Αριθμός 4568/2015
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ Δ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Μαρτίου 2013, με την εξής σύνθεση: Σωτ. Ρίζος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Δ΄ Τμήματος, Αικ. Χριστοφορίδου, Σπ. Χρυσικοπούλου, Κ. Κουσούλης, Κ. Πισπιρίγκος, Σύμβουλοι, Χρ. Σιταρά, Ο. Νικολαράκου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπαδοπούλου, Γραμματέας του Δ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 28ης Δεκεμβρίου 2007 αίτηση:
των: 1) εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «..................», που εδρεύει στη Ν. Ιωνία Αττικής (..............), η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αθανάσιο Καραλέκα (Α.Μ. 8803), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, 2) ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «............, που εδρεύει στον Πειραιά (...................), η οποία παρέστη με τον ίδιο ως άνω δικηγόρο στον οποίο δόθηκε προθεσμία μέχρι τις 29 Μαρτίου 2013 για τη νομιμοποίηση του, 3) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.........», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (..................), 4) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.............», που εδρεύει στην Πάτρα (...............), 5) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.............», που εδρεύει στο Περιστέρι Αττικής (...........), 6) ομορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στον Χολαργό Αττικής (...........), 7) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.....................», που εδρεύει στη Γλυφάδα Αττικής (............), 8) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «................. ..................», που εδρεύει στην Πάτρα (..............), 9) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..................», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (..........), 10) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «................», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής (...............), 11) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.......», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (............), 12) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «................», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (...............), 13) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..........», που εδρεύει στην Αθήνα (..............), 14) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «................», που εδρεύει στην Αθήνα (...........), 15) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «...................», που εδρεύει στον Πειραιά (...), 16) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «........», που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής (...............), 17) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «......................», που εδρεύει στην Αθήνα (.................), 18) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..... ............», που εδρεύει στο Χολαργό Αττικής (.....), 19) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..............», που εδρεύει στη Ν. Ιωνία Αττικής (............), 20) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.....», που εδρεύει στην Αθήνα (...), 21) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «............», που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής (....), 22) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «............», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (..............), 23) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «..............», που εδρεύει στην Καλλιθέα Αττικής (........... ...........), 24) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «......... ............», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη (........), 25) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «................», που εδρεύει στο Χαλάνδρι Αττικής (...........), 26) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.............. ................», που εδρεύει στην Αθήνα (.........), 27) ετερορρύθμου εταιρείας την επωνυμία «.............», που εδρεύει στην Αθήνα (.........), 28) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «............», που εδρεύει στον Πειραιά (.............), 29) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.....», που εδρεύει στον Χολαργό Αττικής (.............), 30) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «......», που εδρεύει στη Ν. Ιωνία Αττικής (..............), 31) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «.........................», που εδρεύει στην Αθήνα (....) και 32) ετερορρύθμου εταιρείας με την επωνυμία «...............», που εδρεύει στο Αιγάλεω Αττικής (...........), οι οποίες παρέστησαν με τον δικηγόρο Αθανάσιο Καραλέκα (Α.Μ. 8803), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,
κατά του Υπουργού Ανάπτυξης, ο οποίος παρέστη με τη Χρυσούλα Τσιαβού, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.
Με την αίτηση αυτή οι αιτούσες επιδιώκουν να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. Ζ1-1262/29.10.2007 απόφαση του Υφυπουργού Ανάπτυξης (ΦΕΚ Β΄ 2122/31.10.2007) και κάθε άλλη σχετική πράξη ή παράλειψη της Διοικήσεως. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Χρ. Σιταρά.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο των αιτουσών εταιρειών, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και την αντιπρόσωπο του Υπουργού, η οποία ζήτησε την απόρριψή της. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο ν Ν ό μ ο 1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αίτησης έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (1976488, 869374/2007 ειδικά έντυπα παραβόλου). 2. Επειδή, με την αίτηση αυτή, η οποία εισήχθη στην επταμελή σύνθεση με την από 25.2.2008 πράξη του Προέδρου του Δ΄ Τμήματος, ζητείται η ακύρωση της Ζ1¬1262/29.10.2007 απόφασης του Υφυπουργού Ανάπτυξης με τίτλο «Ρύθμιση των τύπων και των όρων των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές με μονάδες αδυνατίσματος και γυμναστήρια» (Β’ 2122/31.10.2007). 3. Επειδή, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της υπόθεσης ως πληρεξούσιος των αιτουσών εταιριών παρέστη ο εκ των υπογραφόντων και το δικόγραφο της αίτησης δικηγόρος Αθ. Καραλέκας, ο οποίος, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, όπως η παρ. αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 13 του άρθρου 1 του ν. 1968/1991 (Α΄158), ζήτησε και έλαβε από τον Πρόεδρο του Τμήματος προθεσμία για τη νομιμοποίησή του έως τις 29.3.2013. Όμως, εντός της προθεσμίας αυτής δεν προσκομίσθηκε πράξη παροχής πληρεξουσιότητας από τη δεύτερη αιτούσα ομόρρυθμη εταιρία «...........................». Με τα δεδομένα αυτά, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη καθ’ο μέρος ασκείται από την αιτούσα αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 27 του π.δ. 18/1989, όπως αυτές αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 4 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 2479/1997 (Α΄67). 4. Επειδή, οι αιτούσες εταιρίες, οι οποίες, όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα στο Δικαστήριο καταστατικά τους, διαθέτουν επιχειρήσεις γυμναστηρίων, καλλωπισμού και κέντρων αδυνατίσματος, ασκούν με έννομο συμφέρον την κρινόμενη αίτηση και, προβάλλοντας κοινούς λόγους ακυρώσεως, στηριζόμενους στην ίδια νομική και πραγματική βάση, παραδεκτώς ομοδικούν. 5. Επειδή, με τον ν. 2251/1994 (Α’ 191) θεσπίστηκαν διατάξεις σχετικά με την προστασία του καταναλωτή. Ο νόμος αυτός τροποποιήθηκε με τον ν. 3587/2007 (Α’ 152), με τον οποίο ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2005/29 «για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά …» του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 149). Το άρθρο 1 του ν. 2251/1994, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του ν. 3587/2007, ορίζει ότι «τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών τελούν υπό την προστασία του Κράτους» (παρ. 1), το οποίο μεριμνά, μεταξύ άλλων, για «τα οικονομικά τους συμφέροντα» (παρ. 2 περ. β΄). Η παρ. 9 του άρθρου 14 του ίδιου νόμου, η οποία προστέθηκε με την παρ. 4 του άρθρου 18 του ν. 3587/2007, ορίζει ότι «Με απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, που εκδίδεται εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, ρυθμίζονται ο τύπος και οι όροι των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές με επιχειρήσεις αδυνατίσματος και γυμναστηρίων, και ιδίως το δικαίωμα υπαναχώρησης, ο τρόπος καταβολής του τιμήματος, οι κυρώσεις που επιβάλλονται, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της απόφασης που εκδίδεται κατά την παράγραφο αυτή, και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια». Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (στο προοίμιο της απόφασης μνημονεύεται εκ παραδρομής η παρ. 9 του άρθρου 18 του ν. 3587/2007 αντί της παρ. 4 του άρθρου αυτού), το άρθρο 1 της οποίας ορίζει ότι: «Σκοπός της παρούσας απόφασης είναι η ρύθμιση των τύπων και των όρων των συμβάσεων που συνάπτουν οι καταναλωτές με μονάδες αδυνατίσματος κατά την έννοια του άρθρου 1 της υπ’ αριθ. Υ 3Β/3215/3.6.1998 (ΦΕΚ 655/Β’/1998) απόφασης και γυμναστήρια, όπως εκάστοτε ισχύουν». Το άρθρο 2 ότι: «Συμβάσεις παροχής υπηρεσιών οι οποίες παρέχονται σε περισσότερες της μίας επίσκεψης και οι οποίες καταρτίζονται από τις μονάδες αδυνατίσματος και τα γυμναστήρια, είναι άκυρες υπέρ του καταναλωτή εάν δεν καταρτιστούν με δύο όμοια πρωτότυπα έγγραφα, ένα εκ των οποίων παραδίδεται στον καταναλωτή και στα οποία να αναφέρονται τουλάχιστον: α) όνομα, επωνυμία, διακριτικός τίτλος, πλήρης διεύθυνση του παρόχου των υπηρεσιών, ΑΦΜ, ΔΟΥ, Αριθμός Μητρώου της επιχείρησης, καθώς και όνομα και ιδιότητα αυτού που συμβάλλεται στο όνομα και για λογαριασμό του, β) ο αριθμός άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, γ) η χρονολογία και ο τόπος κατάρτισης της σύμβασης, δ) η αναλυτική περιγραφή της φύσης και των χαρακτηριστικών των υπηρεσιών, ιδίως δε η επιμέρους χρονική διάρκεια κάθε συνεδρίας και ο συνολικός αριθμός των συνεδριών ανά κατηγορία υπηρεσιών με σαφή διαχωρισμό των τυχόν δωρεάν υπηρεσιών, ε) οι όροι εκτέλεσης της σύμβασης και ιδίως ο τρόπος και ο χρόνος παροχής των υπηρεσιών, στ) η ολική επιβάρυνση του καταναλωτή (η συνολική αξία του προγράμματος με ανάλυση της αξίας της κάθε μεμονωμένης υπηρεσίας που θα περιέχεται σε αυτό) και οι όροι πληρωμής και ιδίως, σε περίπτωση πίστωσης του τιμήματος ή πληρωμής με δόσεις, τα οριζόμενα στις υφιστάμενες διατάξεις περί καταναλωτικής πίστης …, όπως εκάστοτε αυτές ισχύουν και ιδίως το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Ποσοστό Επιβάρυνσης (ΣΕΠΠΕ), ζ) το κατά το άρθρο 3 της παρούσας απόφασης δικαίωμα υπαναχώρησης και, σε χωριστό έντυπο, υπόδειγμα δήλωσης υπαναχώρησης του καταναλωτή από τη σύμβαση, η) η δυνατότητα εξώδικης επίλυσης διαφορών με προσφυγή στις Επιτροπές Φιλικού Διακανονισμού ή στον Συνήγορο του Καταναλωτή». Το άρθρο 3 ότι: «1. Στις ανωτέρω συμβάσεις ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να υπαναχωρήσει αναιτιολογήτως εντός τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών από την επομένη της παραλαβής του πρωτοτύπου της σύμβασης, η οποία θα πρέπει να γίνεται με ευθύνη του προμηθευτή κατά την ημερομηνία υπογραφής της, εκτός εάν σε αυτήν προβλέπεται μεγαλύτερη προθεσμία. Η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης εκ μέρους του καταναλωτή λαμβάνει χώρα εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας με υποβολή εκ μέρους του συμπληρωμένου του σχετικού υποδείγματος ή δια απλής επιστολής¬ δήλωσης υπαναχώρησης απευθυνόμενης προς τη μονάδα αδυνατίσματος ή το γυμναστήριο. Η υπαναχώρηση υποβάλλεται είτε αυτοπροσώπως είτε με τηλεομοιοτυπία είτε με συστημένη επιστολή προς τον προμηθευτή και επιφέρει λύση της σύμβασης από την ημερομηνία παραλαβής της από τον προμηθευτή, εφόσον η αποστολή της με συστημένη επιστολή έλαβε χώρα εντός των τριάντα (30) ημερολογιακών ημερών. 2. Ο καταναλωτής δικαιούται, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης και μετά την παρέλευση της κατά την προηγούμενη παράγραφο τασσόμενης προθεσμίας, από την παραλαβή της σύμβασης, να καταγγείλει τη σύμβαση, πριν τη λήξη του συμφωνημένου προγράμματος. Στην περίπτωση της καταγγελίας, ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο των υπηρεσιών που του έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί. Παράλληλα, οι επιχειρήσεις δικαιούνται αποζημίωσης από τον καταναλωτή η οποία θα ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι 2,5% επί της αξίας του υπολοίπου ανεκτέλεστου προγράμματος και το οποίο θα προβλέπεται στη σύμβαση ρητά. 3. Στην περίπτωση που ο καταναλωτής ασκήσει το προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο δικαίωμα υπαναχώρησης ή καταγγελίας της σύμβασης υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο μόνο για τις υπηρεσίες που του έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί. Το πληρωτέο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ανάλογο με την έκταση των υπηρεσιών που ήδη παρασχέθηκαν, σε σχέση με το σύνολο των παροχών που προβλέπει η σύμβαση. Είναι άκυροι όροι κατά τους οποίους παρεχόμενη έκπτωση δεν ισχύει σε περίπτωση εκτέλεσης μέρους μόνο των υπηρεσιών ενός προγράμματος και έχουν ως αποτέλεσμα την επανακοστολόγηση των υπηρεσιών. 4. Απαγορεύεται και είναι άκυρη η προκαταβολή, με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της τυχόν εγγραφής, ποσοστού που υπερβαίνει το 2,5% του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης από τις μονάδες αδυνατίσματος ή τα γυμναστήρια. 5. Παραίτηση του καταναλωτή από τα δικαιώματα των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος άρθρου είναι άκυρη». Το άρθρο 5 ορίζει ότι: «Σε περίπτωση παράβασης των διατάξεων της παρούσης, έχει εφαρμογή το άρθρο 13α «Κυρώσεις» του ν. 2251/1994 …». Τέλος, το άρθρο 6 ορίζει ότι: «Η ισχύς της παρούσας απόφασης αρχίζει από τη δημοσίευσή της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως …». 6. Επειδή, με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος παρέχεται στον κοινό νομοθέτη το δικαίωμα να μεταβιβάζει την αρμοδιότητα προς θέσπιση κανόνων δικαίου στην εκτελεστική εξουσία. Τίθεται δε ο κανόνας (εδάφιο πρώτο) ότι η νομοθετική εξουσιοδότηση παρέχεται προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ως αρχηγό της εκτελεστικής εξουσίας, ο οποίος ασκεί τη μεταβιβαζόμενη αρμοδιότητα με την έκδοση προεδρικών διαταγμάτων. Η νομοθετική εξουσιοδότηση, για να είναι νόμιμη, πρέπει να είναι ειδική και ορισμένη, δηλαδή να προβαίνει σε συγκεκριμένο προσδιορισμό του αντικειμένου της και να καθορίζει τα όριά της σε σχέση προς αυτό. Περαιτέρω, με τη διάταξη του δεύτερου εδαφίου της παρ. 2 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι, στην περίπτωση που παρέχεται νομοθετική εξουσιοδότηση προς ρύθμιση ειδικών θεμάτων, στην περίπτωση δηλαδή του πρώτου εδαφίου της παρ. 2, φορέας της εξουσιοδότησης μπορεί να είναι και άλλα, εκτός του Προέδρου της Δημοκρατίας, όργανα της Διοίκησης, εφόσον όμως πρόκειται, μεταξύ άλλων, περί «ειδικότερων» θεμάτων ή θεμάτων με χαρακτήρα «λεπτομερειακό». Ως ειδικότερα θέματα νοούνται εκείνα τα οποία αποτελούν, κατά το περιεχόμενό τους και σε σχέση με την ουσιαστική ρύθμιση που περιέχεται στο νομοθετικό κείμενο, μερικότερη περίπτωση ορισμένου θέματος που αποτελεί το αντικείμενο της νομοθετικής ρύθμισης. Απαιτείται, επομένως, στην περίπτωση αυτή, να περιέχει το νομοθετικό κείμενο όχι απλώς τον καθ’ ύλη προσδιορισμό του αντικειμένου της εξουσιοδότησης αλλά, επιπλέον, και την ουσιαστική ρύθμισή του, έστω και σε γενικό, ορισμένο, όμως, πλαίσιο, σύμφωνα προς το οποίο θα ενεργήσει η Διοίκηση προκειμένου να ρυθμίσει τα μερικότερα θέματα (ΣτΕ 2967/1999, 1382/2008, 1210/2010 Ολ.). 7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι η επιλογή τoυ κανονιστικού νομοθέτη να προβεί, με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, σε υπερβολικά λεπτομερειακές ρυθμίσεις, καθορίζοντας εξαντλητικώς το περιεχόμενο του συμβατικού κειμένου και το ποσοστό της προκαταβολής καθώς και της αποζημίωσης της επιχείρησης σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον καταναλωτή, συνιστά υπέρβαση των ορίων της δοθείσης νομοθετικής εξουσιοδότησης, με την οποία χορηγήθηκε στη Διοίκηση η αρμοδιότητα να προσδιορίσει τις γενικές μόνο κατευθύνσεις των όρων των σχετικών συμβάσεων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι οι εν λόγω ρυθμίσεις εμπίπτουν στο νοηματικό περιεχόμενο του αντικειμένου της εξουσιοδότησης («τύπος και όροι των συμβάσεων»), ενώ άλλωστε το γεγονός ότι οι σχετικές ρυθμίσεις είναι λεπτομερειακές είναι συμβατό τόσο με τη φύση της κατά την παρ. 2 του άρθρου 43 του Συντάγματος αρμοδιότητας της Διοίκησης να θέτει πρωτοτύπως, κατ’ εξουσιοδότηση του νόμου, κανόνες δικαίου, όσο και με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης εξουσιοδότησης της παρ. 9 του άρθρου 14 του ν. 2251/1994, όπου ρητώς αναφέρεται ότι με την οικεία υπουργική απόφαση μπορεί να ρυθμιστεί «και κάθε ειδικότερο θέμα και σχετική λεπτομέρεια». Περαιτέρω, ο λόγος ακυρώσεως ότι τα εν λόγω θέματα δεν συνιστούν πάντως περιεχόμενο της οδηγίας 2005/29 που μεταφέρθηκε στο εσωτερικό δίκαιο με τον ν. 3587/2007 είναι απορριπτέος, καθώς οι διατάξεις της προσβαλλόμενης απόφασης αποτελούν ρυθμίσεις του εσωτερικού δικαίου (πρβλ. ΣτΕ 931/2010), οι οποίες δεν επαναλαμβάνουν της ρυθμίσεις της οδηγίας, δεδομένου άλλωστε ότι η εν λόγω οδηγία δεν εμποδίζει τον εσωτερικό νομοθέτη να θεσπίσει για τα ζητήματα αυτά επιπλέον αυστηρότερες διατάξεις. 8. Επειδή, η συνταγματική προστασία της οικονομικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος), στην οποία περιλαμβάνονται η επαγγελματική και η συμβατική ελευθερία, δεν αποκλείει στον κοινό νομοθέτη ή, κατ’ εξουσιοδότηση αυτού στη Διοίκηση, να θεσπίζει, κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, περιορισμούς της ελευθερίας αυτής για λόγους δημόσιου συμφέροντος. Άλλωστε κατά το άρθρο 106 παρ. 2 του Συντάγματος η ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία δεν επιτρέπεται να αναπτύσσεται σε βάρος της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή προς βλάβη της εθνικής οικονομίας. Οι περιορισμοί όμως αυτοί δεν επιτρέπεται να φθάνουν μέχρι του σημείου να καθίσταται αδύνατη ή υπερμέτρως δυσχερής η πραγματοποίηση των θεμιτών σκοπών της επιχειρηματικής δραστηριότητας, από τους οποίους εξαρτάται η επιβίωση της επιχείρησης ως οικονομικής μονάδας (ΣτΕ 1210/2010 Ολ., βλ. και 3888/2006, 1014/2011, 2227, 4172/2012). Εξάλλου, σύμφωνα με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος εδάφιο τέταρτο) οι επιβαλλόμενοι από τον νόμο περιορισμοί στην επαγγελματική ελευθερία πρέπει να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από το νομοθέτη σκοπού δημόσιου ή κοινωνικού συμφέροντος και να μην είναι δυσανάλογοι σε σχέση προς αυτόν. Οσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας των μέτρων που θεσπίζονται για την επίτευξη του εν λόγω σκοπού, ο νομοθέτης –στον οποίο περιλαμβάνεται και ο κανονιστικός νομοθέτης¬ διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες. Ως εκ τούτου, ο δικαστικός έλεγχος της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΣτΕ 3031/2008 Ολ., 1210/2010 Ολ.). 9. Επειδή, στο Ζ1¬375/31.3.2008 έγγραφο των απόψεων της Διεύθυνσης Πολιτικής Καταναλωτή της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης βεβαιώνεται ότι η ως άνω υπηρεσία προέβη στη σύνταξη σχεδίου της προσβαλλόμενης υπουργικής απόφασης κατόπιν πολλών καταγγελιών καταναλωτών που είχαν υποβληθεί κατά τα έτη 2006 και 2007 σχετικά με τις συμβάσεις που είχαν συνάψει με μονάδες αδυνατίσματος και γυμναστήρια. Στο ανωτέρω έγγραφο μνημονεύονται στατιστικά στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Καταναλωτή, από τα οποία προκύπτει ότι κατά το έτος 2006 υποβλήθηκαν 2.526 καταγγελίες, ήτοι ποσοστό 35,5% περίπου επί του συνόλου των καταγγελιών για όλα τα καταναλωτικά ζητήματα, ενώ κατά το διάστημα από 1.1.2007 έως την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης 1.399 καταγγελίες. Ως προς το περιεχόμενο των καταγγελιών αυτών, στο εν λόγω έγγραφο της Διοίκησης αναφέρονται τα εξής: «¬ Οι καταναλωτές καλούνταν να προκαταβάλουν μεγάλο μέρος του τιμήματος για αγορά ανεξαρτήτων και μεμονωμένων υπηρεσιών εντασσομένων συνήθως σε ένα πρόγραμμα, για το οποίο απητείτο η πλήρης και ολοσχερής προεξόφλησή του, ενώ αυτές θα τους παράσχονταν στο μέλλον και μάλιστα σε μη καθορισμένο και δεσμευτικό για την επιχείρηση χρόνο. Σημειώνεται ότι η πληρωμή των μονάδων αδυνατίσματος και των γυμναστηρίων γινόταν κυρίως μέσω της έκδοσης πιστωτικών καρτών ή της λήψης καταναλωτικών δανείων, η έκδοση των οποίων εξηρτάτο αποκλειστικά και μόνο από τη σύναψη των επίμαχων συμβάσεων που ελάμβαναν χώρα μεταξύ των μονάδων αδυνατίσματος¬γυμναστηρίων και των καταναλωτών, υποδεικνυόμενη φορές από τα πρώτα ως αποκλειστική προϋπόθεση για τη σύναψη αυτών των συμβάσεων. Σε περίπτωση που η εταιρία αδυνατούσε να παράσχει πλέον υπηρεσίες στους καταναλωτές πχ. για το λόγο ότι είχε στο μεταξύ παύσει η λειτουργία της ή είχε κηρυχθεί σε πτώχευση, τα πιστωτικά ιδρύματα αρνούνταν να αναγνωρίσουν τις ενστάσεις των καταναλωτών κατά των εταιριών επικαλούμενα τους όρους των συμβάσεων καταναλωτικής πίστης, με αποτέλεσμα τη συνέχιση της χρέωσης των καταναλωτών για μη παρασχεθείσες κατ’ ουσίαν υπηρεσίες, συχνά δε με το δυσάρεστο αποτέλεσμα της οικονομικής εξόντωσης των τελευταίων και της έναρξης διαδικασιών αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της περιουσίας τους. –Η πλειονότητα των μονάδων αδυνατίσματος και των γυμναστηρίων επικαλούνταν την προσφορά κάποιας δωρεάν παροχής υπηρεσίας ή κάποιας έκπτωσης (συνήθως της τάξης του 50% επί της τιμής μονάδος των υπηρεσιών) για την υπογραφή της σύμβασης. Στην πραγματικότητα όμως, όσοι καταναλωτές αποφάσιζαν στη συνέχεια να διακόψουν το πρόγραμμα αυτό διαπίστωναν ότι καλούνταν να πληρώσουν επιπλέον τίμημα για την υποτιθέμενη "δωρεάν" υπηρεσία, δεδομένου ότι σε περίπτωση υπαναχώρησης έπαυε αυτή να θεωρείται δώρο. Τούτο είχε ως επακόλουθο να καθίσταται η έξοδός τους από το συμβόλαιο οικονομικά επαχθέστερη από την παραμονή τους σε αυτό. –Η πλειονότητα των μονάδων αδυνατίσματος και των γυμναστηρίων χρέωναν καταχρηστικά εκ των προτέρων τους καταναλωτές με ποσά εγγραφής και παροχής υπηρεσιών πριν την πραγματοποίηση οποιασδήποτε συνεδρίας, ή την υπογραφή κάποιου συμβολαίου παροχής υπηρεσιών». 10. Επειδή, η καθιέρωση, με το άρθρο 3 παρ.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, του δικαιώματος του καταναλωτή να καταγγέλλει οποτεδήποτε τη σύμβαση πριν από τη λήξη του συμφωνημένου προγράμματος συνιστά θεμιτό περιορισμό στην άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και εντεύθεν στην ελευθερία των συμβάσεων, εφόσον έχει τεθεί επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και δικαιολογείται από λόγο δημοσίου συμφέροντος, συνιστάμενο στην διευκόλυνση των συμβαλλομένων με τις εν λόγω επιχειρήσεις καταναλωτών να αποδεσμεύονται αζημίως από την υπογραφείσα σύμβαση στην περίπτωση που κρίνουν ότι η επιχείρηση επέδειξε κατά τη σύναψή της καταχρηστική συναλλακτική συμπεριφορά ή ότι η πλήρης εκτέλεση του συμφωνημένου προγράμματος θα αποβεί οικονομικώς επιβλαβής γι’ αυτούς. Περαιτέρω, το επίμαχο μέτρο, ως εκ της φύσεώς του, αφενός μεν τελεί σε συνάφεια προς το αντικείμενο της ρύθμισης και τον επιδιωκόμενο με αυτή σκοπό δημοσίου συμφέροντος, εφόσον τούτο είναι πρόσφορο για τον περιορισμό των εκτεθέντων ανωτέρω αρνητικών φαινομένων που εμφανίζονταν στο παρελθόν κατά την υλοποίηση των σχετικών συμβάσεων, και αφετέρου δεν καθιστά αδύνατη ή ιδιαιτέρως δυσχερή την άσκηση της σχετικής επαγγελματικής δραστηριότητας, ενόψει άλλωστε και του ότι με το ως άνω άρθρο της προσβαλλόμενης απόφασης ορίστηκε ταυτόχρονα ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο των υπηρεσιών που του έχουν αποδεδειγμένα παρασχεθεί και παράλληλα να αποζημιώσει την αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση. Με τα δεδομένα αυτά, η υπό κρίση πρόβλεψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, ενώ η σκοπιμότητα της επιλογής του συγκεκριμένου μέτρου είναι ακυρωτικώς ανέλεγκτη. Επίσης, δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αλλά ούτε και στη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας η πρόβλεψη στο ως άνω άρθρο 3 παρ.2 της προσβαλλόμενης απόφασης ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον καταναλωτή οι επιχειρήσεις δικαιούνται να λάβουν από αυτόν αποζημίωση, η οποία θα ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι 2,5% επί της αξίας του υπόλοιπου ανεκτέλεστου προγράμματος. Τούτο δε, διότι, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι οι αιτούσες περιορίζονται στη διατύπωση του ισχυρισμού ότι το προβλεπόμενο ποσοστό (2,5%) είναι ιδιαίτερα χαμηλό και συνιστά υπέρμετρο περιορισμό της συμβατικής ελευθερίας καθώς και σε γενική περιγραφή του τρόπου οργάνωσης των επιχειρήσεών τους χωρίς να επικαλούνται οι ίδιες συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι από την εφαρμογή της σχετικής διάταξης θα κινδυνεύσει σοβαρά η οικονομική βιωσιμότητά τους, η πρόβλεψη αυτή συντελεί στη διαμόρφωση ενός σαφούς, σταθερού και εκ των προτέρων γνωστού πλαισίου κανόνων κατά την εκτέλεση των σχετικών συμβάσεων και συμπληρώνει την προστασία του καταναλωτή από την καταχρηστική συναλλακτική συμπεριφορά των επιχειρήσεων, οι οποίες σε περίπτωση που το ζήτημα του ύψους της εν λόγω αποζημίωσης παρέμενε αρρύθμιστο θα μπορούσαν να καταστήσουν, μέσω της απαίτησης μεγάλων αποζημιώσεων, πρακτικά ανεφάρμοστη τη δυνατότητα καταγγελίας των συμβάσεων από τον καταναλωτή. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι της κρινόμενης αίτησης. 11. Επειδή, περαιτέρω, δεν είναι επίσης αντίθετη προς την κατοχυρούμενη από το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος ελευθερία των συμβάσεων η πρόβλεψη ότι απαγορεύεται και είναι άκυρη η προκαταβολή, πριν αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης, ποσοστού που υπερβαίνει το 2,5% του συμφωνηθέντος συνολικού τιμήματος, όσα δε περί του αντιθέτου προβάλλουν οι αιτούσες είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Τούτο διότι με την εν λόγω διάταξη υπηρετείται επίσης σκοπός δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η προστασία των καταναλωτών, καθώς επιδιώκεται να παύσει το φαινόμενο να υποχρεώνονται οι απευθυνόμενοι στις μονάδες αδυνατίσματος και τα γυμναστήρια καταναλωτές να προκαταβάλλουν, χωρίς εύλογη αιτία, μεγάλο μέρος ή και ολόκληρο το τίμημα για τις υπηρεσίες που περιλαμβάνει το πρόγραμμα που επέλεξαν. Επί πλέον, η ρύθμιση αυτή αποτελεί το αναγκαίο συμπλήρωμα της θέσπισης της ελεύθερης καταγγελίας της σύμβασης από τον καταναλωτή, δοθέντος ότι θα ήταν αμφίβολης αποτελεσματικότητας το μέτρο αυτό αν ο καταναλωτής είχε προηγουμένως προκαταβάλει τίμημα που αντιστοιχούσε σε υπηρεσίες που τελικώς, λόγω της καταγγελίας, δεν έλαβε και οφείλει να αναζητήσει ως αχρεωστήτως καταβληθέν. Συνεπώς, ο περί του αντιθέτου λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. 12. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται περαιτέρω, ότι η θεσπισθείσα, με το άρθρο 2 της προσβαλλόμενης απόφασης, υποχρέωση των συμβαλλόμενων μερών να συμφωνούν εξαρχής και να μνημονεύουν στο κείμενο της καταρτιζόμενης μεταξύ τους σύμβασης τη χρονική διάρκεια κάθε συνεδρίας είναι μη νόμιμη ως αντίθετη στην ελευθερία των συμβαλλομένων να καθορίζουν οι ίδιοι τις λεπτομέρειες της σύμβασής τους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, όπως ήδη προεκτέθηκε, η προστασία του καταναλωτή συνιστά δημόσιο συμφέρον που δικαιολογεί την επιβολή περιορισμών στην ελευθερία των συμβάσεων και την επιχειρηματική δραστηριότητα, δεν τίθεται δε ζήτημα υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η αρχή της αναλογικότητας στην περίπτωση που προβλέπεται απλώς, όπως εν προκειμένω, η υποχρέωση των μερών να καθορίσουν εξαρχής τον χρόνο και μόνο των συνεδριών, εφόσον κατά τα λοιπά το περιεχόμενο των συμβάσεων παραμένει νομοθετικώς αρρύθμιστο ούτε, άλλωστε, οι αιτούσες προβάλλουν ειδικότερους επ’ αυτού ισχυρισμούς. Οι αιτούσες ισχυρίζονται, περαιτέρω, ότι η υποχρεωτική πρόβλεψη στη σύμβαση του δικαιώματος υπαναχωρήσεως του καταναλωτή αλλά όχι και του δικαιώματος καταγγελίας, δημιουργεί σε αυτές σύγχυση ως προς το αν υποχρεούνται να αναφέρουν και αυτό. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως διότι από τη διατύπωση του τελευταίου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 της προσβαλλόμενης απόφασης συνάγεται ότι και το δικαίωμα της καταγγελίας, όπως και το ποσό της αποζημίωσης, πρέπει να αναγράφονται στην υπογραφόμενη σύμβαση. 13. Επειδή, τέλος, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση θεσπίζονται νέα δικαιώματα των καταναλωτών καθώς και νέα κείμενα συμβάσεων χωρίς να προβλέπονται μεταβατικές διατάξεις που θα επέτρεπαν στις επιχειρήσεις να εκπονήσουν ένα νέο επιχειρηματικό σχέδιο και να επανασχεδιάσουν τα προσφερόμενα προγράμματα, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στο αυξημένο κόστος λειτουργίας που θα προκαλέσουν οι νέες ρυθμίσεις. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, οι ρυθμίσεις της προσβαλλόμενης απόφασης τέθηκαν κατά τρόπο απρόσωπο και αντικειμενικό και για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, μόνη δε η ανατροπή ήδη διαμορφωμένων εννόμων σχέσεων και καταστάσεων που υφίστανται για μεγάλο χρονικό διάστημα υπό τις ανωτέρω συνθήκες δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος ούτε άλλης συνταγματικής διάταξης ή αρχής (πρβλ. ΣτΕ 96/2009, 2505/2011). 14. Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση. Διατάσσει την κατάπτωση του παραβόλου. Επιβάλλει στις αιτούσες τη δικαστική δαπάνη του Ελληνικού Δημοσίου που ανέρχεται σε τετρακόσια εξήντα (460) ευρώ.
Ο Πρόεδρος του Δ` Τμήματος Σωτ. Αλ. Ρίζος
Η Γραμματέας του Δ` Τμήματος Μ. Παπαδοπούλου
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 14 Ιανουαρίου 2014
και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 29ης Δεκεμβρίου 2015.
Ο Πρόεδρος του Δ` Τμήματος Δημοσθένης Π. Πετρούλιας Ι. Παπαχαραλάμπους
Η Γραμματέας Ρ.Κ