Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο

Παραπομπή υπόθεσης στο δικαστήριο

Flag of Poland
Πολωνία
Περιεχόμενο που παρέχεται από
European Judicial Network
(in civil and commercial matters)

1 Είμαι αναγκασμένος να προσφύγω σε δικαστήριο ή υπάρχει άλλη εναλλακτική λύση;

Η παραπομπή στη διαμεσολάβηση συνιστά εναλλακτική μέθοδο επίλυσης της διαφοράς αντί της υπαγωγής της υπόθεσης στο δικαστήριο (άρθρο 183 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας — ΚΠολΔ). Η διαμεσολάβηση αποτελεί εξωδικαστική (φιλική) μέθοδο επίλυσης των διαφορών, με τη βοήθεια ανεξάρτητου και εξειδικευμένου προσώπου ή φορέα (διαμεσολαβητή). Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εκούσια (κάθε διάδικος της διαφοράς μπορεί να ανακαλέσει οποτεδήποτε τη συναίνεσή του και να αποσυρθεί από τη διαμεσολάβηση) και εμπιστευτική (οι μετέχοντες υποχρεούνται να τηρούν εμπιστευτικές τις πληροφορίες που αποκτούν στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης), και οι διαμεσολαβητές είναι αμερόληπτοι και ανεξάρτητοι (δεν συντάσσονται με κανέναν διάδικο και καταρχήν δεν εισηγούνται λύσεις της διαφοράς).

2 Υπάρχει προθεσμία προσφυγής στο δικαστήριο;

Γενικά, οι αγωγές μπορούν να κατατίθενται οποτεδήποτε στο δικαστήριο εκτός αν ειδικοί κανόνες προβλέπουν προθεσμία. Ωστόσο, ο διάδικος που καταθέτει αγωγή μετά την παρέλευση του χρόνου παραγραφής της αξίωσης κινδυνεύει να ηττηθεί εάν ο αντίδικος επικαλεστεί την παραγραφή.

Το πολωνικό δίκαιο προβλέπει προθεσμίες παραγραφής (terminy zawite). Ο ειδικός χαρακτήρας των προθεσμιών παραγραφής έχει την έννοια ότι αν ο διάδικος που έχει το σχετικό δικαίωμα δεν προβεί σε ορισμένη πράξη εντός της προθεσμίας, το εν λόγω δικαίωμά του παραγράφεται. Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (Kodeks postępowania cywilnego — ΚΠολΔ) δεν περιλαμβάνει γενικές διατάξεις για τις προθεσμίες παραγραφής, αλλά προβλέπει τις εν λόγω προθεσμίες στους κανόνες που ρυθμίζουν συγκεκριμένες καταστάσεις.

Η παραγραφή του δικαιώματος λόγω της παρέλευσης της προθεσμίας παραγραφής είναι δεσμευτική για τα μέρη της έννομης σχέσης, το δικαστήριο ή άλλη αρχή που εξετάζει την υπόθεση. Η αρχή εξετάζει αυτεπαγγέλτως την παραγραφή χωρίς να έχει προβληθεί αίτημα ή ένσταση διαδίκου. Η προθεσμία παραγραφής μπορεί να ανανεωθεί μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν η μη τήρησή της δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του διαδίκου (άρθρο 168 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας).

3 Πρέπει να απευθυνθώ σε δικαστήριο του παρόντος κράτους μέλους;

Για να κριθεί το αν ένα δικαστήριο της επικράτειας ορισμένου κράτους μέλους είναι αρμόδιο για την εκδίκαση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, θα πρέπει να καθοριστεί η αρμοδιότητα του εν λόγω δικαστηρίου.

Η γενική αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων της Πολωνίας να επιλύουν αστικές υποθέσεις στην επικράτειά της καλείται εθνική αρμοδιότητα και ρυθμίζεται από τον ΚΠολΔ (άρθρο 1103 επ.).

Οι υποθέσεις που πρόκειται να εκδικαστούν υπάγονται στην εθνική αρμοδιότητα εάν ο εναγόμενος έχει την κατοικία του, τη συνήθη διαμονή του ή την έδρα του στην Πολωνία.

Επιπλέον, εθνική αρμοδιότητα έχουν τα πολωνικά δικαστήρια στις εξής υποθέσεις:

  • σε γαμικές διαφορές (η εθνική αρμοδιότητα είναι αποκλειστική εάν και οι δύο σύζυγοι είναι πολίτες Πολωνίας και έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Πολωνία)·
  • σε διαφορές που αφορούν τη σχέση γονέων και τέκνων (η εθνική αρμοδιότητα είναι αποκλειστική εάν όλοι οι διάδικοι είναι πολίτες Πολωνίας και έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους στην Πολωνία)·
  • σε διαφορές που αφορούν τη διατροφή και την αναγνώριση της σχέσης γονέα και τέκνου (υπάγονται στην εθνική αρμοδιότητα αν ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά και έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Πολωνία)·
  • σε διαφορές εργατικού δικαίου (οι υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων είναι εργαζόμενος υπάγονται στην εθνική αρμοδιότητα εάν η εργασία συνήθως εκτελείται, εκτελούνταν ή επρόκειτο να εκτελεστεί στην Πολωνία)·
  • σε διαφορές ασφάλισης (οι υποθέσεις που αφορούν σχέση ασφάλισης και εισάγονται στο δικαστήριο κατά του ασφαλιστή υπάγονται στην εθνική αρμοδιότητα εάν ο ενάγων έχει την κατοικία του στην Πολωνία ή εάν άλλως θεμελιώνεται η διεθνής δικαιοδοσία της Πολωνίας)·
  • σε διαφορές καταναλωτών (οι υποθέσεις στις οποίες ο ενάγων είναι καταναλωτής υπάγονται στην εθνική αρμοδιότητα εάν ο καταναλωτής έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του στην Πολωνία και προέβη στις απαιτούμενες ενέργειες για τη σύναψη σύμβασης στην Πολωνία· στις εν λόγω περιπτώσεις, ο αντισυμβαλλόμενος του καταναλωτή αντιμετωπίζεται ως οντότητα που έχει την κατοικία ή την έδρα της στην Πολωνία εάν έχει επιχείρηση ή παράρτημα στην Πολωνία και η σύμβαση με τον καταναλωτή συνήφθη στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητας της εν λόγω επιχείρησης ή του εν λόγω παραρτήματος).

Τα πολωνικά δικαστήρια έχουν αποκλειστική εθνική αρμοδιότητα σε:

  • υποθέσεις που αφορούν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητο ή την κατοχή ακινήτου που βρίσκεται στην Πολωνία· υποθέσεις μίσθωσης (najem ή dzierżawa) και άλλες σχέσεις που αφορούν τη χρήση τέτοιου ακινήτου (με εξαίρεση τις υποθέσεις που αφορούν μισθώματα και άλλα οφειλόμενα ποσά από τη χρήση ή τον προσπορισμό οφελών από το ακίνητο)· άλλες υποθέσεις στις οποίες η απόφαση του δικαστηρίου αφορά εμπράγματα δικαιώματα, την κατοχή ή τη χρήση ακινήτου που βρίσκεται στην Πολωνία·
  • υποθέσεις λύσης νομικού προσώπου ή οργανωτικής μονάδας χωρίς νομική προσωπικότητα, καθώς και κατάργησης ή ακύρωσης των αποφάσεων των διοικούντων οργάνων του, εάν το νομικό πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα χωρίς νομική προσωπικότητα έχει έδρα στην Πολωνία.

Επιπλέον, εάν η εθνική αρμοδιότητα καταλαμβάνει μια υπόθεση βάσει της κύριας αγωγής, η εν λόγω αρμοδιότητα καταλαμβάνει επίσης την ανταγωγή.

Τα μέρη μιας συγκεκριμένης έννομης σχέσης μπορούν να συμφωνήσουν γραπτώς την υπαγωγή των διαφορών που αφορούν περιουσιακά δικαιώματα και απορρέουν από την εν λόγω σχέση στην αρμοδιότητα των πολωνικών δικαστηρίων.

Το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως την έλλειψη εθνικής αρμοδιότητας σε κάθε στάδιο της διαδικασίας.

Εάν διαπιστωθεί ότι δεν υφίσταται εθνική αρμοδιότητα, το δικαστήριο απορρίπτει την αίτηση ή την αγωγή.

Η έλλειψη εθνικής αρμοδιότητας συνιστά λόγο ακυρότητας της διαδικασίας.

4 Αν ναι, σε ποιο συγκεκριμένο δικαστήριο του παρόντος κράτους μέλους πρέπει να απευθυνθώ σε συνάρτηση με τον τόπο κατοικίας μου και τον τόπο κατοικίας του αντιδίκου ή με άλλα στοιχεία της υπόθεσής μου;

Για να κριθεί ποιο πρωτοδικείο (sąd rejonowy) ή περιφερειακό δικαστήριο (sąd okręgowy) είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της υπόθεσης, θα πρέπει να εξεταστεί η κατά τόπο αρμοδιότητα του δικαστηρίου. Το πολωνικό δίκαιο διακρίνει τη γενική, τη συντρέχουσα και την αποκλειστική κατά τόπο αρμοδιότητα.

α) Γενική κατά τόπον αρμοδιότητα (άρθρο 27 επ. του ΚΠολΔ).

Γενικά, οι αγωγές πρέπει να ασκούνται στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο τόπος κατοικίας του εναγομένου (βάσει του Αστικού Κώδικα, ως κατοικία του φυσικού προσώπου νοείται η κοινότητα/πόλη στην οποία διαμένει με πρόθεση μόνιμης διαμονής). Εάν ο εναγόμενος δεν έχει κατοικία στην Πολωνία, η κατά τόπο αρμοδιότητα καθορίζεται βάσει του τόπου διαμονής του, και, αν είναι αγνώστου διαμονής ή διαμένει εκτός της Πολωνίας, βάσει της τελευταίας κατοικίας του εναγομένου στην Πολωνία. Οι αγωγές κατά του Δημόσιου Ταμείου πρέπει να ασκούνται στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται η έδρα της κρατικής οργανωτικής μονάδας την οποία αφορά η αγωγή. Οι αγωγές κατά νομικού προσώπου ή άλλης οντότητας που δεν είναι φυσικό πρόσωπο πρέπει να ασκούνται στο δικαστήριο στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο τόπος της έδρας της εν λόγω οντότητας.

β) Συντρέχουσα κατά τόπον αρμοδιότητα (άρθρο 31 επ. του ΚΠολΔ).

Βάσει των κανόνων για τη συντρέχουσα κατά τόπον αρμοδιότητα, οι ενάγοντες μπορούν —κατά τη διακριτική τους ευχέρεια— να προσφεύγουν είτε ενώπιον του δικαστηρίου που έχει γενική αρμοδιότητα είτε ενώπιον άλλου δικαστηρίου που ο νόμος ορίζει αρμόδιο. Στις αστικές δίκες της Πολωνίας, συντρέχουσα κατά τόπον αρμοδιότητα θεμελιώνεται στις εξής περιπτώσεις: σε αξιώσεις διατροφής και αναγνώρισης της σχέσης γονέα και τέκνου· σε περιουσιακές αξιώσεις κατά επιχειρηματικής οντότητας·

σε διαφορές από σύμβαση· σε αδικοπρακτικές αξιώσεις· σε αξιώσεις για πληρωμή του ποσού που οφείλεται για τον χειρισμό της υπόθεσης (δικηγορική αμοιβή)· σε αξιώσεις από μίσθωση (najem ή dzierżawa) ακινήτου· σε διαφορές που αφορούν γραμμάτιο εις διαταγήν ή επιταγή.

Οι αγωγές διατροφής και αναγνώρισης της σχέσης γονέα και τέκνου και οι συναφείς αξιώσεις μπορούν να ασκούνται στο δικαστήριο της κατοικίας του δικαιούχου. Οι αγωγές για περιουσιακή αξίωση κατά επιχειρηματικής οντότητας μπορούν να ασκούνται ενώπιον του δικαστηρίου στην περιφέρεια του οποίου υπάγεται ο τόπος των κεντρικών γραφείων ή ο τόπος του υποκαταστήματος, εφόσον η αγωγή αφορά τις δραστηριότητες των κεντρικών γραφείων ή του οικείου υποκαταστήματος. Οι αγωγές για τη σύναψη συμφωνίας, τον καθορισμό του περιεχομένου της, την τροποποίηση και τη διαπίστωση της ύπαρξης συμφωνίας, την εκτέλεση, την καταγγελία ή την ακύρωση συμφωνίας, καθώς και οι αγωγές αποζημίωσης λόγω μη εκτέλεσης ή μη ορθής εκτέλεσης συμφωνίας, μπορούν να ασκηθούν ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου εκτέλεσης της συμφωνίας. Σε περίπτωση αμφιβολιών, ο τόπος εκτέλεσης της συμφωνίας πρέπει να επιβεβαιώνεται με έγγραφο. Οι αγωγές αδικοπραξίας μπορούν να ασκούνται ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου επέλευσης του ζημιογόνου συμβάντος. Οι αγωγές για την καταβολή ποσού που οφείλεται για τον χειρισμό υπόθεσης μπορούν να ασκούνται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου στον οποίο χειρίστηκε την υπόθεση ο νόμιμος πληρεξούσιος. Οι αγωγές για αξιώσεις από μίσθωση ακινήτου (najem ή dzierżawa) μπορούν να ασκούνται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της τοποθεσίας του ακινήτου. Οι αγωγές κατά μέρους που ευθύνεται βάσει γραμματίου εις διαταγήν ή επιταγής μπορούν να ασκούνται ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου πληρωμής. Περισσότερα μέρη που ευθύνονται βάσει γραμματίου εις διαταγήν ή επιταγής μπορούν να εναχθούν από κοινού στο αρμόδιο δικαστήριο του τόπου πληρωμής ή στο δικαστήριο που έχει γενική αρμοδιότητα για τον λήπτη ή τον εκδότη του γραμματίου εις διαταγήν ή της επιταγής.

γ) Αποκλειστική κατά τόπον αρμοδιότητα (άρθρο 38 επ. του ΚΠολΔ).

Οι διατάξεις που διέπουν την αποκλειστική κατά τόπον αρμοδιότητα είναι αναγκαστικού δικαίου. Αποκλείουν, σε ορισμένες κατηγορίες υποθέσεων, τη δυνατότητα άσκησης αγωγής ενώπιον του δικαστηρίου με γενική αρμοδιότητα, καθώς και ενώπιον του δικαστηρίου με συντρέχουσα αρμοδιότητα, καθώς και τη δυνατότητα παραπομπής της υπόθεσης προς επίλυση σε άλλο δικαστήριο μέσω συμφωνίας παρέκτασης αρμοδιότητας. Σε περίπτωση αποκλειστικής αρμοδιότητας, μόνον ένα δικαστήριο μεταξύ των δικαστηρίων του ίδιου βαθμού είναι αρμόδιο για την εκδίκαση ορισμένης υπόθεσης. Ανάλογα με το είδος της υπόθεσης, θα πρόκειται για συγκεκριμένο πρωτοδικείο ή περιφερειακό δικαστήριο.

Αγωγές κυριότητας ή άλλων εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακίνητης περιουσίας, καθώς και για την κατοχή ακίνητης περιουσίας, μπορούν να ασκηθούν μόνον ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο για την τοποθεσία του ακινήτου. Εάν το αντικείμενο της διαφοράς είναι δουλεία επί ακινήτου, η αρμοδιότητα καθορίζεται με βάση την τοποθεσία του δουλεύοντος ακινήτου. Η εν λόγω αρμοδιότητα περιλαμβάνει προσωπικές αξιώσεις που σχετίζονται με εμπράγματα δικαιώματα και δικαιώματα που επιδιώκονται από κοινού με τις εν λόγω αξιώσεις κατά του ίδιου εναγομένου. Αγωγές που αφορούν τη διαδοχή, τη νόμιμη μοίρα, καθώς και κληροδοσίες, εντολές ή άλλες διατάξεις τελευταίας βουλήσεως μπορούν να ασκούνται μόνον ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου της τελευταίας συνήθους διαμονής του διαθέτη και, εάν δεν μπορεί να προσδιοριστεί η συνήθης διαμονή του διαθέτη στην Πολωνία, ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου της κληρονομίας ή μέρους αυτής. Αγωγές που αφορούν τη συμμετοχή σε συνεταιρισμό, προσωπική εταιρία, ανώνυμη εταιρία ή ένωση μπορούν να ασκούνται αποκλειστικά ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου της έδρας. Αγωγές που αφορούν την έγγαμη σχέση μπορούν να ασκούνται μόνον ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου της τελευταίας κοινής κατοικίας των συζύγων, εφόσον έστω ένας από αυτούς εξακολουθεί να έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του εντός της εν λόγω περιφέρειας. Ελλείψει τέτοιας βάσης, αποκλειστικά αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο της κατοικίας του εναγομένου και, ελλείψει και αυτής της βάσης, το δικαστήριο της κατοικίας του ενάγοντα. Αγωγές που αφορούν τη σχέση γονέα-τέκνου και θετού γονέα - θετού τέκνου μπορούν να ασκούνται αποκλειστικά ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου του τόπου κατοικίας του ενάγοντα, με τον όρο ότι δεν υπάρχουν λόγοι κατάθεσης αγωγής βάσει των διατάξεων της γενικής αρμοδιότητας.

Επιπλέον, εάν θεμελιώνεται αρμοδιότητα περισσότερων δικαστηρίων ή εάν η αγωγή ασκείται κατά περισσότερων μερών για τα οποία είναι αρμόδια διάφορα δικαστήρια βάσει της νομοθεσίας για τη γενική αρμοδιότητα, ο ενάγων μπορεί να επιλέξει μεταξύ των εν λόγω δικαστηρίων. Το ίδιο ισχύει εάν το ακίνητο η τοποθεσία του οποίου αποτελεί τη βάση καθορισμού της δικαστικής αρμοδιότητας υπάγεται σε περισσότερες αρμοδιότητες. Εάν το αρμόδιο δικαστήριο κωλύεται να εκδικάσει την υπόθεση ή να προβεί σε άλλες ενέργειες, το ανώτερο δικαστήριο, εν συμβουλίω, θα ορίσει άλλο δικαστήριο. Εάν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΠολΔ, η κατά τόπον αρμοδιότητα δεν μπορεί να θεμελιωθεί βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, το Ανώτατο Δικαστήριο (Sąd Najwyższy), εν συμβουλίω, ορίζει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου πρόκειται να ασκηθεί η αγωγή. Οι διάδικοι μπορούν να συμφωνήσουν γραπτώς να υπαγάγουν μια ήδη υφιστάμενη διαφορά ή οποιαδήποτε διαφορά ενδεχομένως να προκύψει στο μέλλον από ορισμένη έννομη σχέση, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δεν είναι κατά τόπον αρμόδιο βάσει του νόμου. Το εν λόγω δικαστήριο θα είναι τότε αποκλειστικά αρμόδιο, εκτός αν οι διάδικοι έχουν άλλως συμφωνήσει ή εκτός εάν ο ενάγων κατέθεσε την αξίωσή του με την ηλεκτρονική διαδικασία διαταγής πληρωμής (elektroniczne postępowanie upominawcze, EPU). Οι διάδικοι μπορούν επίσης να περιορίσουν, με γραπτή συμφωνία, το δικαίωμα του ενάγοντα να επιλέξει μεταξύ περισσότερων δικαστηρίων που είναι αρμόδια για τις εν λόγω διαφορές. Οι διάδικοι, ωστόσο, δεν μπορούν να μεταβάλουν την αποκλειστική αρμοδιότητα.

5 Σε ποιο συγκεκριμένο δικαστήριο του παρόντος κράτους μέλους πρέπει να απευθυνθώ ενόψει του είδους της υπόθεσής μου και του επίδικου ποσού;

Η καθ’ ύλην αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων (sądy powszechne) της Δημοκρατίας της Πολωνίας ρυθμίζεται από τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (άρθρο 16 επ.) 
Στις αστικές διαδικασίες, τα πρωτοβάθμια δικαστήρια είναι τα πρωτοδικεία και τα περιφερειακά δικαστήρια, ενώ τα δευτεροβάθμια δικαστήρια είναι τα περιφερειακά δικαστήρια και τα εφετεία (sądy apelacyjne).

Κατ’ αρχήν, οι αστικές υποθέσεις εκδικάζονται σε πρώτο βαθμό από τα πρωτοδικεία, εκτός εάν αρμόδια είναι τα περιφερειακά δικαστήρια.

Τα περιφερειακά δικαστήρια είναι αρμόδια στον πρώτο βαθμό για τις υποθέσεις του άρθρου 17 του ΚΠολΔ, και συγκεκριμένα:

  • για μη περιουσιακά δικαιώματα (και περιουσιακές αξιώσεις που εγείρονται από κοινού με τα εν λόγω δικαιώματα), εκτός από τις υποθέσεις αναγνώρισης ή προσβολής της συγγένειας τέκνου, ακύρωσης της αναγνώρισης πατρότητας και λύσης της υιοθεσίας·
  • για αξιώσεις που απορρέουν από τον νόμο περί Τύπου·
  • για περιουσιακά δικαιώματα, αν η αξία του αντικειμένου της διαφοράς υπερβαίνει το ποσό των 100 000 ζλότι (εκτός από υποθέσεις διατροφής, προσβολής της νομής, αναγνώρισης της διανομής των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων, προσαρμογής των κτηματολογικών εγγραφών στο πραγματικό νομικό καθεστώς, και υποθέσεις που εξετάζονται σε ηλεκτρονική διαδικασία αίτησης έκδοσης διαταγής πληρωμής)·
  • για την έκδοση δικαστικής απόφασης επέχουσας θέση απόφασης διάσπασης συνεταιρισμού·
  • για την κατάργηση, ακύρωση ή αναγνώριση του μη υποστατού των αποφάσεων των διοικητικών οργάνων νομικών προσώπων ή οργανωτικών μονάδων που δεν είναι νομικά πρόσωπα αλλά έχουν αποκτήσει εκ του νόμου νομική προσωπικότητα·
  • για αποζημίωση ζημίας που προκλήθηκε από την έκδοση παράνομης τελεσίδικης απόφασης.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας εξετάζονται σε χωριστές διαδικασίες (άρθρο 479 παράγραφος 89 επ. του ΚΠολΔ). Σύμφωνα με το άρθρο 490 παράγραφος 90 σημείο 1) του ΚΠολΔ, οι υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας υπάγονται στην αρμοδιότητα των περιφερειακών δικαστηρίων, ενώ το Περιφερειακό Δικαστήριο της Βαρσοβίας έχει αποκλειστική αρμοδιότητα σε υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας που αφορούν λογισμικό ηλεκτρονικών υπολογιστών, εφευρέσεις, υποδείγματα χρησιμότητας, διατάξεις ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, φυτικές ποικιλίες και το επιχειρηματικό απόρρητο σε τεχνικά θέματα.

Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, οι υποθέσεις που αφορούν την πρόληψη και την απαγόρευση του αθέμιτου ανταγωνισμού εξετάζονται σε χωριστές διαδικασίες σε υποθέσεις διανοητικής ιδιοκτησίας. Οι υποθέσεις που αποσκοπούν στην πρόληψη και την καταπολέμηση του αθέμιτου ανταγωνισμού εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των περιφερειακών δικαστηρίων, ενώ το επιχειρηματικό απόρρητο σε τεχνικά θέματα εμπίπτει στην αρμοδιότητα του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Βαρσοβίας (Sąd Okręgowy w Warszawie).

6 Μπορώ να απευθυνθώ στο δικαστήριο μόνος ή χρειάζεται να χρησιμοποιήσω κάποιον ενδιάμεσο, για παράδειγμα, δικηγόρο;

Κατ’ αρχήν, στις αστικές διαδικασίες, οι διάδικοι και τα διοικητικά τους όργανα ή οι νόμιμοι εκπρόσωποί τους μπορούν να παρίστανται ενώπιον του δικαστηρίου αυτοπροσώπως ή μέσω πληρεξουσίων.

Ωστόσο, ο ΚΠολΔ προβλέπει την υποχρεωτική εκπροσώπηση από δικηγόρο σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Στις διαδικασίες ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι διάδικοι πρέπει να εκπροσωπούνται από δικηγόρους (adwokat) ή νομικούς συμβούλους (radca prawny). Στις υποθέσεις που αφορούν τη βιομηχανική ιδιοκτησία, πρέπει επίσης να εκπροσωπούνται από συμβούλους σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (rzecznik patentowy — άρθρο 87 παράγραφος 1 του ΚΠολΔ). Η απαίτηση εκπροσώπησης ισχύει επίσης για τις διαδικαστικές πράξεις που σχετίζονται με διαδικασίες ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, οι οποίες πραγματοποιούνται ενώπιον κατώτερου δικαστηρίου. Η απαίτηση εκπροσώπησης δεν ισχύει εάν η διαδικασία αφορά αίτηση απαλλαγής από τα δικαστικά έξοδα, διορισμού δικηγόρου ή νομικού συμβούλου, ή εάν ο διάδικος, το διοικητικό του όργανο, ο νόμιμος εκπρόσωπός του ή ο πληρεξούσιός του είναι δικαστής, εισαγγελέας, συμβολαιογράφος, καθηγητής νομικής ή κάτοχος μεταδιδακτορικού τίτλου νομικής (doktor habilitowany nauk prawnych), καθώς και εάν ο διάδικος, το διοικητικό του όργανο ή ο νόμιμος εκπρόσωπός του είναι δικηγόρος ή νομικός σύμβουλος ή εισαγγελέας της Γενικής Εισαγγελίας του Δημόσιου Ταμείου (Prokuratoria Generalna Skarbu Państwa).

7 Για την κίνηση της διαδικασίας, σε ποιον συγκεκριμένα πρέπει να απευθυνθώ: στην υποδοχή, στη γραμματεία του δικαστηρίου ή σε κάποια άλλη υπηρεσία;

Οι αγωγές πρέπει να ασκούνται ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου.

8 Σε ποια γλώσσα πρέπει να διατυπώσω την αίτησή μου; Μπορώ να την υποβάλω προφορικά ή πρέπει να την υποβάλω οπωσδήποτε εγγράφως; Μπορώ να την υποβάλω με τηλεομοιοτυπία ή με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο;

Τα διαδικαστικά έγγραφα πρέπει να κατατίθενται στο δικαστήριο στα πολωνικά ή με συνημμένη μετάφραση στα πολωνικά. Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να είναι έγγραφο και να πληροί τις προϋποθέσεις των διαδικαστικών εγγράφων (άρθρο 187 του ΚΠολΔ). Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση (που αφορά το εργατικό δίκαιο και το δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης) κατά την οποία υπάλληλος ή ασφαλισμένος που παρίσταται χωρίς δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο μπορεί να υποβάλει προφορικά στο αρμόδιο δικαστήριο αγωγή, μέσα παροχής εννόμου προστασίας και άλλα υπομνήματα, τα οποία καταγράφονται στα πρακτικά (άρθρο 466 του ΚΠολΔ).

Όταν αυτό προβλέπεται από ειδική διάταξη ή έχει αποφασιστεί η υποβολή εγγράφων μέσω του συστήματος ΤΠΕ, τα διαδικαστικά έγγραφα της υπόθεσης υποβάλλονται αποκλειστικά μέσω του συστήματος ΤΠΕ. Τα διαδικαστικά έγγραφα που δεν έχουν υποβληθεί μέσω του συστήματος ΤΠΕ δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα συνδεόμενα, κατά τον νόμο, με την κατάθεση διαδικαστικού εγγράφου σε δικαστήριο, γεγονός για το οποίο το δικαστήριο ενημερώνει τον διάδικο που υποβάλλει το διαδικαστικό έγγραφο. Είναι αποδεκτό να επιλέξετε να καταθέσετε διαδικαστικά έγγραφα μέσω του συστήματος ΤΠΕ και να συνεχίσετε να τα καταθέτετε κατ’ αυτόν τον τρόπο, εάν η τεχνολογία που διαθέτει το δικαστήριο το επιτρέπει.  
Σε περίπτωση μη κατάθεσης διαδικαστικού εγγράφου μέσω του συστήματος ΤΠΕ, ο πρόεδρος ενημερώνει τον διάδικο που πραγματοποιεί την κατάθεση για την ακυρότητα της πράξης του (άρθρο 125 ΚΠολΔ).

Διαδικαστικά έγγραφα μπορούν να υποβάλλονται μέσω του συστήματος ΤΠΕ και στο πλαίσιο ηλεκτρονικής διαδικασίας διαταγής πληρωμής.

9 Υπάρχουν ειδικά έντυπα για την άσκηση αγωγής; Αν όχι, πώς κινείται η διαδικασία; Ο φάκελος της αγωγής πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτικά ορισμένα στοιχεία;

Το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να κατατίθεται σε επίσημο έντυπο μόνον εφόσον το προβλέπει ειδική διάταξη (άρθρο 125 ΚΠολΔ).

Το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο ενώπιον του δικαστηρίου πρέπει:

  • να αναφέρει το δικαστήριο στο οποίο κατατίθεται το δικόγραφο της αγωγής ή η αίτηση (όνομα του δικαστηρίου και του τμήματος, πλήρης διεύθυνση)·
  • να αναφέρει σαφώς τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση (ενάγων, εναγόμενος)· τον αιτούντα / τους συμμετέχοντες· [ονόματα, επώνυμα, αριθμοί PESEL (εθνικοί αριθμοί ταυτοποίησης), ονόματα ιδρυμάτων (κατά περίπτωση), πλήρεις διευθύνσεις] και, κατά περίπτωση, τα ονόματα των νόμιμων εκπροσώπων ή πληρεξουσίων·
  • να αναφέρει το είδος του διαδικαστικού εγγράφου (π.χ. δικόγραφο αγωγής)·
  • να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς (αίτημα)·
  • να προσδιορίζει την αξία του αντικειμένου της διαφοράς σε υποθέσεις που αφορούν περιουσιακά δικαιώματα·
  • να αναφέρει τους λόγους της αίτησης και να επικαλείται αποδεικτικά στοιχεία (π.χ. κατάθεση μαρτύρων και διαδίκων, έγγραφα)·
  • να περιλαμβάνει δικαστικό τέλος (εάν η αγωγή/αίτηση υπόκειται σε τέλος)·
  • να φέρει ιδιόχειρη υπογραφή·
  • να περιλαμβάνει κατάλογο συνημμένων.

Στο δικόγραφο της αγωγής πρέπει επίσης να επισυνάπτονται τα ακόλουθα έγγραφα:

  • το πληρεξούσιο ή επικυρωμένο αντίγραφό του (εάν η αγωγή υποβάλλεται από πληρεξούσιο)·
  • αντίγραφα του δικογράφου της αγωγής και των προσαρτημάτων του που πρέπει να επιδοθούν στους διαδίκους που συμμετέχουν στην υπόθεση, και εάν τα πρωτότυπα των προσαρτημάτων δεν έχουν κατατεθεί στο δικαστήριο, ένα αντίγραφο καθενός από αυτά για το αρχείο του δικαστηρίου (στην περίπτωση ηλεκτρονικής διαδικασίας διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται στο δικόγραφο της αγωγής που υποβάλλεται μέσω συστήματος διαβίβασης δεδομένων ηλεκτρονικά επικυρωμένα αντίγραφα των προσαρτημάτων).

Επιπλέον, το δικόγραφο της αγωγής μπορεί να περιλαμβάνει: αιτήσεις για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, για την κήρυξη της απόφασης άμεσα εκτελεστής και για την εκδίκαση της υπόθεσης ερήμην του ενάγοντος· αιτήσεις που αφορούν την προετοιμασία της συζήτησης (και ιδίως αιτήσεις: κλήσης των μαρτύρων και των διορισμένων από το δικαστήριο πραγματογνωμόνων που υποδεικνύονται από τον ενάγοντα να παραστούν στη συζήτηση· διενέργειας αυτοψίας· διαταγής του εναγομένου να προσκομίσει, για τη συζήτηση, έγγραφο που έχει στην κατοχή του και το οποίο είναι αναγκαίο για την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων ή του αντικειμένου της αυτοψίας· προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων που τηρούνται από άλλα δικαστήρια, υπηρεσίες ή τρίτους για τη συζήτηση).

10 Χρειάζεται να καταβληθούν τέλη στο δικαστήριο; Αν ναι, πότε; Η αμοιβή του δικηγόρου προκαταβάλλεται;

Κατ’ αρχήν, η διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών συνεπάγεται έξοδα. Τα δικαστικά έξοδα περιλαμβάνουν τέλη και έξοδα.

Η υποχρέωση καταβολής των δικαστικών εξόδων βαρύνει τον διάδικο που καταθέτει στο δικαστήριο διαδικαστικό έγγραφο (συμπεριλαμβανομένου του δικογράφου της αγωγής) το οποίο υπόκειται σε τέλη ή δημιουργεί έξοδα. Εάν δεν καταβληθεί το οφειλόμενο τέλος, το δικαστήριο καλεί τον διάδικο να το καταβάλει εντός μίας εβδομάδας, διαφορετικά το διαδικαστικό έγγραφο επιστρέφεται (εάν το διαδικαστικό έγγραφο κατατέθηκε από διάδικο που έχει την κατοικία ή την έδρα του στην αλλοδαπή και δεν έχει αντιπρόσωπο στην Πολωνία, η προθεσμία για την καταβολή του τέλους είναι τουλάχιστον ένας μήνας). Μετά την άπρακτη παρέλευση της προθεσμίας καταβολής του τέλους, το δικαστήριο επιστρέφει το διαδικαστικό έγγραφο στον διάδικο. Το επιστραφέν διαδικαστικό έγγραφο δεν παράγει τα έννομα αποτελέσματα που συνδέονται με την κατάθεση διαδικαστικού εγγράφου ενώπιον δικαστηρίου.

Εάν ειδική διάταξη προβλέπει ότι διαδικαστικό έγγραφο μπορεί να κατατεθεί μόνο μέσω συστήματος διαβίβασης δεδομένων (διαδικασία EPU), το διαδικαστικό έγγραφο κατατίθεται μαζί με την καταβολή του τέλους.

Τα διαδικαστικά έγγραφα που κατατίθενται από δικηγόρο, νομικό σύμβουλο ή σύμβουλο σε θέματα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, εάν υπόκεινται σε τέλη (κατ’ αποκοπή ή αναλογικά που υπολογίζονται με βάση την αξία του αντικειμένου της διαφοράς που προσδιορίζεται από τον διάδικο) τα οποία δεν έχουν καταβληθεί δεόντως, επιστρέφονται από το δικαστήριο χωρίς ο διάδικος να κληθεί να καταβάλει τα τέλη (άρθρο 130 παράγραφος 2 του ΚΠολΔ). Ο διάδικος μπορεί να καταβάλει το οφειλόμενο τέλος εντός μίας εβδομάδας. Εάν το τέλος καταβληθεί στο απαιτούμενο ποσό, το διαδικαστικό έγγραφο παράγει έννομα αποτελέσματα από την ημερομηνία της αρχικής κατάθεσής του. Τα εν λόγω έννομα αποτελέσματα δεν επέρχονται αν το διαδικαστικό έγγραφο επιστραφεί εκ νέου για τον ίδιο λόγο.

Εάν ένας επαγγελματίας νόμιμος πληρεξούσιος έχει διοριστεί από διάδικο, τα ζητήματα που αφορούν την αμοιβή του δικηγόρου ή του νομικού συμβούλου (όπως το ύψος της αμοιβής και η προθεσμία πληρωμής) θα πρέπει να προσδιορίζονται σε σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του πελάτη και του πληρεξουσίου.

11 Μπορώ να τύχω νομικής συνδρομής;

Τόσο τα φυσικά όσο και τα νομικά πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν νομική συνδρομή — διοριζόμενο από το δικαστήριο νόμιμο πληρεξούσιο για τη διεκπεραίωση της υπόθεσης (pełnomocnik z urzędu).

Τα φυσικά πρόσωπα μπορούν να ζητήσουν τον διορισμό δικηγόρου ή νομικού συμβούλου εάν υποβάλουν δήλωση σύμφωνα με την οποία δεν θα ήταν σε θέση να καταβάλουν αμοιβή δικηγόρου ή νομικού συμβούλου χωρίς υποβληθούν τα ίδια ή οι οικογένειές τους σε στερήσεις.

Τα νομικά πρόσωπα (ή άλλες οργανωτικές μονάδες που έχουν εκ του νόμου δικαίωμα δικαστικής παράστασης) μπορούν να ζητήσουν τον διορισμό δικηγόρου ή νομικού συμβούλου, εφόσον αποδείξουν ότι δεν διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την καταβολή αμοιβής δικηγόρου ή νομικού συμβούλου.

Το δικαστήριο κάνει δεκτή την αίτηση εάν κρίνει αναγκαία τη συμμετοχή δικηγόρου ή νομικού συμβούλου στην υπόθεση.

Το ζήτημα της απαλλαγής από τα έξοδα και του διορισμού νόμιμου πληρεξουσίου από το δικαστήριο σε διασυνοριακές διαφορές ρυθμίζεται από τον νόμο της 17ης Δεκεμβρίου 2004 σχετικά με το δικαίωμα νομικής συνδρομής σε αστικές διαδικασίες που διεξάγονται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σχετικά με το δικαίωμα σε νομική συνδρομή για την επίλυση διαφοράς με φιλικό διακανονισμό πριν από την κίνηση της διαδικασίας (Επίσημη Εφημερίδα 2022, αριθμός 284).

12 Από ποιο χρονικό σημείο και εξής η αγωγή μου θεωρείται επισήμως ασκηθείσα; Θα μου δώσουν οι αρχές πληροφορίες για το κατά πόσον η αγωγή μου έχει ασκηθεί εγκύρως;

Η αγωγή ασκείται ενώπιον του δικαστηρίου με την κατάθεση του δικογράφου της αγωγής. Ο ΚΠολΔ δεν προβλέπει πιστοποιητικό που να βεβαιώνει ότι η υπόθεση έχει ασκηθεί ορθά ενώπιον του δικαστηρίου.

13 Θα λάβω λεπτομερείς πληροφορίες για το χρονοδιάγραμμα των γεγονότων που θα ακολουθήσουν την προσφυγή στο δικαστήριο (π.χ. όσον αφορά το πότε θα πρέπει να εμφανιστώ στο δικαστήριο);

Πληροφορίες σχετικά με τις ενέργειες που σχεδιάζονται ή αναλαμβάνονται στην υπόθεση μπορούν να ληφθούν από το δικαστικό γραφείο εξυπηρέτησης πελατών (Biuro Obsługi Interesanta — BOI) του αρμόδιου δικαστηρίου. Μπορείτε να λάβετε πληροφορίες σχετικά με τις ημερομηνίες των επόμενων δικασίμων καλώντας τον αριθμό του γραφείου εξυπηρέτησης πελατών που δημοσιεύεται στον ιστότοπο του δικαστηρίου και παρέχοντας τον αριθμό φακέλου της υπόθεσης.

Σε αυτή τη σελίδα αναφέρετε τυχόν τεχνικό πρόβλημα/πρόβλημα περιεχομένου ή διατυπώστε σχόλια