται στα αντίγραφα που διαβιβάστηκαν ή της ημέρας κατά την οποία θεωρείται ότι αυτά διαβιβάστηκαν αν διαβιβάστηκαν ηλεκτρονικά. Στη δεύτερη περίπτωση, τα έγγραφα θεωρείται ότι διαβιβάστηκαν την ημερομηνία και την ώρα που αναγράφονται στη σχετική βεβαίωση παραλαβής. Όταν ένα έγγραφο διαβιβάζεται σε μη εργάσιμη ημέρα και εκτός εργάσιμων ωρών, για δικονομικούς σκοπούς και σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις θεωρείται ότι διαβιβάστηκε με την έναρξη της επόμενης εργάσιμης ημέρας.
Σύμφωνα με το άρθρο 162 του κώδικα πολιτικής δικονομίας, όταν οι διάδικοι ή οι αποδέκτες εγγράφων είναι υποχρεωμένοι, διά νόμου ή βάσει σύμβασης, να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά, διαδικτυακά ή παρόμοια μέσα για την επίδοση εγγράφων ή όταν οι αποδέκτες των εν λόγω εγγράφων επιλέγουν την παραλαβή τους με ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και σε κάθε άλλη περίπτωση που προβλέπεται διά νόμου, η επίδοση των εγγράφων συνοδεύεται από την αντίστοιχη βεβαίωση παραλαβής.
Οι επαγγελματίες του νομικού κλάδου ή οι αποδέκτες που υποχρεούνται να χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα, καθώς και όσοι επιλέγουν τα μέσα αυτά, οφείλουν να ενημερώνουν τις δικαστικές αρχές ότι διαθέτουν τα εν λόγω μέσα καθώς και να τους κοινοποιούν την ηλεκτρονική διεύθυνσή τους. Σε κάθε περίπτωση, εφόσον η επίδοση ενός εγγράφου βεβαιώνεται ηλεκτρονικά, με εξαίρεση τις επιδόσεις εγγράφων από τους συλλόγους των δικαστικών αντιπροσώπων με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, μετά την παρέλευση τριών ημερών κατά τις οποίες ο αποδέκτης δεν έχει λάβει γνώση του περιεχομένου του, θεωρείται ότι η επίδοση του εγγράφου έγινε νομίμως και ότι παράγει πλήρως τα αποτελέσματά της. Στην περίπτωση αυτή, οι προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης αρχίζουν να τρέχουν από την εργάσιμη ημέρα που ακολουθεί την τρίτη εργάσιμη ημέρα.
Εξαιρούνται οι περιπτώσεις στις οποίες ο αποδέκτης αιτιολογημένα δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στο σύστημα των κοινοποιήσεων κατά την περίοδο αυτή. Εάν η έλλειψη πρόσβασης οφειλόταν σε τεχνικούς λόγους και οι λόγοι αυτοί συνέτρεχαν ακόμη όταν έλαβαν γνώση σχετικά οι δικαστικές υπηρεσίες, η κοινοποίηση πραγματοποιείται με επίδοση του αντίγραφου της απόφασης. Ωστόσο, στην περίπτωση αυτή, εάν ο αποδέκτης αποκτήσει πρόσβαση στο έγγραφο μετά την παρέλευση της παραπάνω προθεσμίας αλλά πριν από την επίδοση του αντιγράφου ως άνω, θεωρείται ότι η κοινοποίηση πραγματοποιήθηκε εγκύρως κατά την ημερομηνία που αναγράφεται στην ηλεκτρονική βεβαίωση παραλαβής.
Επίσης, εξαιρούνται οι περιπτώσεις ανωτέρας βίας, κατά τις οποίες οι σύλλογοι των δικαστικών αντιπροσώπων αναστέλλουν τη διαβίβαση κοινοποιήσεων για τρεις ημέρες κατ' ανώτατο όριο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 151 παράγραφος 2.
6 Αν η επέλευση ενός γεγονότος αποτελεί την έναρξη της προθεσμίας, η ημέρα επέλευσης του γεγονότος συνεκτιμάται στον υπολογισμό της προθεσμίας;
Ο υπολογισμός ξεκινά την επόμενη ημέρα από την ημέρα επέλευσης του γεγονότος που βάσει του νόμου συνιστά το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας.
7 Όταν μια προθεσμία προσδιορίζεται κατά ημέρες, ο αριθμός των αναφερόμενων ημερών περιλαμβάνει τις ημερολογιακές ημέρες ή τις εργάσιμες ημέρες;
Οι μη εργάσιμες ημέρες εξαιρούνται από τον υπολογισμό των προθεσμιών, με την προαναφερθείσα εξαίρεση των προσφορών σε ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, όπου η προθεσμία προσδιορίζεται σε ημερολογιακές ημέρες.
Κατά τον υπολογισμό των προθεσμιών για επείγουσες πράξεις, οι ημέρες του Αυγούστου δεν θεωρούνται μη εργάσιμες ημέρες: μόνο τα Σάββατα, οι Κυριακές και οι επίσημες αργίες εξαιρούνται από τον υπολογισμό.
8 Όταν η προθεσμία προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Οι προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά μήνες ή έτη υπολογίζονται από ημερομηνία σε ημερομηνία. Το ισπανικό δίκαιο δεν προβλέπει προθεσμίες που προσδιορίζονται κατά εβδομάδες.
9 Πότε λήγει η προθεσμία όταν προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη;
Αν ο τελευταίος μήνας της προθεσμίας δεν έχει αντίστοιχη ημερομηνία με την αφετήρια ημερομηνία, ως ημερομηνία λήξης λογίζεται η τελευταία ημέρα του μήνα.
10 Αν η προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή ημέρα δημόσιας αργίας ή μη εργάσιμη ημέρα, παρατείνεται μέχρι την πρώτη επόμενη εργάσιμη ημέρα;
Αν μια προθεσμία λήγει Σάββατο, Κυριακή ή άλλη μη εργάσιμη ημέρα θεωρείται ότι παρατείνεται έως την επόμενη εργάσιμη ημέρα.
11 Υπάρχουν ορισμένες περιστάσεις στις οποίες παρατείνονται οι προθεσμίες; Από ποιες προϋποθέσεις εξαρτώνται οι παρατάσεις αυτές;
Οι προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ωστόσο, οι προθεσμίες μπορούν να διακοπούν και οι καταληκτικές ημερομηνίες μπορούν να αναβληθούν αν δεν μπορούν να τηρηθούν λόγω ανωτέρας βίας. Στις περιπτώσεις αυτές, ο υπολογισμός αρχίζει ξανά αφότου έχει παύσει ο λόγος της διακοπής ή της αναβολής. Ο εισηγητής του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia), είτε με δική του πρωτοβουλία είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που θίγεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους. Περίσταση ανωτέρας βίας συντρέχει επίσης εάν αδυνατούν να παραστούν οι δικηγόροι ή οι δικαστικοί αντιπρόσωποι. (βλέπε την απάντηση στην ερώτηση 13).
12 Ποιες είναι οι προθεσμίες για την άσκηση ένδικων μέσων;
Οι προθεσμίες για την άσκηση των διαφόρων ένδικων μέσων ορίζονται στον νόμο και δεν επιδέχονται παράταση. Για τις εφέσεις στο αμέσως ανώτερο ιεραρχικά δικαστήριο (recursos de apelación) και τις αναιρέσεις ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recursos de casación), η προθεσμία είναι 20 ημέρες από την επόμενη ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης (άρθρα 458 και 479 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
13 Μπορούν τα δικαστήρια να τροποποιήσουν τις προθεσμίες, ιδίως τις προθεσμίες εμφάνισης στο δικαστήριο, ή να καθορίσουν ειδική ημερομηνία εμφάνισης;
Οι νόμιμες προθεσμίες δεν επιδέχονται παράταση. Ενίοτε ο νόμος επιβάλλει στο δικαστήριο να ορίσει συγκεκριμένη ημερομηνία και ώρα για μια πράξη.
Κατ’ εξαίρεση, προβλέπεται η διακοπή των προθεσμιών και η μετάθεση των καταληκτικών ημερομηνιών λόγω ανωτέρας βίας:
α. Η γενική διάταξη περιλαμβάνεται στο άρθρο 134 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Ο εισηγητής του δικαστηρίου (Letrado de la Administración de Justicia), είτε με δική του πρωτοβουλία είτε έπειτα από αίτημα του διαδίκου που θίγεται από την περίσταση, αποφαίνεται επί της ύπαρξης ή μη περίστασης ανωτέρας βίας αφού ακούσει και τους άλλους διαδίκους. Η απόφαση του εισηγητή μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου. Στην περίπτωση αυτή, ο υπολογισμός αρχίζει ξανά αφότου εκλείψει ο λόγος της διακοπής ή της αναβολής.
Επίσης, υπάρχει ειδική πρόβλεψη, για χρονικό διάστημα τριών εργάσιμων ημερών και για αντικειμενικούς λόγους ανωτέρας βίας τους οποίους επικαλούνται οι δικηγορικοί σύλλογοι ή οι σύλλογοι δικαστικών αντιπροσώπων για τα μέλη τους ή οι ίδιοι οι διάδικοι, όπως η γέννηση τέκνου ή η περίθαλψη ανηλίκου, σοβαρή ασθένεια και ατύχημα που απαιτεί την εισαγωγή του ασθενούς στο νοσοκομείο, αποβίωση συγγενών εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως και δευτέρου βαθμού ή απουσία από την εργασία με πιστοποιητικό που εκδίδεται από τις υπηρεσίες της κοινωνικής ασφάλισης ή του συστήματος υγεινομικής περίθαλψης ή από τις υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας.
β. Μετά τον καθορισμό της ημερομηνίας της συζήτησης, αν οποιοσδήποτε από όσους κλητεύθηκαν σε εμφάνιση δεν είναι σε θέση να παραστεί για λόγο ανωτέρας βίας ή για παρόμοιο λόγο, πρέπει να ενημερώσει αμέσως το δικαστήριο, προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία για την κατάσταση, και να ζητήσει νέα συζήτηση ή απόφαση (άρθρο 183 παράγραφος 1 και άρθρα 189 και 430 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Νέα συζήτηση ορίζεται αν κριθεί ότι αποδείχθηκε η ύπαρξη της κατάστασης και ότι αυτή εμποδίζει την παράσταση του δικηγόρου (άρθρο 183 παράγραφος 2 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημεία 5 και 6 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), διαδίκου η παράσταση του οποίου είναι απαραίτητη διότι δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο ή πρέπει να εξεταστεί (άρθρο 183 παράγραφος 3 και άρθρο 188 παράγραφος 1 σημείο 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), ή μάρτυρα ή εμπειρογνώμονα. Στην τελευταία περίπτωση, ο μάρτυρας ή ο εμπειρογνώμονας μπορεί αντ’ αυτού να κληθεί να εξετάσει τα αποδεικτικά στοιχεία εκτός της ακροαματικής διαδικασίας, μετά την ακρόαση των διαδίκων (άρθρο 183 παράγραφος 4 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Προβλέπεται ρητά ότι η απουσία δικηγόρου ενός από τους διαδίκους λόγω γέννησης τέκνου ή περίθαλψης ανηλίκου αποτελεί λόγο αναστολής. Στην περίπτωση αυτή, μπορεί να οριστεί νέα ημερομηνία συζήτησης μετά την παρέλευση της νόμιμης περιόδου υποχρεωτικής απουσίας. Επίσης, το ίδιο ισχύει για έκτακτα ιατρικά περιστατικά που προκύπτουν την ημέρα της συζήτησης ή κατά τις εικοσιτέσσερις ώρες που προηγούνται της συζήτησης. Εάν κάποια από αυτές τις περιστάσεις αφορά τον δικαστικό αντιπρόσωπο ενός από τους διαδίκους και δεν καταστεί δυνατόν να οριστεί άλλος επαγγελματίας για να τον αναπληρώσει, αναστέλλεται επίσης η συζήτηση για τρεις ημέρες, ώστε ο σύλλογος των δικαστικών αντιπροσώπων να μπορέσει να μεριμνήσει για την αντικατάστασή του, εάν χρειάζεται.
γ. Η προθεσμία άσκησης αίτησης ακύρωσης κατά απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εκ μέρους του ερημοδικήσαντος διαδίκου μπορεί να παραταθεί λόγω ανωτέρας βίας (άρθρο 502 παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
δ. Στην περίπτωση διεξαγωγής αποδείξεων πριν από τη διεξαγωγή της δίκης (μπορεί να εγκριθεί από τον δικαστή βάσει των άρθρων 293 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας, αν υπάρχει εύλογος φόβος ότι δεν θα είναι εφικτή η διεξαγωγή των αποδείξεων κατά το σύνηθες στάδιο της διαδικασίας), η αίτηση πρέπει να υποβληθεί εντός δύο μηνών από τη διεξαγωγή των αποδείξεων, εκτός αν αποδειχθεί ότι δεν ήταν εφικτή η κίνηση της δίκης εντός της εν λόγω προθεσμίας για λόγο ανωτέρας βίας ή παρόμοιο λόγο (άρθρο 295 παράγραφος 3 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Επίσης, οι δύο διάδικοι μπορούν με αμοιβαία συμφωνία τους να ζητήσουν την αναστολή της διαδικασίας, χωρίς να αιτιολογήσουν το αίτημά τους, ή για να επιχειρήσουν τη συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς τους ή να προσφύγουν σε διαμεσολάβηση ή διαιτησία. Η διαδικασία δεν μπορεί να ανασταλεί για περισσότερες από 60 ημέρες ή έως την περάτωση της διαμεσολάβησης (άρθρο 19 παράγραφος 4 και άρθρο 415 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Σε περίπτωση αίτησης χορήγησης νομικής συνδρομής, το άρθρο 16 του νόμου 1/1996 περί νομικής συνδρομής, της 10ης Ιανουαρίου, όπως τροποποιήθηκε από τον ήδη προαναφερθέντα νόμο 42/2015, προβλέπει δύο ενδεχόμενα:
1. Σε περίπτωση που η αίτηση νομικής συνδρομής υποβληθεί σε χρόνο που η δικαστική διαδικασία βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, για να αποφεύγονται περιπτώσεις κατά τις οποίες η παρέλευση προθεσμίας έχει ως αποτέλεσμα την παραγραφή δικαιωμάτων ή την παραβίαση του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη ενός εκ των διαδίκων, ο δικαστικός ή ο διοικητικός υπάλληλος μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή έπειτα από αίτημα των διαδίκων, να αποφασίσει την αναστολή της δίκης μέχρι την έκδοση της απόφασης περί της χορήγησης ή μη νομικής συνδρομής, ή μέχρι τον προσωρινό διορισμό δικηγόρου και δικαστικού αντιπροσώπου, όταν η νομική εκπροσώπηση είναι είτε υποχρεωτική είτε αναγκαία για λόγους δικαιοσύνης, υπό τον όρο ότι το σχετικό αίτημα κατατέθηκε εντός της προθεσμίας που ορίζει η δικονομική νομοθεσία.
2. Σε περίπτωση που η αίτηση χορήγησης νομικής συνδρομής υποβληθεί πριν από την έναρξη της διαδικασίας και συντρέχει ο κίνδυνος η παρέλευση της προθεσμίας παραγραφής ή αποσβεστικής προθεσμίας να επηρεάσει τη διαδικασία, η εν λόγω προθεσμία παραγραφής ή αποσβεστική προθεσμία διακόπτεται ή αναστέλλεται, αντίστοιχα, έως ότου διοριστεί προσωρινά δικηγόρος και, εάν απαιτείται, δικαστικός αντιπρόσωπος που να εκπροσωπεί τον αιτούντα, και, αν οι εν λόγω διορισμοί δεν καταστεί δυνατόν να πραγματοποιηθούν, έως ότου ληφθεί οριστική διοικητική απόφαση σχετικά με την αναγνώριση ή μη του εν λόγω δικαιώματος.
Σε κάθε περίπτωση, η προθεσμία παραγραφής αρχίζει να τρέχει εκ νέου από την κοινοποίηση του προσωρινού διορισμού δικηγόρου από τον Δικηγορικό Σύλλογο στον αιτούντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, από την κοινοποίηση της απόφασης αναγνώρισης ή μη του δικαιώματος νομικής συνδρομής από την Επιτροπή Νομικής Συνδρομής (Comisión de Asistencia Jurídica Gratuita) και, σε κάθε περίπτωση, δύο μήνες μετά την υποβολή της αίτησης.
Εάν η αίτηση απορριφθεί, κριθεί προφανώς καταχρηστική και αποσκοπούσα αποκλειστικά στην καθυστέρηση της διαδικασίας, το δικαστήριο που έχει επιληφθεί της υπόθεσης μπορεί να υπολογίσει τις προθεσμίες βάσει των αυστηρών νομοθετικών προβλέψεων, με όλες τις συνέπειες που αυτό μπορεί να συνεπάγεται.
Στις προφορικές διαδικασίες που αφορούν έξωση από την πρώτη κατοικία, όπως σε περίπτωση έξωσης λόγω μη πληρωμής ή λήξης του συμβολαίου, το άρθρο 441 παράγραφος 5 του κώδικα πολιτικής δικονομίας προβλέπει και άλλη μια περίπτωση αναστολής της διαδικασίας, και συγκεκριμένα όταν το νοικοκυριό βρίσκεται σε ευάλωτη κατάσταση από κοινωνική και/ή οικονομική άποψη και οι αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες προτείνουν μια εναλλακτική αξιοπρεπή κατοικία σε μίσθωμα κοινωνικού χαρακτήρα, μέτρα άμεσης ενίσχυσης ή πιθανή οικονομική βοήθεια και επιδοτήσεις που μπορεί να λάβει ο εναγόμενος. Το δικαστήριο, αφότου ενημερωθεί από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές για θέματα στέγασης και κοινωνικής αρωγής και ακούσει τους διαδίκους, εκδίδει απόφαση σχετικά με την αναστολή της διαδικασίας, προκειμένου να ληφθούν τα μέτρα που προτείνουν οι δημόσιες αρχές, για μέγιστη περίοδο δύο μηνών εάν ο αιτών είναι φυσικό πρόσωπο ή τεσσάρων μηνών εάν πρόκειται για νομικό πρόσωπο.
Όταν ληφθούν τα οικεία μέτρα από τις αρμόδιες δημόσιες αρχές ή όταν εκπνεύσει η μέγιστη προθεσμία αναστολής, η αναστολή αίρεται αυτομάτως και η διαδικασία συνεχίζει κανονικά.
14 Εφόσον μια πράξη η οποία απευθύνεται σε διάδικο που κατοικεί σε τόπο όπου θα ετύγχανε παράτασης προθεσμίας κοινοποιείται σε τόπο όπου δεν παρέχεται η εν λόγω παράταση, το πρόσωπο αυτό χάνει το ευεργέτημα της εν λόγω προθεσμίας;
Άνευ αντικειμένου.
15 Ποιες είναι οι συνέπειες σε περίπτωση μη τήρησης των προθεσμιών;
Γενικά, ο διάδικος που δεν τηρεί προθεσμία ή καταληκτική ημερομηνία χάνει το δικαίωμα διενέργειας της οικείας πράξης (άρθρο 136 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Ορισμένες από τις σημαντικότερες συναφείς περιπτώσεις είναι οι εξής:
- Όσον αφορά την εμφάνιση του εναγομένου στη δίκη, κηρύσσεται δικαζόμενος ερήμην (άρθρο 442 παράγραφος 2 και άρθρο 496 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας) και η δίκη συνεχίζεται χωρίς την εκ νέου κλήτευση του εναγομένου. Του κοινοποιούνται μόνο η εν λόγω απόφαση και η απόφαση που περατώνει τη δίκη (άρθρο 497 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
- Στην τακτική διαδικασία, εάν ο ενάγων ή ο δικηγόρος του ενάγοντα δεν παραστεί στην προδικαστική συζήτηση και ο εναγόμενος είτε δεν παραστεί είτε παραστεί αλλά δεν προβάλλει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, η υπόθεση απορρίπτεται (άρθρο 414 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
- Στην προφορική διαδικασία, εάν ο ενάγων δεν παραστεί και ο εναγόμενος δεν προβάλλει έννομο συμφέρον για τη συνέχιση της δίκης, ο ενάγων θεωρείται ότι παραιτήθηκε. Ο ενάγων διατάσσεται να καταβάλει τα έξοδα και να πληρώσει αποζημίωση στον εναγόμενο αν ο εναγόμενος το ζητήσει και τεκμηριώσει τη ζημιά και την απώλεια που υπέστη (άρθρο 442 παράγραφος 1 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
- Παρά το καθήκον του δικαστηρίου να διεκπεραιώνει αυτεπάγγελτα τις υποθέσεις, αν η διαδικασία δεν κινείται, η δίκη αποσβένεται και θεωρείται ότι έχει υπάρξει παραίτηση από κάθε αίτηση και ένδικο μέσο σε κάθε βαθμό (άρθρο 237 του κώδικα πολιτικής δικονομίας). Η δίκη στον πρώτο βαθμό αποσβένεται έπειτα από δύο άπρακτα έτη και θεωρείται ότι έχει επέλθει ανάκληση, γεγονός που σημαίνει ότι είναι δυνατή η άσκηση νέας αγωγής. Το εν λόγω διάστημα απραξίας είναι ενός έτους στον δεύτερο βαθμό, στην περίπτωση έκτακτης προσφυγής λόγω διαδικαστικού σφάλματος και στην περίπτωση αναίρεσης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, και ο διάδικος θεωρείται ότι έχει παραιτηθεί από κάθε ένδικο μέσο. Οι προθεσμίες υπολογίζονται από την ημερομηνία της τελευταίας κοινοποίησης στους διαδίκους. Η δίκη δεν αποσβένεται αν έχει ανασταλεί λόγω ανωτέρας βίας ή για άλλο λόγο που βρίσκεται εκτός του πεδίου έλεγχου των διαδίκων.
- Η διαδικασία εκτέλεσης δεν αποσβένεται και μπορεί να συνεχιστεί έως την εκτέλεση της απόφασης, ακόμη κι αν παραμένει ανενεργή για τα χρονικά διαστήματα που περιγράφηκαν ανωτέρω. Ωστόσο, για να ισχύει αυτό πρέπει να έχει ξεκινήσει η διαδικασία εκτέλεσης, καθώς το άρθρο 518 του κώδικα πολιτικής δικονομίας τάσσει προθεσμία πέντε ετών για κάθε πράξη εκτέλεσης που βασίζεται σε δικαστική απόφαση, δικαστική διαταγή ή συμφωνία διαμεσολάβησης. Η πενταετής προθεσμία αρχίζει να τρέχει αφότου η απόφαση καταστεί αμετάκλητη. Ως εκ τούτου, εάν εντός της εν λόγω προθεσμίας δεν κατατεθεί αίτημα εκτέλεσης, η προθεσμία λήγει και επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης.
16 Αν λήξει η προθεσμία, ποια ένδικα μέσα παρέχονται στους διαδίκους που δεν τήρησαν τις προθεσμίες, δηλαδή στους ερημοδικούντες διαδίκους;
Όταν ένας διάδικος ενημερώνεται για την παρέλευση της προθεσμίας διενέργειας ορισμένης πράξης, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη του επόμενου διαδικαστικού σταδίου, ή όταν απορρίπτεται ένα έγγραφο ή μια αίτηση διαδίκου ως εκπρόθεσμο, ο διάδικος μπορεί να προσφύγει κατά της απόφασης. Αυτό ισχύει, για παράδειγμα, σε περίπτωση απόρριψης της αντίκρουσης αγωγής λόγω εκπρόθεσμης υποβολής της.
Πρόσωπο που καταδικάστηκε ερήμην και στο οποίο επιδόθηκε προσωπικά η απόφαση, μπορεί να προσφύγει κατ’ αυτής με έφεση ενώπιον του αμέσως ανώτερου ιεραρχικά δικαστηρίου (recurso de apelación) ή με αναίρεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (recurso de casación), εφόσον ασκήσει τα εν λόγω ένδικα μέσα εμπρόθεσμα. Τα ίδια ένδικα μέσα μπορεί να ασκήσει ο εναγόμενος που δικάστηκε ερήμην στον οποίο επιδόθηκε προσωπικά η απόφαση, αλλά στην περίπτωση αυτή, η προθεσμία για την άσκησή τους αρχίζει να τρέχει από την ημέρα που ακολουθεί τη δημοσίευση της απόφασης στον Εναίο Δικαστικό Πίνακα Ανακοινώσεων του δικαστηρίου ή, ανάλογα με την περίπτωση, με τα ηλεκτρονικά μέσα που προβλέπονται στο άρθρο 497 παράγραφος 2. (άρθρο 500 του κώδικα πολιτικής δικονομίας)
Σε περίπτωση διαρκούς ερημοδικίας, ο ερημοδικήσας μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση της απόφασης που έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου εάν δεν ήταν σε θέση να παραστεί στο δικαστήριο ή δεν γνώριζε την ύπαρξη της δίκης λόγω ανωτέρας βίας (άρθρα 501 επ. του κώδικα πολιτικής δικονομίας).