1 Ύπαρξη ειδικής διαδικασίας μικροδιαφορών
Στις 15 Ιανουαρίου 2018 τέθηκαν σε ισχύ στη Λετονία τροποποιήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας, με τις οποίες αντικαταστάθηκε ο όρος «υποθέσεις μικροδιαφορών» με τον όρο «υποθέσεις απλουστευμένης διαδικασίας».
Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης εάν η κύρια οφειλή ή, στην περίπτωση αξίωσης για είσπραξη διατροφής, το συνολικό ποσό δεν υπερβαίνει τα 2 500 ευρώ την ημέρα υποβολής της αίτησης. Σε περίπτωση αξίωσης για την είσπραξη διατροφής, το συνολικό ποσό των καταβολών ισχύει για κάθε τέκνο χωριστά. (Άρθρο 250.19. παράγραφος 2 του κώδικα πολιτικής δικονομίας).
Η απλουστευμένη διαδικασία διέπεται από το κεφάλαιο 30 του κώδικα πολιτικής δικονομίας3: Άρθρα 250.18. — 250.27α και τα ακόλουθα άρθρα στο κεφάλαιο 54.1: Άρθρα 440.1 — 440.12.
1.1 Πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας, κατώτατο όριο
Οι απλουστευμένες διαδικασίες εφαρμόζονται μόνο στην περίπτωση των αξιώσεων για την είσπραξη χρηματικών ποσών και την είσπραξη διατροφής [άρθρο 35 παράγραφος 1 σημεία 1) και 3) του κώδικα πολιτικής δικονομίας].
Οι διατάξεις της εθνικής νομοθεσίας που διέπουν τις απλουστευμένες διαδικασίες δεν εφαρμόζονται στους διαδικαστικούς κανόνες που αφορούν την απλουστευμένη διαδικασία μικροδιαφορών δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 861/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2007, για τη θέσπιση ευρωπαϊκής διαδικασίας μικροδιαφορών, με εξαίρεση όσον αφορά τη διαδικασία προσβολής αποφάσεων πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.
Για την αίτηση καταβάλλεται κρατικό τέλος (valsts nodeva) ως εξής [άρθρο 34 παράγραφος 1 σημείο 1) του κώδικα πολιτικής δικονομίας]:
α) για διαφορές έως 2 134 EUR, το τέλος ανέρχεται σε 15 % επί του ποσού της αξίωσης και είναι τουλάχιστον από 70 EUR·
β) για διαφορές ύψους από 2 135 EUR έως 7 114 EUR, 320 EUR συν 4 % του ποσού της αξίωσης που υπερβαίνει τα 2 134 EUR.
Σε περίπτωση απαίτησης για είσπραξη διατροφής τέκνου ή γονέα, δεν απαιτείται καταβολή τέλους.
1.2 Εφαρμογή της διαδικασίας
Κατά την εκδίκαση υποθέσεων απλουστευμένης διαδικασίας, το δικαστήριο ακολουθεί τους γενικούς κανόνες που ισχύουν για τις δικαστικές διαδικασίες, λαμβάνοντας υπόψη τις εξαιρέσεις της πολιτικής δικονομίας για τις υποθέσεις απλουστευμένης διαδικασίας. Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης.
Ο δικαστής δεν προβαίνει στην εξέτασης υπόθεσης απλουστευμένης διαδικασίας εάν η αίτηση δεν έχει συνταχθεί σύμφωνα με το υπόδειγμα που έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Όταν ο δικαστής λαμβάνει αιτιολογημένη απόφαση να μην προβεί σε εξέταση της αίτησης, αποστέλλει την απόφαση στον ενάγοντα και ορίζει χρονική προθεσμία για την αποκατάσταση των ελλείψεων. Η προθεσμία αυτή δεν μπορεί να είναι συντομότερη των 20 ημερών από τον χρόνο αποστολής της απόφασης. Κατά της απόφασης του δικαστή μπορεί να ασκηθεί προσφυγή εντός 10 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης ή εντός 15 ημερών από την ημερομηνία επίδοσης ή κοινοποίησης της απόφασης, εάν ο τόπος διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου βρίσκεται εκτός Λετονίας.
1.3 Έντυπα
Η αίτηση και οι παρατηρήσεις του εναγομένου πρέπει να συντάσσονται με βάση τα έντυπα που προβλέπονται στον κανονισμό αριθ. 305 του Υπουργικού Συμβουλίου (Ministru kabinets) της 29ης Μαΐου 2018 σχετικά με τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται στις απλουστευμένες διαδικασίες. Τα παραρτήματα του κανονισμού του Υπουργικού Συμβουλίου περιλαμβάνουν τα ακόλουθα έντυπα:
1. Αίτηση για την είσπραξη χρηματικών ποσών στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 1)·
2. Αίτηση για την είσπραξη διατροφής στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 2)·
3. Υπόμνημα σχετικά με την αίτηση είσπραξης χρηματικών ποσών στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 3)·
4. Υπόμνημα σχετικά με την αίτηση είσπραξης διατροφής στο πλαίσιο απλουστευμένης διαδικασίας (παράρτημα 4).
Πέραν των στοιχείων του ενάγοντα και του εναγομένου, στο έντυπο για την κίνηση απλουστευμένης διαδικασίας πρέπει να αναφέρονται οι εξής πληροφορίες:
- η ονομασία του επαρχιακού ή δημοτικού δικαστηρίου [rajona (pilsētas) tiesa] στο οποίο υποβάλλεται η αίτηση: εάν οι αντίδικοι δεν έχουν συμφωνήσει βάσει σύμβασης ότι οποιαδήποτε τυχόν διαφορά θα εξεταστεί αλλού, τότε, κάθε αξίωση κατά φυσικού προσώπου πρέπει να υποβάλλεται στο δικαστήριο του δηλωθέντος τόπου διαμονής του ή, σε περίπτωση νομικού προσώπου, στο δικαστήριο του τόπου της έδρας του (εάν η αξίωση σχετίζεται με τις δραστηριότητες υποκαταστήματος ή αντιπροσωπείας ενός νομικού προσώπου, η αξίωση δύναται επίσης να υποβληθεί στον τόπο όπου βρίσκεται το υποκατάστημα ή η αντιπροσωπεία).
Πληροφορίες σχετικά με το ποιο δικαστήριο είναι αρμόδιο, και συνεπώς για το ποιο δικαστήριο πρέπει να αναφερθεί στο έντυπο, μπορείτε να βρείτε στη διαδικτυακή πύλη http://www.tiesas.lv, ενότητα Tiesas (« δικαστήρια»), Tiesu darbības teritorijas («κατά τόπον αρμοδιότητα δικαστηρίων»). - Εάν ο ενάγων επιθυμεί να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντά του στο δικαστήριο από άλλο πρόσωπο, πρέπει να αναφέρεται ο εκπρόσωπος του ενάγοντα. Προκειμένου κάποιο άλλο πρόσωπο να ενεργήσει ως εκπρόσωπος στο δικαστήριο, χρειάζεται να συνταχθεί πληρεξούσιο (pilnvara), επικυρωμένο από συμβολαιογράφο, και να αναφερθεί στη στήλη όπου δηλώνεται η βάση της εκπροσώπησης. Εάν ο εκπρόσωπος είναι δικηγόρος (zvērināts advokāts), η εκπροσώπηση πρέπει να επιβεβαιώνεται από ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης (orderis), και αν ο δικηγόρος πρόκειται να ενεργήσει εξ ονόματος του διαδίκου, η εντολή αυτή πρέπει να βεβαιώνεται σε γραπτό πληρεξούσιο (το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να είναι υπογεγραμμένο από συμβολαιογράφο).
- Αντικείμενο της αξίωσης: στο έντυπο πρέπει να αναφέρονται τα αμφισβητούμενα δικαιώματα και οι έννομες σχέσεις μεταξύ του ενάγοντα και του εναγομένου των οποίων την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη ζητεί ο ενάγων να επιβεβαιώσει το δικαστήριο, ζητώντας από το δικαστήριο να προστατεύσει τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του που προστατεύονται από τον νόμο.
- Η μέθοδος υπολογισμού του ποσού της αξίωσης: στο έντυπο για την απλουστευμένη διαδικασία πρέπει να αναγράφεται η κύρια οφειλή, δηλαδή το ποσό της οφειλής προ τόκων και συμβατικών κυρώσεων, το ποσό των τυχόν συμβατικών κυρώσεων, οι τυχόν οφειλόμενοι τόκοι βάσει της σύμβασης ή της νομοθεσίας, και το σύνολο όλων των ανωτέρω.
- Στο έντυπο θα πρέπει να αναφέρονται τα γεγονότα στα οποία βασίζει ο ενάγων την αξίωσή του και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, οι συγκεκριμένες νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζεται η αξίωση και, τέλος, το μέτρο που ζητεί ο ενάγων να διατάξει το δικαστήριο.
- Η αίτηση πρέπει να είναι υπογεγραμμένη από τον ενάγοντα ή τον εκπρόσωπό του, ή από τον ενάγοντα και τον εκπρόσωπό του από κοινού, εφόσον το απαιτεί το δικαστήριο. Στην αίτηση θα πρέπει να επισυνάπτονται τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχουν τηρηθεί οι απαιτούμενες από τον νόμο διαδικασίες σχετικά με την προκαταρκτική εξωδικαστική εξέταση της υπόθεσης και τα έγγραφα που τεκμηριώνουν τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η αξίωση.
1.4 Συνδρομή
Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας δεν περιλαμβάνει κάποια ειδική διάταξη για τη νομική συνδρομή στις απλουστευμένες διαδικασίες. Στις απλουστευμένες διαδικασίες, οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να εκπροσωπηθούν.
Εάν ο ενάγων επιθυμεί να εκπροσωπηθούν τα συμφέροντά του στο δικαστήριο από κάποιο άλλο πρόσωπο και η αίτηση υποβληθεί από τον εκπρόσωπο, στην αίτηση πρέπει να δηλώνονται το όνομα, το επώνυμο, ο προσωπικός αριθμός ταυτότητας και η διεύθυνση αλληλογραφίας του εκπροσώπου με το δικαστήριο, ή, εάν ο εκπρόσωπος είναι νομικό πρόσωπο, ο αριθμός μητρώου και η έδρα του. Οποιοδήποτε φυσικό πρόσωπο δύναται να είναι εκπρόσωπος σε αστική διαδικασία, υπό την προϋπόθεση ότι έχει συμπληρώσει τα 18 του έτη, δεν τελεί υπό επιτροπεία και δεν υπόκειται σε κανέναν από τους περιορισμούς που καθορίζονται στο άρθρο 84 του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Εάν πρόκειται να ενεργήσει άλλο πρόσωπο ως εκπρόσωπος στο δικαστήριο, πρέπει να συνταχθεί πληρεξούσιο επικυρωμένο από συμβολαιογράφο. Ο αιτών μπορεί να ορίσει εκπρόσωπο με προφορική αίτηση στο δικαστήριο, και αυτό πρέπει να καταχωριστεί στα πρακτικά της ακροαματικής διαδικασίας. Ο εκπρόσωπος νομικού προσώπου πρέπει να έχει γραπτό πληρεξούσιο (το οποίο δεν απαιτείται να έχει επικυρωθεί από συμβολαιογράφο) ή έγγραφα που επιβεβαιώνουν ότι το εν λόγω πρόσωπο έχει διοριστεί να εκπροσωπήσει το νομικό πρόσωπο χωρίς ειδική εξουσιοδότηση. Εάν ο εκπρόσωπος είναι δικηγόρος (zvērināts advokāts), η εκπροσώπηση πρέπει να επιβεβαιώνεται από ιδιωτικό συμφωνητικό ανάθεσης (orderis), και αν ο δικηγόρος πρόκειται να ενεργήσει εξ ονόματος του διαδίκου, η εντολή αυτή πρέπει να βεβαιώνεται σε γραπτό πληρεξούσιο (το οποίο στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται να είναι υπογεγραμμένο από συμβολαιογράφο). Εάν ένα πρόσωπο εκπροσωπείται, τα απαραίτητα έγγραφα υποβάλλονται στο δικαστήριο και υπογράφονται από τον εκπρόσωπο που ενεργεί εξ ονόματος του εν λόγω προσώπου σύμφωνα με το πληρεξούσιο.
1.5 Κανόνες που αφορούν τη διεξαγωγή αποδείξεων
Η διεξαγωγή αποδείξεων υπόκειται στις γενικές διατάξεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας. Επομένως, στις απλουστευμένες διαδικασίες, οι αποδείξεις μπορεί να λάβουν τη μορφή παρατηρήσεων που υποβάλλονται από τους διαδίκους ή από τρίτους, καταθέσεων μαρτύρων, γραπτών αποδεικτικών στοιχείων και εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης.
1.6 Έγγραφη διαδικασία
Ο δικαστής κινεί την απλουστευμένη διαδικασία βάσει γραπτής αίτησης. Αποστέλλεται στον εναγόμενο αντίγραφο της αίτησης, και έντυπο παρατηρήσεων: ο εναγόμενος πρέπει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της αίτησης. Ανάλογα με τις περιστάσεις και τη φύση της υπόθεσης, μπορούν επίσης να αποσταλούν στον εναγόμενο τα έγγραφα που επισυνάπτονται στην αίτηση. Το δικαστήριο ενημερώνει επίσης τον εναγόμενο ότι η μη υποβολή παρατηρήσεων παρατηρήσεων από πλευράς του εναγομένου δεν θα εμποδίσει την έκδοση απόφασης επί της υπόθεσης και ότι ο εναγόμενος δύναται να ζητήσει τη διεξαγωγή επ᾽ ακροατηρίω συζήτησης στο δικαστήριο.
Όταν το δικαστήριο αποστέλλει τα έγγραφα στους διαδίκους, εξηγεί τα δικονομικά τους δικαιώματα, τους ενημερώνει σχετικά με τη σύνθεση του δικαστηρίου που θα εξετάσει την υπόθεση και εξηγεί πώς μπορεί ένας διάδικος να υποβάλει ένσταση για την εξαίρεση δικαστή. Ο κώδικας πολιτικής δικονομίας παρέχει στους διαδίκους δικονομικά δικαιώματα όσον αφορά την προετοιμασία της υπόθεσης για την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, τα οποία δύνανται να ασκήσουν το αργότερο επτά ημέρες πριν από την καθορισμένη ημερομηνία εκδίκασης της υπόθεσης.
Ο εναγόμενος μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις του χρησιμοποιώντας υπόδειγμα εγκεκριμένο από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το υπόδειγμα είναι ένα από τα έντυπα που περιλαμβάνονται στα παραρτήματα του κανονισμού αριθ. 305 του Υπουργικού Συμβουλίου, της 29 Μαΐου 2018, σχετικά με τα έντυπα που πρέπει να χρησιμοποιούνται στην απλουστευμένη διαδικασία. Ο εναγόμενος πρέπει να παράσχει τις ακόλουθες πληροφορίες στις παρατηρήσεις του:
- την ονομασία του δικαστηρίου στο οποίο υποβάλλονται οι παρατηρήσεις·
- το όνομα, το επώνυμο, τον αριθμό ταυτότητας και τον δηλωθέντα τόπο διαμονής του ενάγοντα ή, ελλείψει αυτού, τον πραγματικό τόπο διαμονής του ενάγοντα· ή, στην περίπτωση νομικού προσώπου, την επωνυμία, τον αριθμό μητρώου και την έδρα του·
- το όνομα, το επώνυμο, τον αριθμό ταυτότητας και τον δηλωθέντα τόπο διαμονής του εναγόμενου, μαζί με τυχόν επιπλέον διεύθυνση που έχει δηλώσει ο εναγόμενος, ή, ελλείψει αυτού, τον πραγματικό τόπο διαμονής του εναγόμενου· στην περίπτωση νομικού προσώπου, την επωνυμία, τον αριθμό μητρώου και την έδρα του· επιπλέον, ο εναγόμενος δύναται να δηλώσει διαφορετική διεύθυνση για την αλληλογραφία του με το δικαστήριο·
- τον αριθμό της υπόθεσης και το αντικείμενο της απαίτησης·
- εάν αποδέχεται την απαίτηση, εν όλω ή εν μέρει·
- τις ενστάσεις του κατά της απαίτησης, τους λόγους στους οποίους αυτές βασίζονται και τις νομοθετικές διατάξεις στις οποίες βασίζονται·
- αποδεικτικά στοιχεία που στηρίζουν τις ενστάσεις του κατά της απαίτησης·
- αιτήματα κοινοποίησης αποδεικτικών στοιχείων·
- εάν ο εναγόμενος επιθυμεί αποζημίωση για τις δικαστικές δαπάνες·
- εάν ο εναγόμενος επιθυμεί αποζημίωση για τα έξοδα που σχετίζονται με τη διεξαγωγή της υπόθεσης, με αναφορά του ποσού και επισύναψη των εγγράφων που τεκμηριώνουν το ζητούμενο ποσό·
- αν ο εναγόμενος ζητεί να εκδικαστεί η υπόθεση στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίω συζήτησης·
- οποιεσδήποτε άλλες περιστάσεις θεωρεί ο εναγόμενος σημαντικές για την εξέταση της υπόθεσης·
- οποιαδήποτε άλλα αιτήματα·
- κατάλογο των εγγράφων που επισυνάπτονται στα υπομνήματα παρατηρήσεων·
- τον χρόνο και τον τόπο όπου συντάχθηκαν οι παρατηρήσεις.
Ο εναγόμενος έχει το δικαίωμα να υποβάλει ανταπαίτηση, εντός 30 ημερών από την ημέρα αποστολής της αίτησης στον εναγόμενο, εάν: 1) είναι δυνατός ο αμοιβαίος συμψηφισμός των απαιτήσεων της αρχικής αγωγής και της ανταπαίτησης· 2) σε περίπτωση που η ανταπαίτηση γίνει δεκτή, το δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει δεκτές εν όλω ή εν μέρει τις απαιτήσεις της αρχικής αγωγής· 3) η ανταπαίτηση και η αρχική αγωγή σχετίζονται αμοιβαία, και η υπόθεση μπορεί να επιλυθεί ταχύτερα και ορθότερα εάν εξεταστούν μαζί. Η υπόθεση εκδικάζεται σύμφωνα με τους κανόνες της απλουστευμένης διαδικασίας εάν η ανταπαίτηση αποτελεί απαίτηση που υπόκειται σε απλουστευμένη διαδικασία, δηλαδή εάν είναι εντός του επιτρεπόμενου χρηματικού ορίου και είναι κατάλληλα διατυπωμένη.
Εάν το διεκδικούμενο ποσό στην ανταπαίτηση υπερβαίνει το όριο για τις απλουστευμένες διαδικασίες ή εάν με την ανταπαίτηση δεν ζητείται η είσπραξη χρηματικών ποσών ή διατροφής, το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας.
Εφόσον οι διάδικοι δεν ζητούν να εξεταστεί η υπόθεση στο πλαίσιο συζήτησης στο δικαστήριο και το δικαστήριο δεν θεωρεί απαραίτητη την επ’ ακροατηρίω συζήτηση, η υπόθεση εξετάζεται με γραπτή διαδικασία και οι διάδικοι ειδοποιούνται εγκαίρως για την ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση θα είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα. Η ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία σύνταξης της απόφασης. Το δικαστήριο εξετάζει την υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαδικασίας, εφόσον έχει υποβληθεί αιτιολογημένο αίτημα διαδίκου και το δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να εκδικάσει την υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία. Το δικαστήριο μπορεί επίσης να αποφασίσει αυτεπαγγέλτως να εκδικάσει μια υπόθεση σε ακροαματική διαδικασία. Εάν ο τόπος κατοικίας ή ο τόπος διαμονής ενός προσώπου δεν βρίσκεται στη Λετονία και η διεύθυνσή του είναι γνωστή, η παράδοση και επίδοση ή κοινοποίηση δικαστικών εγγράφων πραγματοποιείται σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο που δεσμεύει τη Λετονία ή το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συμπεριλαμβανομένου του κανονισμού (ΕΕ) 2020/1784 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25 Νοεμβρίου 2020, περί επιδόσεως και κοινοποιήσεως στα κράτη μέλη δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις.
1.7 Περιεχόμενο απόφασης
Στις απλουστευμένες διαδικασίες, το δικαστήριο εκδίδει συνοπτική απόφαση. Η συνοπτική απόφαση καταρτίζεται σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις που ισχύουν όσον αφορά το περιεχόμενο των αποφάσεων (άρθρο 193 του κώδικα πολιτικής δικονομίας), με εξαίρεση το περιγραφικό μέρος, το οποίο αναφέρει μόνο το αντικείμενο της διαφοράς, τους νόμους και τους κανονισμούς που επικαλείται ο διάδικος και την αξίωση, καθώς και την αιτιολογία της απόφασης, η οποία αντικατοπτρίζει μόνο τη νομοθεσία στην οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο.
Το δικαστήριο εκδίδει πλήρη απόφαση (σύμφωνα με τις γενικές απαιτήσεις που ισχύουν για το περιεχόμενο των αποφάσεων) σε υπόθεση απλουστευμένης διαδικασίας, εάν ένας διάδικος υποβάλει γραπτό αίτημα για την έκδοση τέτοιας απόφασης. Το αίτημα πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο εντός 10 ημερών από την ημερομηνία ανακοίνωσης της συνοπτικής απόφασης (ημερομηνία κατά την οποία η συνοπτική απόφαση καθίσταται διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα). Το δικαστήριο μπορεί επίσης να εκδώσει αυτεπαγγέλτως πλήρη απόφαση. Το δικαστήριο εκδίδει πλήρη απόφαση εντός 20 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήματος για την έκδοση απόφασης. Η ημερομηνία κατά την οποία η πλήρης απόφαση είναι διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα θεωρείται ότι είναι η ημερομηνία σύνταξης της απόφασης.
1.8 Επιστροφή εξόδων
Οι απλουστευμένες διαδικασίες υπόκεινται στους γενικούς κανόνες που αφορούν την καταβολή δικαστικών δαπανών.
Όταν εκδίδεται μια απόφαση, ο ηττηθείς διάδικος διατάσσεται να πληρώσει το σύνολο των δικαστικών δαπανών του νικήσαντος διαδίκου (το κρατικό τέλος και τα έξοδα της διαδικασίας). Εάν η αίτηση έχει γίνει δεκτή μόνο εν μέρει, ο εναγόμενος διατάσσεται να πληρώσει τις δικαστικές δαπάνες του ενάγοντα κατ᾽ αναλογία προς τις αξιώσεις που έγιναν δεκτές, ενώ ο ενάγων οφείλει να πληρώσει τις δικαστικές δαπάνες του εναγομένου κατ᾽ αναλογία προς τις αξιώσεις που απορρίφθηκαν. Εάν ο ενάγων αποσύρει την αγωγή, οφείλει να καταβάλει αποζημίωση για τις δικαστικές δαπάνες που ανέλαβε ο εναγόμενος. Στην περίπτωση αυτή, ο εναγόμενος δεν επιστρέφει τα δικαστικά έξοδα που κατέβαλε ο ενάγων. Εάν, ωστόσο, ο ενάγων παραιτηθεί από την αγωγή επειδή ο εναγόμενος ικανοποιήσει εκουσίως την αξίωση μετά την υποβολή της αίτησης, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εναγόμενο να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος.
Ομοίως, εάν το δικαστήριο αποφασίσει να μην εκδικάσει αγωγή, το δικαστήριο, κατόπιν αιτήματος του εναγόμενου, διατάσσει τον ενάγοντα να επιστρέψει τα δικαστικά έξοδα που κατέβαλε ο εναγόμενος.
Εάν ο ενάγων απαλλαγεί από τις δικαστικές δαπάνες, ο εναγόμενος μπορεί να διαταχθεί να καταβάλει δικαστικές δαπάνες στο κράτος κατ᾽ αναλογία προς το μέρος της αίτησης που έγινε δεκτό.
Για παρεπόμενη απαίτηση καταβάλλεται εγγύηση ύψους 70 EUR. Εάν το δικαστήριο ακυρώσει ή τροποποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση εν όλω ή εν μέρει, η εγγύηση επιστρέφεται. Εάν η προσφυγή απορριφθεί, η εγγύηση δεν επιστρέφεται.
1.9 Δυνατότητα έφεσης
Έφεση (apelācija) μπορεί να ασκηθεί κατά απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εάν:
- το δικαστήριο έχει εφαρμόσει ή ερμηνεύσει κάποιον κανόνα ουσιαστικού δικαίου εσφαλμένα με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κρίση της υπόθεσης·
- το δικαστήριο έχει παραβιάσει κάποιον κανόνα του δικονομικού δικαίου με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κρίση της υπόθεσης·
- το δικαστήριο έχει καταλήξει σε εσφαλμένες διαπιστώσεις επί πραγματικών περιστατικών ή έχει εσφαλμένα αξιολογήσει αποδείξεις ή έχει προβεί σε εσφαλμένη νομική αξιολόγηση των περιστάσεων της υπόθεσης με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κρίση της υπόθεσης.
Όταν η υπόθεση κρίνεται με γραπτή διαδικασία, η προθεσμία προσβολής της απόφασης (20 ημέρες) αρχίζει από την ημέρα σύνταξης της απόφασης.
Εκτός από τα σημεία που καθορίζονται στον κώδικα πολιτικής δικονομίας, κάθε έφεση που υποστηρίζει ότι μια απόφαση είναι πλημμελής πρέπει να αναφέρει τα εξής:
- τον κανόνα ουσιαστικού δικαίου που έχει εφαρμοστεί ή ερμηνευτεί εσφαλμένα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ή τον κανόνα δικονομικού δικαίου που έχει παραβιαστεί και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρέασε την κρίση της υπόθεσης·
- τις διαπιστώσεις του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου επί πραγματικών περιστατικών που είναι εσφαλμένες, τις αποδείξεις που έχουν αξιολογηθεί εσφαλμένα, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να διαπιστωθεί ότι η νομική αξιολόγηση των περιστάσεων της υπόθεσης ήταν πλημμελής και τον τρόπο με τον οποίο αυτό επηρέασε την κρίση της υπόθεσης.
Ο δικαστής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αποφασίζει να προβεί σε εξέταση της έφεσης και ορίζει προθεσμία εντός της οποίας ο εκκαλών οφείλει να διορθώσει τυχόν πλημμέλειες, εάν η έφεση δεν πληροί τις απαιτήσεις του κώδικα πολιτικής δικονομίας ή, στις περιπτώσεις που προβλέπονται στον νόμο, δεν έχει επισυναφθεί στην έφεση μετάφραση της έφεσης και των συνημμένων σε αυτήν εγγράφων. Εάν οι πλημμέλειες αποκατασταθούν εντός της ορισθείσας προθεσμίας, η έφεση θεωρείται ότι υποβλήθηκε την ημέρα της αρχικής υποβολής της. Σε αντίθετη περίπτωση, θεωρείται ως ουδέποτε υποβληθείσα και επιστρέφεται στον αιτούντα.
Έφεση που δεν έχει υπογραφεί ή που υποβάλλεται από πρόσωπο που δεν είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένο για τον σκοπό αυτόν ή για την οποία δεν έχει πληρωθεί ένσημο (το καταβλητέο ένσημο για την έφεση, το οποίο ανέρχεται σε ποσοστό επί του ποσού της διαφοράς που είχε εισαχθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου), δεν γίνεται δεκτή και επιστρέφεται στον εκκαλούντα. Απόφαση απόρριψης έφεσης δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Ο δικαστής ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός, εφόσον κρίνει ότι τηρήθηκε η διαδικασία για την υποβολή έφεσης, λαμβάνει την απόφαση να κινήσει διαδικασία έφεσης εντός 30 ημερών από την παραλαβή της έφεσης
Εφόσον συντρέχει τουλάχιστον ένας από τους πιθανούς λόγους έφεσης, ο δικαστής λαμβάνει την απόφαση να κινήσει διαδικασία έφεσης και ειδοποιεί αμελλητί τους διαδίκους, υποδεικνύοντας την προθεσμία για την υποβολή γραπτών παρατηρήσεων.
Αν ο δικαστής που έχει οριστεί να αποφανθεί επί έφεσης κρίνει ότι δεν πρέπει να κινηθούν διαδικασίες έφεσης, το ζήτημα της κίνησης διαδικασίας ανατίθεται στην κρίση τριμελούς δικαστικού σχηματισμού.
Εάν τουλάχιστον ένας από τους τρεις δικαστές είναι της άποψης ότι συντρέχει τουλάχιστον ένας από τους πιθανούς λόγους για κίνηση διαδικασίας έφεσης, οι δικαστές λαμβάνουν την απόφαση να κινήσουν διαδικασία έφεσης και ειδοποιούν αμέσως τους διαδίκους.
Εάν οι δικαστές αποφανθούν ομόφωνα ότι δεν συντρέχει κανείς από τους λόγους κίνησης διαδικασίας έφεσης, αποφασίζουν να αρνηθούν να κινήσουν διαδικασία έφεσης και ειδοποιούν αμέσως τους διαδίκους. Η απόφαση αυτή έχει μορφή ψηφίσματος (rezolūcija) και δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.
Εντός 20 ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία το δικαστήριο ειδοποίησε τους διαδίκους σχετικά με την κίνηση της διαδικασίας, οι διάδικοι δύνανται να υποβάλουν γραπτές παρατηρήσεις επί της έφεσης.
Αφού ειδοποιηθούν για την κίνηση της διαδικασίας έφεσης, οι διάδικοι έχουν στη διάθεσή τους 20 ημέρες για να υποβάλουν αντέφεση. Εάν ασκηθεί αντέφεση, το δικαστήριο αποστέλλει αντίγραφα στους άλλους διαδίκους.
Οι εφέσεις με απλουστευμένη διαδικασία εκδικάζονται με γραπτή διαδικασία· οι διάδικοι ειδοποιούνται εγκαίρως σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία η απόφαση θα καταστεί διαθέσιμη στο διαδίκτυο και ενημερώνονται σχετικά με τη σύνθεση του δικαστηρίου και το δικαίωμά τους να προβάλουν ένσταση για την εξαίρεση δικαστή. Η απόφαση θεωρείται ότι εκδόθηκε την ημέρα κατά την οποία η απόφαση καθίσταται διαθέσιμη στο ηλεκτρονικό σύστημα. Αν το δικαστήριο το κρίνει απαραίτητο, η υπόθεση που υπόκειται σε απλουστευμένη διαδικασία είναι δυνατόν να εξεταστεί στο πλαίσιο επ’ ακροατηρίω συζήτησης.
Η απόφαση εφετείου δεν μπορεί να προσβληθεί με αίτηση αναίρεσης και αποκτά νομική ισχύ τη στιγμή που εκφωνείται ή, εάν πρόκειται για γραπτή διαδικασία, την ημερομηνία που συντάσσεται.