ECLI:CY:EDLAR:2019:A167
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Ν. ΓΕΡΟΛΕΜΟΥ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 740/2012
Μεταξύ:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ
Ενάγουσα
ΚΑΙ
1.XXXXX VARBEDIAN
2. XXXXX VARBEDIAN
3. XXXXX A. VARBEDIAN
Eναγομένων
Ημερομηνία: 30.5.2019
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κ. Σ. Κόκκινος για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους 1, 2 και 3: κ. Κασιανής για Α. Μαθηκολώνης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Α Π Ο Φ Α Σ Η
I. ΑΞΙΩΣΗ
Η ενάγουσα με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα (Δ.2 κ.6), το οποίο καταχωρήθηκε στις 5.3.2012, αξιώνει εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, ομού και κεχωρισμένα, δυνάμει σύμβασης δανείου ημερομηνίας 23.4.2008 με τον εναγόμενο 1 και σύμβασης εγγύησης ίδιας ημερομηνίας με τους εναγόμενους 2 και 3, το ποσό των €237.069,47 πλέον τόκο 11,655% ετησίως από 16.9.2011 μέχρι εξόφλησης, κεφαλαιοποιημένου του τόκου δύο φορές το χρόνο 30/6/ και 31/12/ όπως και διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ2971/2004 που ενέγραψαν οι εναγόμενοι 2 και 3 προς όφελος της ενάγουσας.
II. ΕΚΘΕΣΗ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗΣ
Με την Έκθεση Υπεράσπισης τους οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 παραδέχονται την παράγραφο 1 της Έκθεσης Απαίτησης, ενώ στη συνέχεια ο εναγόμενος 1 αρνείται ότι σύναψε την επίδικη συμφωνία δανείου με την ενάγουσα, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο 2 της Έκθεσης Απαίτησης.
Όλοι οι εναγόμενοι αρνούνται την παράγραφο 4 της Έκθεσης Απαίτησης, ενώ οι εναγόμενοι 2 και 3 ειδικότερα αρνούνται ότι υπέγραψαν την συμφωνία εγγύησης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή είναι παράνομη επειδή συνάφθηκε κατά παράβαση του ΚΕΦ.149. Επίσης οι εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η ενάγουσα κωλύεται εξ υποσχέσεων ή/και συμπεριφοράς της να εγείρει την παρούσα αγωγή και ότι οι όροι των επίδικων συμφωνιών είναι παράνομοι, καταπιεστικοί, καταχρηστικοί, υπέρμετρα ετεροβαρείς, ασαφείς, παραβαίνουν τον Περί Συμβάσεων Νόμο και τον Περί Καταναλωτικής Πίστη Νόμο, αφού απολήγουν σε χρέωση παράνομων τόκων, ή μη συμφωνηθέντων τόκων και χρεώσεων και ως εκ τούτου πρέπει να θεωρηθούν άκυροι.
Για τους πιο πάνω λόγους η θέση των εναγομένων 1, 2 και 3 είναι ότι η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 23.4.2008 και η συμφωνία εγγύησης ίδιας ημερομηνίας είναι άκυρες ως περιέχουσες όρους παράνομους ή καταπιεστικούς.
Ακολούθως απορρίπτεται η παράγραφος 5 της Έκθεσης Απαίτησης καθότι, ως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι 2 και 3, ουδέποτε ενέγραψαν την αναφερθείσα υποθήκη, όπως απορρίπτεται και η παράγραφος 6 γιατί το οφειλόμενο ποσό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα ή/και περιέχει παράνομες χρεώσεις και τόκους.
Περαιτέρω απορρίπτουν τις παραγράφους 7 και 8 της Έκθεσης Απαίτησης και ισχυρίζονται ότι δεν αποστάλησαν σε αυτούς, ούτε παρέλαβαν αυτοί τις ισχυριζόμενες επιστολές και ότι η ενάγουσα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία.
Τέλος, αρνούνται την παράγραφο 10 της Έκθεσης Απαίτησης και ζητούν την απόρριψη της αγωγής.
III. ΜΑΡΤΥΡΙΑ
Η ενάγουσα για να αποδείξει την υπόθεσή της κάλεσε πέντε (5) μάρτυρες, τον Μιχάλη Στυλιανού (ΜΕ1), του οποίου μέρος της κυρίως εξέτασης του αποτέλεσε δήλωση-κατάθεση του, Έγγραφο Α, στην οποία αναφέρεται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος της ενάγουσας στη μονάδα ανάκτησης χρεών σαν ένας από τους υπεύθυνους για την εποπτεία και έλεγχο της κίνησης των λογαριασμών, μεταξύ των οποίων και τον λογαριασμό των εναγομένων, των οποίων τα έγγραφα έχει στην κατοχή του. Ετοιμάζει δε καταστάσεις προβληματικών λογαριασμών.
Συγκεκριμένα η ενάγουσα δυνάμει σύμβασης δανείου, ημερομηνίας 23.4.2008, παραχώρησε δάνειο ύψους €230.000 στον εναγόμενο 1, Τεκμήριο 1, το οποίο ο εναγόμενος 1 χρησιμοποίησε, το οποίο εγγυήθηκαν οι εναγόμενοι 2 και 3 δυνάμει σύμβασης εγγύησης ιδίας ημερομηνίας, ήτοι 23.4.2008, Τεκμήριο 2, ενώ οι εναγόμενοι 2 και 3 για επιπρόσθετη εγγύηση και εξασφάλιση όλων των υποχρεώσεων του εναγόμενου 1 προς την ενάγουσα, ενέγραψαν την υποθήκη ΑΥ2971/2004, αφού υπέγραψαν έγγραφο υποθήκης ημερομηνίας 8.7.2004 η οποία επισυνάφθηκε με τη σύμβαση και δήλωση υποθήκης ακινήτου, ημερομηνίας 8.7.2004, Τεκμήριο 3.
Επειδή οι εναγόμενοι δεν τήρησαν τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση δανείου, ήτοι δεν καταβάλλοντο οι δόσεις, η ενάγουσα, αφού έστειλε επιστολή με την οποία τους ενημέρωνε περί τούτου, Τεκμήρια 4, 6 και 7, στη συνέχεια τερμάτισε αυτή με επιστολή ημερομηνίας 14.9.2011, Τεκμήριο 5, προς τον εναγόμενο 1 και προς τους εναγόμενους 2 και 3 με επιστολή ίδιας ημερομηνίας, Τεκμήρια 8 και 9, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε η παρούσα αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 5.3.2012.
Κατέθεσε ως Τεκμήριο 10 κατάσταση λογαριασμού και ανακατασκευασμένη κατάσταση λογαριασμού από 1.7.2011 μέχρι 15.4.2016, Τεκμήριο 11. Επίσης κατέθεσε ως Τεκμήριο 12 δέσμη εκ διαφόρων εγγράφων, όπως πιστωτικές και χρεωστικές σημειώσεις ημερομηνίας 24.4.2008 και σχετική εξουσιοδότηση από τον εναγόμενο 1 ημερομηνίας 23.4.2008 όπως υφιστάμενο δάνειο του εξοφληθεί από το προϊόν του νέου δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, ως Τεκμήριο 13 αντίγραφο ανακοίνωσης της ενάγουσας στον Τύπο ημερ. 9.4.2009 για αύξηση του περιθωρίου κατά 2% από τις 9.5.2009 και ως Τεκμήριο 14 αντίγραφο καταλόγου προμηθειών και χρεώσεων για προσωπικούς και εμπορικούς λογαριασμούς ημερ. 15.9.2010.
Σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την κυρίως εξέταση του ανέφερε ότι έγιναν συναντήσεις με τους εναγομένους μετά την έγερση της αγωγής για σκοπούς φιλικής διευθέτησης κατά τις οποίες δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη της συμφωνίας δανείου ή τη λήψη των επιστολών και δη του τερματισμού.
Κατά την αντεξέτασή του ανέφερε ότι εργάζεται στην ενάγουσα από το 1995 στην υπηρεσία ανάκτησης χρεών και ενεπλάκη σε αυτή την υπόθεση όταν συνειδητοποιήθηκε ότι θα γινόταν η ακρόαση της.
Δεν ήταν παρών σε καμιά από τις συμφωνίες δανείου, εγγύησης και υποθήκης και βλέποντας τη συμφωνία δανείου, Τεκμήριο 1, είπε ότι αυτή έγινε για αγορά εξοπλισμού. Το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο, δηλαδή θα μπορούσε να αυξηθεί ή να μειωθεί.
Αρνήθηκε ότι η ενάγουσα χρέωσε δύο φορές τόκο και συμφώνησε ότι η αναφερθείσα υποθήκη Υ2971/2004 ήταν υφιστάμενη πριν την σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, την οποία συμφωνία δανείου δεν υπέγραψαν οι εναγόμενοι 2 και 3.
Επίσης, όσον αφορά το Τεκμήριο 11 είπε, επειδή τού υποβλήθηκε ότι δεν αποτελεί την ορθή κατάσταση λογαριασμού του υπολοίπου, ότι η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, την μορφή της οποίας εξήγησε όπως και γιατί αρχίζει από την 1.7.2011, είναι ορθή.
Κατά την επανεξέταση, επειδή είχε αναφέρει ότι το δάνειο ήταν της πρώην Λαϊκής Τράπεζας, αν και ανέφερε σε κάποιο άλλο σημείο της μαρτυρίας του, κατά την αντεξέτασή του, ότι ήταν της ενάγουσας, ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για δάνειο της ενάγουσας.
Η XXXXX Ζενιέρη, Μ.Ε.2, εργάζεται από το 1992 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας και είναι στον κλάδο μεταβιβάσεων και υποθηκών. Όπως εξήγησε, τον Δεκέμβριο του 2014 λόγω πλημμύρας κάποια αρχεία, μεταξύ των οποίων και η υποθήκη Υ2971/2004, υπέστησαν ζημιά και στάληκαν για αφύγρανση. Όμως η υποθήκη αυτή, την οποία όπως είπε, κατά την αντεξέτασή της, αυτή την εξέτασε, υφίσταται, ως φαίνεται από το πιστοποιητικό έρευνας, το οποίο κατάθεσε ως Τεκμήριο 15.
Επίσης εξήγησε τη διαδικασία εξέτασης και αποδοχής μίας υποθήκης λέγοντας, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη παρουσιάζονται στο Κτηματολόγιο προσκομίζοντας τις φόρμες και όλες τις συμβάσεις που κάνουν, μεταξύ των οποίων και η σύμβαση υποθήκης και αν είναι υπογραμμένη η υποθήκη τούς ρωτάνε αν είναι η υπογραφή τους σε αυτή, εάν δεν είναι υπογραμμένη η υποθήκη τότε την υπογράφουν.
Ο XXXXX Σωφρονίου, Μ.Ε.3, ανέφερε ότι εργάζεται στο τμήμα ανάκτησης χρεών της ενάγουσας από το 2014. Κατάθεσε ως Τεκμήριο 16 κατάσταση ιστορικού του Euribor, από τις 30.12.1998 έως 15.10.2015, την οποία εκτύπωσε από την διαδικτυακή σελίδα της Bloomberg, η οποία είναι αξιόπιστη και της οποίας είναι μέλος η ενάγουσα και απ΄ αυτή παίρνει τις διάφορες σχετικές πληροφορίες.
Αφού είδε τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, ανέφερε ότι αυτή είναι δεόντως καταρτισμένη και υπογραμμένη και ότι το δάνειο χρεώνεται με 6 μηνών Euribor προσαυξημένο κατά 2% συμφωνημένο περιθώριο.
Ακολούθως ανέφερε λεπτομερώς τι είναι και πως χρεώνεται το Euribor με αναφορά και στην κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 10, του οποίου το επιτόκιο έλεγξε και συμφωνεί με αυτό.
Επίσης ανέφερε ότι ήταν παρών σε συνάντηση που έγινε ένα μήνα προηγουμένως με τον εναγόμενο 1 στα γραφεία της ενάγουσας, η οποία συνάντηση είχε σκοπό να βρεθεί μία λύση για τις υποθέσεις που έχει ο εναγόμενος 1 στο Δικαστήριο και δεν υπήρχε εκ μέρους του οιαδήποτε άρνηση των υπογραφών των συμφωνιών.
Κατά την αντεξέταση ανέφερε ότι εργαζόταν στην πρώην Λαϊκή Τράπεζα και από το 2013 στην ενάγουσα. Δεν έλαβε μέρος σε καμιά από τις αναφερθείσες συμφωνίες δανείου, εγγύησης και υποθήκης.
Εξήγησε ότι υπάρχουν και άλλες σελίδες εκτός από το Bloomberg και τα επιτόκια που ανέφερε ανακοινώνονται από το Reuters που ανακοινώνονται από τις Βρυξέλλες.
Επίσης έδωσε τον ορισμό του Euribor και απάντησε και σε άλλες σχετικές με αυτό το θέμα ερωτήσεις.
Η XXXXX Πέτρου, Μ.Ε.4, της οποίας μέρος της κυρίως εξέτασης της αποτέλεσε γραπτή δήλωση-κατάθεση της, Έγγραφο Β, ανέφερε ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της ενάγουσας από το 1990.
Αφού ανέφερε ότι έλεγξε τα έγγραφα που κατάθεσε ως Τεκμήρια ο Μ.Ε.1, στη συνέχεια είπε ότι η σύμβαση δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, Τεκμήριο 1, και η συμφωνία εγγύησης ιδίας ημερομηνίας, Τεκμήριο 2, υπογράφηκαν από τους εναγομένους 1, 2 και 3 στην παρουσία της τα οποία υπέγραψε και επί των οποίων αναγνώρισε την υπογραφή της, ως πρώτος μάρτυρας.
Εξ όσων μπορούσε να ενθυμηθεί δεν είχαν οποιαδήποτε απορία οι εναγόμενοι όσον αφορά το περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων.
Η υποχρέωση της ως μάρτυρας των υπογραφών των πελατών μαζί με τον υπεύθυνο banker, είναι να τους εξηγεί περιληπτικά τι αφορά το κάθε έγγραφο που υπογράφουν και να τους ερωτά εάν έχουν κάποια απορία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενθυμείτο να υπήρξε κάποια συζήτηση με τους εναγομένους.
Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν ενθυμείτο ποιοι άλλοι ήταν παρόντες κατά την υπογραφή των εν λόγω συμφωνιών, ούτε ποιος ήταν ο banker.
Αφού είδε τα Τεκμήρια 1 και 2, ανέφερε ότι αυτή τα τύπωσε και συμπλήρωσε το όνομα και τοποθετήθηκε η σφραγίδα και η ημερομηνία.
Επανέλαβε ότι δεν ενθυμείτο εάν εξήγησε τα εν λόγω έγγραφα στους εναγομένους, όμως η πρακτική είναι να τους εξηγούνται περιληπτικά.
Όπως είπε γνωρίζει τον εναγόμενο 1, ενώ για τους εναγόμενους 2 και 3 δεν μπορούσε να ενθυμηθεί εάν ομιλούν ελληνικά.
Ο XXXXX Αντωνιάδης, Μ.Ε.5, ανέφερε ότι βρίσκεται στην υπηρεσία της ενάγουσας από το 1990 και η εμπλοκή του ήταν να διασφαλίσει ότι τα εν λόγω έγγραφα υπογράφηκαν από τους πελάτες και μαρτυρήθηκαν από υπαλλήλους της τράπεζας και στη συνέχεια να τα υπογράψει αυτός.
Στη συνέχεια αφού είδε τις επιστολές, Τεκμήρια 4, 5, 6, 7, 8 και 9, ανέφερε ότι αυτές αποστάληκαν στους εναγομένους 1, 2 και 3, με βάση την πρακτική που ακολουθείται για την αποστολή επιστολών, διευκρινίζοντας ότι αυτές δεν ετοιμάστηκαν από την υπηρεσία που εργάζεται αυτός, ενώ δεν είχε εμπλοκή με αυτές.
Κατά την αντεξέταση, αφού είδε τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, είπε ότι αυτή ετοιμάστηκε από την υπηρεσία που εργάζεται, αλλά όχι από τον ίδιο, την οποία, αφού είδε, υπέγραψε, χωρίς να γράψει κάτι ο ίδιος σε αυτή.
Αφού του υποδείχθηκε ότι στην πρώτη σελίδα της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, γράφει αγορά εξοπλισμού και τι γράφει σε συγκεκριμένο μέρος της τρίτης σελίδας, ανέφερε ότι δεν ενθυμείτο αν διάβασε αυτές τις σελίδες. Επίσης δεν ενθυμείτο αν είδε τους εναγομένους 2 και 3.
Οι Εναγόμενοι, ως είχαν δικαίωμα, δεν έδωσαν μαρτυρία ούτε κάλεσαν οποιοδήποτε μάρτυρα προς υποστήριξη της υπόθεσής τους.
IV. ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
Στη γραπτή αγόρευση των δικηγόρων της ενάγουσας, αφού γίνεται αναφορά στην Έκθεση Απαίτησης και στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης, ακολούθως παρατίθεται η μαρτυρία όπως αυτή προέκυψε από την εξέταση και την αντεξέταση των μαρτύρων, τους οποίους κάλεσε το Δικαστήριο όπως τους κρίνει αξιόπιστους.
Στη συνέχεια με παραπομπή σε νομολογία και αυθεντίες, κυπριακή και αγγλική, εξηγείται γιατί το Δικαστήριο θα πρέπει να κρίνει ότι η ενάγουσα απέδειξε την υπόθεσή της, σε συνάρτηση μάλιστα με την μη προσκόμιση μαρτυρίας εκ μέρους των εναγομένων, και δη το οφειλόμενο ποσό από τους εναγομένους προς την ενάγουσα.
Ως εκ των πιο πάνω ζητήθηκε η έκδοση απόφασης υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα για το ποσό των €401.077,12 πλέον τόκο 7.655% από 21.9.2018 μέχρι εξόφλησης και κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 30/6/ και 31/12/ εκάστου έτους, διατάγματα ως η παράγραφος 10(β) της Έκθεσης Απαίτησης και έξοδα.
Από την άλλη ο δικηγόρος που παρουσιάστηκε εκ μέρους των εναγομένων στην προφορική αγόρευσή του, αφού αναφέρθηκε ποια στοιχεία πρέπει να αποδειχθούν σε τέτοιου είδους υποθέσεις με βάση τη νομολογία, εισηγήθηκε ότι (α) δεν αποδείχθηκαν οι συνθήκες κατάρτισης της σύμβασης δανείου και της σύμβασης εγγύησης, καθώς και (α1) η υπογραφή τους από τους εναγομένους. Το γεγονός ότι οι εναγόμενοι δεν πρόσφεραν μαρτυρία δεν έχει καμιά σημασία αφού το βάρος απόδειξης τούτων το φέρει η ενάγουσα, (β) δεν αποδείχθηκε το ύψος του ποσού, αφού δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 22 του Περί Αποδείξεως Νόμου, ΚΕΦ. 9, ήτοι ότι η κατάσταση λογαριασμού είναι νόμιμη, γιατί η ενάγουσα βασίστηκε στο Τεκμήριο 11 και όχι στο Τεκμήριο 10, (β1) η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού ξεκινά από την 1.7.2011 και δεν δίδεται εξήγηση γιατί δεν αρχίζει από την αρχή, (β2) Δεν αποδείχθηκε ποιο ήταν το επιτόκιο αφού με βάση όρο στη σελίδα 3 της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, το επιτόκιο που ήταν κυμαινόμενο, συν περιθώριο 2%, θα ήταν το Euribor όπως αυτό θα ανακοινωνόταν στην ιστοσελίδα του Reuters και όχι της Bloomberg, (β3) Δεν προσκομίστηκε ίχνος μαρτυρίας αναφορικά με τα προβλεπόμενα για τον τρεχούμενο λογαριασμό, ότι δηλαδή δεν είχε χρήματα και παραβιάστηκε η συμφωνία δανείου, (γ) αν και δεν υπάρχει δικογράφηση για καταχρηστικές ρήτρες εντούτοις γίνεται εισήγηση ότι υπάρχουν καταχρηστικές ρήτρες στη συμφωνία δανείου, Τεκμήριο 1, στη βάση απόφασης του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Δ.Ε.Ε.), των οποίων δεν χρειάζεται η απόδειξη κακής πίστης εκ μέρους της ενάγουσας, και δη στους γενικούς όρους, (γ1) ο όρος 2, με τον οποίο επιβάλλεται ο τρόπος πληρωμής του χρέους, (1) ήτοι πρώτα να πληρώνεται ο τόκος και μετά το κεφάλαιο, (2) προνοείται χρεωστικός τόκος για 360 ημέρες αντί 365 ημέρες που είναι το ημερολογιακό έτος, (3) είναι αντιφατικός με τον όρο για Euribor, (γ2) ο όρος 3 διαταράσσει την ισορροπία των μερών αφού η ενάγουσα μεταβάλλει το Euribor και είναι αντίθετος με άλλους όρους σχετικούς με το Euribor, (δ) Όσον αφορά την υποθήκη, (Δ.1) αυτή ενεγράφη το 2004 και ως εκ τούτου δεν υπάρχει αντιπαροχή γι΄ αυτή αφού δεν συνδέεται με την σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, (Δ.2) δεν υπάρχει συγκατάθεση από τους ενυπόθηκους οφειλέτες, (Δ.3) η σύμβαση υποθήκης έχει την δική της αυτοτέλεια σε σχέση με το δάνειο και αφού απορριφθεί η σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, δεν υφίσταται ούτε η σύμβαση υποθήκης, (ε) δεν αποδείχθηκε ο τερματισμός της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, ούτε της εγγύησης γιατί δεν αποδείχθηκε η αποστολή και ή παραλαβή των επιστολών τερματισμού και (στ) οι εναγόμενοι 2 και 3 δεν διαβάζουν και δεν γράφουν την Ελληνική γλώσσα και ως εκ τούτου, ως υπονοείται, δεν γνώριζαν τι υπέγραφαν.
Προτού προχωρήσω στην αξιολόγηση, στο σημείο αυτό να παρατηρήσω ότι, το Δικαστήριο εξετάζει ισχυρισμούς που προβάλλονται στα δικόγραφα και δεν επεκτείνεται πέραν αυτών (βλ. Νικηφόρος Παναγή ν. G & P. Ergatides Motors Ltd (2007) 1 ΑΑΔ 1380, Exalco S.A. v. Αλουμινεξ Λτδ. κ.α. (2007) 1 ΑΑΔ 991 και Γεώργιος Παπαγεωργίου ν. Λούη Κλάππα (Investments Services Ltd) (1991) 1 ΑΑΔ 24). Ως εκ τούτου, έστω και αν δεν γίνεται ειδική αναφορά σε κάθε μια από τις θέσεις που εισηγήθηκαν οι συνήγοροι των διαδίκων στην αγόρευσή τους, το Δικαστήριο εξέτασε τις θέσεις αυτές και εκφράζονται μέσα από τη διαλεκτική της απόφασης.
V. ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ
Να σημειωθεί εξ αρχής, όπως είναι καλά γνωστό από τη νομολογία, (βλ. El Fath Co. For International Trade S.A.E. v. E.D.T. Shipping Ltd κ.ά. (1992) 1 ΑΑΔ 1255, Ν.Α. Theophanous (Matic) Laundries Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 ΑΑΔ 793 και Hamisi Mwinyi Selmani κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 235/13 και 236/13, ημερομηνίας 05/06/2015), η αγόρευση δικηγόρου δεν αποτελεί παραδεκτή μέθοδο για εισαγωγή μαρτυρίας και δεν μπορεί να συμπληρώσει τα όποια κενά υπάρχουν στη μαρτυρία.
Να αναφέρω ότι, όσον αφορά την εξ ακοής μαρτυρία, όπως τα Τεκμήρια 4, 5, 6, 7, 8 και 9, που η κατάθεσή τους έγινε υπό τις πρόνοιες του άρθρου 26(1) του περί Αποδείξεως Νόμου Κεφ.9, να λεχθεί ότι τέτοια μαρτυρία δεν απορρίπτεται εκ μόνου του λόγου ότι είναι εξ ακοής, ούτε και γίνεται αυτόματα αποδεκτή για το αληθές του περιεχομένου της. Η βαρύτητα που θα προσδοθεί, εξαρτάται από τους παράγοντες που προσδιορίζονται στο άρθρο 27(1) και (2) του Κεφ. 9. Ως εκ τούτου, όπως θα διαφανεί κατωτέρω, έχοντας υπόψη την υπόθεση Φίλιππος Γιαπατός ν. Μαρίας Σάββα κ.ά. (2010) 1 ΑΑΔ 1324 και Κυριακή Κολάνη άλλως Κίκα Κολάνη ν. Δημήτρη Ταμπούρα (2010) 1 ΑΑΔ 1108, η όποια εξ ακοής μαρτυρία εξετάζεται και σχολιάζεται ως προς την αποδοχή της ή μη σε άλλο μέρος της απόφασης, κατωτέρω, ή εξάγεται τούτο ως διαφαίνεται από τη συγγραφή της απόφασης έστω και αν δεν γίνεται ιδιαίτερη μνεία.
Στην υπόθεση C & A Pelekanos Associates Limited ν. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 ΑΑΔ 1273 λέχθηκαν τα εξής:
«Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Η εντύπωση που αφήνει στο Δικαστήριο, αγαθή ή δυσμενής είναι παράγων εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας. Ο τελευταίος είναι όρος πολυσήμαντος. Η εμφάνιση και συμπεριφορά του μάρτυρα ενόσω καταθέτει, οι αντιδράσεις του, κατά πόσο δηλαδή είναι φυσικές ή αφύσικες, ο τρόπος που απαντά, η νευρικότητα ή η επιφυλακτικότητα του ή η ιδιοσυγκρασία που εκδηλώνει, είναι μεταξύ των σημείων που μόνο ο πρωτόδικος δικαστής που τον είδε και τον άκουσε μπορεί να παρατηρήσει. Και στη συνέχεια να τα χρησιμοποιήσει υπό το πρίσμα της πείρας που διαθέτει και της γνώσης του της ανθρώπινης φύσης για να εκτελέσει το πιο σημαντικό και δυσκολότερο ίσως καθήκον του, την εύρεση της αλήθειας (βλ. Παναγιώτου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφεση 6739, ημερ. 27.03.2000). »
Από τα πιο πάνω, έκδηλα και αβίαστα, συνάγεται ότι το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας από το Δικαστήριο είναι η πιο σημαντική έκφανση της δικαστικής κρίσης, η οποία δεν εξαντλείται μόνο στην επισήμανση των τυχόν αντιφάσεων ή παραλείψεων και αδυναμιών, αλλά επεκτείνεται σε γενικότερη θεώρηση της μαρτυρίας όπως εκδηλώνεται, διαφαίνεται και εξελίσσεται στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης.
Στην υπόθεση Όμηρος Σάββα Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506 λέχθηκαν τα κατωτέρω:
«Η πεποίθηση του Δικαστή πως ένας μάρτυρας λέγει την αλήθεια, ασφαλώς είναι το καλύτερο εχέγγυο της ετυμηγορίας του. Η πεποίθηση όμως αυτή δεν αρκεί να βεβαιώνεται αλλά και να αιτιολογείται με συγκεκριμένα στοιχεία της υπόθεσης όταν σ' αυτήν υπάρχουν γεγονότα που καθιστούν αναγκαία την αιτιολόγηση.»
Στην υπόθεση Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Κατά δεύτερο λόγο, το πρωτόδικο Δικαστήριο πλημμελώς αξιολόγησε και απέρριψε τη μαρτυρία του Τσαππή με την απλή αναφορά ότι εδόθη στο Δικαστήριο η εντύπωση ότι ο μάρτυρας διακατεχόταν από εχθρικά αισθήματα για τον εφεσίβλητο και ότι δεν άφησε καλή εντύπωση. Έχει υποδειχθεί κατ' επανάληψη ότι είναι ανάγκη μια μαρτυρία να τίθεται στη βάσανο της αξιολόγησης από απόψεως περιεχομένου και να μην γίνεται αποδεκτή ή να απορρίπτεται με μόνο την εξωτερική εντύπωση που προκαλεί ο μάρτυρας στο Δικαστήριο. (Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71). Η αξιολόγηση μιας μαρτυρίας είναι λεπτό και δύσκολο έργο και το Δικαστήριο θα πρέπει να δίνει πάντοτε επαρκείς λόγους για την αποδοχή ή απόρριψη αυτής, με γνώμονα όχι μόνο την καθ' αυτή εξωτερική εμφάνιση της μαρτυρίας του στο εδώλιο, αλλά και σε συσχετισμό με τα υπόλοιπα στοιχεία της δίκης, είτε αυτά προέρχονται από άλλη ζώσα μαρτυρία, είτε από τεκμήρια. Έχει εξηγηθεί στη Χρίστου v. Ηροδότου κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 676, ότι:
"... πρέπει να αποφεύγονται χαρακτηρισμοί που δυνατό να δίνουν την εντύπωση ότι το Δικαστήριο επηρεάστηκε από τη δική του καθαρά προσωπική άποψη για το χαρακτήρα του διαδίκου, έξω από κάθε μέτρο ορθής, δίκαιης και φλεγματικής αντιμετώπισης της ενώπιον του διαφοράς. Με φειδώ πρέπει να καταγράφεται οτιδήποτε αγγίζει τον παρουσιαζόμενο στη δίκη χαρακτήρα από διάδικο ή μάρτυρα. Η ανθρώπινη εμπειρία διδάσκει ότι ένας ευγενής και ήπιος μάρτυρας, δεν είναι κατ' ανάγκην και ειλικρινής. Και το αντίθετο. Ένας υπερβολικά διαχυτικός ή αναστατωμένος μάρτυρας μπορεί να ορμάται από μια πλειάδα αιτιών, χωρίς να είναι ανειλικρινής."
Πιο πρόσφατα ακόμη στην Σάντης v. Χατζηβασιλείου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 288, τονίστηκε η αναγκαιότητα ακόμη και στην περίπτωση που μάρτυρας εντυπωσιάζει θετικά το Δικαστήριο, να καταγράφονται οι λόγοι της θετικής αυτής αποκόμισης ώστε να παραμένουν κατά νουν καθ' όλη τη διάρκεια του έργου της αξιολόγησης της υπόθεσης, ως ασφαλιστική δικλείδα για τη σφαιρική αντιμετώπιση της αξιολόγησης των διαδίκων και των μαρτύρων τους.»
Η μαρτυρία εξετάζεται στο σύνολό της και όχι αποσπασματικά και ανεξάρτητα η μια από την άλλη (βλ. Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Ανδρέα Κακούρη κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 165). Η λογική του πράγματος, δηλαδή των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων που περιβάλλουν και περιστοιχίζουν όλη την έκταση της διαφοράς, μπορεί να εξαχθεί από τη σύγκριση, σύγκλιση και την αντιπαραβολή όλου του φάσματος της μαρτυρίας, όπως αυτή έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου από τη σκοπιά που κάθε ένας μάρτυρας έχει αντιληφθεί τα γεγονότα, στο βαθμό που έχει εμπλακεί άμεσα ή έμμεσα (βλ. Mossa (Mussa) Mohammed Mustafa v. Ανδρέα Κακούρη κ.ά, ανωτέρω), σε άμεση συσχέτιση βέβαια, αν θα ληφθεί υπόψη ή όχι, με τους ισχυρισμούς και θέσεις όπως αυτές προβάλλονται στη δικογραφία, αφού μαρτυρία που δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη (βλ. Κούλλα Αντώνη Κουκούνη ν. A.N. Stasis Estates Co Ltd (2006) 1 ΑΑΔ 489 και Σοφοκλής Σοφοκλέους ν. Κυριακής Τσεσμελόγλου (2006) 1 ΑΑΔ 1153).
Στην υπόθεση Νικόλας άλλως Νίκος Γεωργίου Σφυρή ν. Ανδρέα Πολυκάρπου (2005) 1 ΑΑΔ 941, αναφέρθηκε ότι τα πρωτόδικα δικαστήρια έχουν την υποχρέωση να αξιολογούν το σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται και να προβαίνουν σε διαπιστώσεις πάνω σ' όλα τα αμφισβητούμενα γεγονότα έτσι ώστε η τελική απόφασή τους να περιέχει την απαραίτητη δικαστική κρίση πάνω στα επίδικα θέματα (βλ. Ιωάννης Αλεξάνδρου Χριστοδούλου ν. Κυριάκου Μηνά Αριστοδήμου κ.ά. (1996) 1 ΑΑΔ 552).
Ούτε βέβαια, από μόνο του το γεγονός, ότι κάποιος μάρτυρας δεν θυμάται όλα τα γεγονότα ή όλες τις λεπτομέρειες ή μέρος ή κάποιο σημείο της μαρτυρίας του δεν είναι ίδιο με κάποιου άλλου που ενθυμείται καλύτερα τα γεγονότα ή λεπτομέρειες αυτών, καταδεικνύει πρόθεση του μάρτυρα να πει ψέματα (βλ. Βερεγγάρια Π. Παπακόκκινου κ.ά ν. Σάκη Ν. Κουρέα κ.ά. (2002) 1 ΑΑΔ 1833) ή τον καθιστά ψεύτη ή ότι μέρος της μαρτυρίας του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό όταν σε γενικές γραμμές κρίνεται αξιόπιστος και το μέρος αυτό της μαρτυρίας του συνάδει με το σύνολο της μαρτυρίας.
Στην υπόθεση Γιαννάκης Πελεκάνος, ως διαχειριστής της περιουσίας του Χριστόφορου Πελεκάνου κ.ά. ν. Ανδρέα Πελεκάνου κ.ά. (2010) 1 ΑΑΔ 1746 αναφέρθηκαν τα εξής:
«Όπου στην ουσία υπάρχει μια μόνο εκδοχή για ένα επίδικο θέμα, ο τρόπος αξιολόγησης της μαρτυρίας καθίσταται πολύ πιο δύσκολος και το έργο του δικαστηρίου πιο λεπτό απ' ότι στις συνήθεις περιπτώσεις. Στην υπόθεση Wynne v. Mavronicolas κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1138 το Ανώτατο Δικαστήριο αναφέρθηκε στον τρόπο που το δικαστήριο θα πρέπει να προσεγγίζει επίδικα θέματα για τα οποία υπάρχει μια μόνο εκδοχή. Στη σελ. 1145-6 της πιο πάνω απόφασης, αναφέρθηκε ότι:-
"Σκοπός της αξιολόγησης της μαρτυρίας για σκοπούς αξιοπιστίας, είναι για να μπορέσει το δικαστήριο να προβεί σε διαπιστώσεις αναφορικά με τα πραγματικά γεγονότα, ώστε με αυτά ως δεδομένο να εξετάσει στη συνέχεια, αν αυτός που έχει το βάρος της απόδειξης το έχει αποσείσει στο βαθμό που απαιτείται. Η αξιοπιστία εκτιμάται αυτοτελώς και ανεξαρτήτως επιπέδου απόδειξης. Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (βλ. R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074, στη σελ. 1084). Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο. "»
Κατά κανόνα ο διάδικος θα πρέπει να θέσει στους μάρτυρες της άλλης πλευράς το μέρος της υπόθεσής του που αφορά το συγκεκριμένο μάρτυρα. Αν κατά την αντεξέταση δεν υποβάλει οποιεσδήποτε ερωτήσεις, γενικά θεωρείται ότι αποδέχεται την εκδοχή που θέτει ο μάρτυρας (Browne v. Dunn [1894] 6 R.67, (H.L.) και R. v. Hart [1932] 23 Cr. App. R. 202). Στην Αγγλία δεν επιτρέπεται στο διάδικο αυτό να επιτεθεί κατά την τελική του αγόρευση ή να προωθήσει εξηγήσεις, στα σημεία όπου παρέλειψε να αντεξετάσει σχετικούς μάρτυρες επί του σημείου (βλ. επίσης Phipson on Evidence, 13η Έκδοση, παραγρ. 33-69).
Είχα την ευκαιρία να ακούσω και να παρακολουθήσω τους Μ.Ε.1, 2, 3, 4 και 5, δύο (Μ.Ε.1 και 4) εκ των οποίων μέρος της μαρτυρίας τους αποτέλεσαν γραπτές δηλώσεις τους και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την μαρτυρία τους με γνώμονα, μεταξύ άλλων, την ειλικρίνεια τους, τη σαφήνεια τους, τη φιλαλήθεια και την εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα καθώς και το γεγονός ότι ουσιαστικά ως προς την αξιοπιστία τους, πλην των πτυχών που έχω αναφέρει προηγουμένως, όπως προκύπτουν από την αντεξέταση των Μ.Ε.1-5 και όπως αναφέρονται στην αγόρευση του δικηγόρου των εναγομένων 1, 2 και 3 και δη όσον αφορά την μαρτυρία του Μ.Ε.1 που αφορούσε την χρέωση του τόκων δύο φορές και τη συμμόρφωση ή μη με το άρθρο 22 του ΚΕΦ. 9, του Μ.Ε.3 σε σχέση με το Euribor και των Μ.Ε.4 και 5 σε ότι αφορά τις συνθήκες πριν και κατά την υπογραφή των συμφωνιών δανείου και εγγύησης, για τις οποίες εισηγήθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η υπογραφή τους από τους εναγομένους, όπως και κατά πόσον στάληκαν και παραλήφθηκαν οι επιστολές προειδοποίησης και τερματισμού, Τεκμήρια 4 - 9, δεν αμφισβητήθηκε η υπόλοιπη μαρτυρία.
Συγκεκριμένα, εκτός του ότι δεν υποβλήθηκε σε κανένα Μ.Ε. ότι ψεύδεται, όσον αφορά τον Μ.Ε.1 κατά την αντεξέτασή του, όπως αυτή περιληπτικά αναφέρθηκε ανωτέρω, εξήγησε για το Euribor, για την οποία εξήγηση δεν προσκομίστηκε αντίθετη μαρτυρία, αρνήθηκε ότι η ενάγουσα χρέωσε δύο φορές τόκο, εξηγώντας ότι όταν καταβάλλετο η δόση, πρώτα αφαιρείτο ο τόκος υπερημερίας αν υπήρχε, μετά ο τόκος και αν καλύπτετο και περίσσευε το κεφάλαιο και ο τόκος επιβάλλετο κάθε 30/6/ και 31/12/ εκάστου έτους.
Οι υποβολές δε που ακολούθησαν ότι η ενάγουσα δεν χρέωνε με το ορθό Euribor και ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού είναι λανθασμένο και για το λόγο ότι τούτο αποτελεί προϊόν παράνομων χρεώσεων, λανθασμένης κεφαλαιοποίησης τόκων και λανθασμένο υπολογισμό τόκων, τις οποίες αρνήθηκε ο μάρτυρας και εξήγησε τις χρεώσεις που γίνονταν με βάση τη σύμβαση δανείου και τη σχετική νομοθεσία, που ας σημειωθεί με βάση την αναδομημένη κατάσταση, η οποία αρχίζει από την 1.7.2011, Τεκμήριο 11, αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις πλην του τόκου, οι εναγόμενοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία που να καταδεικνύει τις θέσεις που υπέβαλε ο συνήγορος τους και το εσφαλμένο των ισχυρισμών του μάρτυρα. Απεναντίας, από την μαρτυρία του, στο βαθμό της γνώσης του περί τούτου, όπως την εξήγησε και απάντησε στις ερωτήσεις και υποβολές που έθεσε σε αυτόν ο δικηγόρος των εναγομένων, διαφάνηκε η ορθότητα των ισχυρισμών του. Επίσης εξήγησε με επάρκεια γιατί το Τεκμήριο 11 αρχίζει από την 1.7.2011.
Σε σχέση με τη μαρτυρία της Μ.Ε.2, αυτή εξήγησε πλήρως και με επάρκεια γιατί δεν υπάρχει στο Κτηματολόγιο η Υποθήκη Υ2971/2004 και καταχώρησε πιστοποιητικό έρευνας, Τεκμήριο 15, που καταδεικνύει ότι υφίσταται η υποθήκη Υ2971/2004.
Σε ότι αφορά τον Μ.Ε.3, η μαρτυρία του προσεγγίστηκε από τον συνήγορο Υπεράσπισης ως προς την ορθότητα της παράθεσης ανάλυσης του Euribor για την περίοδο από 30.12.1998 έως 15.10.2015 και της ανάλογης χρέωσης από την ενάγουσα του επίδικου λογαριασμού, ενόψει και της μη χρησιμοποίησης του Reuters, όπως αναφέρεται στη σύμβαση δανείου, αλλά χρησιμοποίησης των στοιχείων του Bloomberg για το Euribor, ο μάρτυρας, δίδοντας και τον ορισμό του Euribor, εξήγησε με σαφήνεια ότι δεν μπορεί να είναι διαφορετικά τα στοιχεία του Reuters και του Bloomberg αφού αυτά λαμβάνονται από τις Βρυξέλλες.
Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του δεν κλονίσθηκε σε κανένα σημείο της, η οποία ήταν πλήρως επεξηγηματική και λεπτομερής ως προς αυτό το θέμα, χωρίς να αφήνεται καμιά αμφιβολία για την ορθότητα των όσων ανέφερε. Άλλωστε η Υπεράσπιση δεν προσκόμισε οιανδήποτε μαρτυρία που να είναι αντίθετη με όσα ανέφερε ο μάρτυρας.
Στην αναφορά του ότι στη συνάντηση που έλαβε χώρα στα γραφεία της ενάγουσας με τον εναγόμενο 1, ένα (1) μήνα περίπου πριν καταθέσει ενώπιον του Δικαστηρίου με σκοπό την διευθέτηση της παρούσας υπόθεσης όπως και άλλων υποθέσεων του εναγομένου 1 που έχει ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν υπήρχε αμφισβήτηση των υπογραφών των συμφωνιών, πέραν του ότι δεν υποβλήθηκε ότι δεν ήταν έτσι τα πράγματα, δεν προσκομίστηκε αντίθετη μαρτυρία.
Σε σχέση με την Μ.Ε.4, αυτή ανέφερε ρητώς ότι ο Εναγόμενος 1 υπέγραψε στην παρουσία της τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, όπως και οι Εναγόμενοι 2 και 3 τη σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2, τις οποίες υπογραφές τους στα δύο έγγραφα επιμαρτύρησε με τη δική της υπογραφή επί αυτών ως μάρτυρας των υπογραφών τους.
Η ατόνηση της μνήμης της σχετικά με το αν λέχθηκε και τί λέχθηκε ή αν υπήρξε συζήτηση μεταξύ της και των εναγομένων πριν την υπογραφή των εγγράφων αυτών γι΄ αυτά, αλλά είπε, όπως ήταν η πρακτική τους εξηγείτο περιληπτικά το περιεχόμενο των εγγράφων, είναι απόλυτα λογικό μετά από έντεκα (11) περίπου χρόνια και τόσους πελάτες και έγγραφα που είδε να μην ενθυμείται αν λέχθηκε ή δεν λέχθηκε κάτι. Σημειώνεται και εδώ ότι δεν προσκομίστηκε μαρτυρία περί του αντιθέτου, δηλαδή που να υποστηρίζει τις υποβολές περί του αντιθέτου των όσων είπε η μάρτυρας. Η εξαγωγή συμπεράσματος, από την απάντησή της ότι δεν μπορεί να ενθυμηθεί εάν οι εναγόμενοι 2 και 3 ομιλούν Ελληνικά, εάν αυτό υπονοείται από τον συνήγορο των εναγομένων, ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν γνωρίζουν να διαβάζουν και να γράφουν ελληνικά, δεν μπορεί να βρει έρεισμα, αφού η υπογραφή της σύμβασης εγγύησης από αυτούς υποδηλοί ότι γνωρίζουν τουλάχιστον να διαβάζουν, αλλιώς δεν θα υπέγραφαν, ενώ από την άλλη δεν πρόσφεραν οι εναγόμενοι 2 και 3 μαρτυρία ότι δεν γνωρίζουν ελληνικά.
Τέλος όσον αφορά τον Μ.Ε.5, αυτός ήταν ξεκάθαρος ότι η σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, η οποία ετοιμάστηκε από την υπηρεσία του και η σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2, αφού υπογράφηκαν από τους Εναγόμενους και μαρτυρήθηκαν από υπαλλήλους της ενάγουσας τα υπέγραψε και αυτός. Το γεγονός ότι δεν ενθυμείτο αν διάβασε κάποια σημεία ή μέρος από συγκεκριμένες σελίδες του Τεκμηρίου 1, ουδόλως επηρεάζει την αλήθεια για τα όσα ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Κρίνω ότι ήταν σαφείς, ειλικρινείς, ευθείς και μάρτυρες της αλήθειας οι οποίοι δεν περιέπεσαν σε αντιφάσεις.
Ως εκ των πιο πάνω οι Μ.Ε.1, 2, 3, 4 και 5 κρίνονται αξιόπιστοι σε όλη την έκταση της μαρτυρίας τους. Διευκρινίζεται και εξηγείται ότι είναι εντελώς διαφορετικό ζήτημα η κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα από τη βαρύτητα της μαρτυρίας του μάρτυρα και το βάρος απόδειξης, βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ν. Νέστορος Χ"Νέστωρος (1990) 1 ΑΑΔ 4, Pissis Limited v. La Baguette Boulangerie-Patisserie Ltd, ECLI:CY:AD:2015:A638, Πολιτική Έφεση 135/2010, ημερ. 30.9.2015.
VI. ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση τα ευρήματα του Δικαστηρίου είναι τα ακόλουθα:
Η ενάγουσα είναι τράπεζα η οποία ασκούσε και ασκεί τραπεζικές εργασίες σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία Περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου. Στα πλαίσια των εργασιών της, δυνάμει γραπτή σύμβασης δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, Τεκμήριο 1, την οποία υπέγραψε ο εναγόμενος 1, παρείχε πιστωτικές διευκολύνσεις μέχρι €230.000 σε αυτό, αφού οι εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν γραπτή σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2, ημερομηνίας 23.4.2008, ενώ οι εναγόμενοι 2 και 3 για επιπρόσθετη εξασφάλιση όλων των υποχρεώσεων του εναγομένου 1 προς την ενάγουσα υπέγραψαν σύμβαση υποθήκης 11.7.2004 η οποία επισυνάφθηκε με τη σύμβαση και δήλωση υποθήκευσης ακινήτου Υ2971/2004, ημερομηνίας 11.7.2004, Τεκμήριο 3.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι, όσον αφορά το εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 εγγυήθηκαν τον εναγόμενο 1, δυνάμει σύμβασης εγγύησης, Τεκμήριο 2, ουδέποτε υπεβλήθη από το δικηγόρο των εναγομένων 1, 2 και 3 ότι δεν ήταν η υπογραφή τους στη σύμβαση εγγύησης, η οποία κατατέθηκε χωρίς ένσταση και επίσης η Μ.Ε.4 ανέφερε στη μαρτυρία της ότι η ίδια προσωπικά ήταν μάρτυρας των υπογραφών της συμφωνίας δανείου, Τεκμήριο 1, και της συμφωνίας εγγύησης, Τεκμήριο 2.
Η θέση που προώθησε ο συνήγορος των εναγομένων 2 και 3 ότι αυτοί δεν γνωρίζουν να γράφουν και να διαβάζουν Ελληνικά, δεν είναι δικογραφημένη και εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να καλύπτεται από την παράγραφο 4(α) της Έκθεσης Υπεράσπισης, αφού σε αυτή αναφέρεται ότι «ουδέποτε ή/και ουδέποτε υπέγραψαν δεόντως τέτοια έγγραφα ή/και συμφωνία εγγύησης». Αλλά και αν ακόμη ήθελε θεωρηθεί ότι καλύπτεται, το βάρος απόδειξης τέτοιου ισχυρισμού έχει αυτός που τον επικαλείται, δηλαδή οι εναγόμενοι 2 και 3, για να ανατρέψει το αποτέλεσμα της υπογραφής της σύμβασης εγγύησης από αυτούς, η οποία υπογραφή υποδηλώνει ότι τουλάχιστον γνωρίζουν να διαβάζουν.
Οι εναγόμενοι 2 και 3 υπέγραψαν έγγραφο υποθήκης ημερ. 11.7.2004 και σύμβαση και δήλωση υποθηκεύσεως ακινήτου, ιδίας ημερομηνίας, Υ2971/2004, Τεκμήριο 3.
Το επιτόκιο που χρεώνετο το δάνειο, Τεκμήριο 1, ήταν σύμφωνο με τον κατάλογο Euribor, Τεκμήριο 16, το οποίο κατάθεσε ο Μ.Ε.3.
Επειδή ο Εναγόμενος 1 δεν τήρησε τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης, η ενάγουσα, αφού έστειλε τις επιστολές ημερομηνίας 23.8.2011 προς τους εναγομένους 1, 2 και 3, Τεκμήρια 7, 4 και 6, αντίστοιχα, τερμάτισε αυτήν με επιστολή ημερομηνίας 14.9.2011, Τεκμήριο 5, προς τον Εναγόμενο 1 με κοινοποίηση-ενημέρωση προς τους εναγομένους 2 και 3, Τεκμήρια 8 και 9, ακολούθως επειδή ο εναγόμενος 1 ή και οι εναγόμενοι 2 και 3 δεν εξόφλησαν την οφειλή τους προς την ενάγουσα, κινήθηκε η παρούσα αγωγή.
Σύμφωνα με την κατάσταση του λογαριασμού, Τεκμήριο 10, το χρεωστικό οφειλόμενο ποσό στις 30.6.2011 ανήρχετο στις €136.890,87, ενώ με βάση την αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, στις 21.9.2018, ανήρχετο στις €401.077,12.
Η ενάγουσα προέβη σε ανακοίνωση στον Τύπο στις 9.4.2009 για την αύξηση του περιθωρίου κατά 2%, ως φαίνεται από το Τεκμήριο 13, ενώ στις 15.9.2010 με βάση το νόμο που ρυθμίζει τις υπηρεσίες πληρωμών και άλλα συναφή θέματα του 2009, προέβη σε ειδοποίηση για τον κατάλογο προμηθειών και χρεώσεων, Τεκμήριο 14.
Σύμφωνα με χρεωστική και πιστωτική σημείωση, Τεκμήριο 12, ποσό εκ €107.032,23 από το δάνειο, Τεκμήριο 1, χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση προηγούμενου δανείου με αρ. XXXXX9738, ενώ το υπόλοιπο κατατέθηκε στον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγομένου 1 με αρ. XXXXX91-00 κατόπιν εξουσιοδότησης από τον εναγόμενο 1 ημερομηνίας 23.4.2008, που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 12.
Οι εναγόμενοι μετά την έγερση της αγωγής ουδέν ποσό κατέβαλαν μέχρι σήμερα.
Ενόψει των πιο πάνω ευρημάτων το Δικαστήριο προχωρεί στην εξέταση των θεμάτων με βάση τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των δύο πλευρών όπως αυτοί εμφαίνονται από την Έκθεση Απαίτησης, την Έκθεση Υπεράσπισης και τις θέσεις τους που προωθήθηκαν με την γραμμή που ακολούθησαν κατά την ακροαματική διαδικασία καθώς και τις εισηγήσεις όπως αυτές εκφράστηκαν με τις αγορεύσεις των συνηγόρων των δύο πλευρών.
VII. ΑΠΟΔΕΙΞΗ ΑΞΙΩΣΗΣ - ΚΑΤΑΛΗΞΗ
Σύμφωνα με την υπόθεση Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Βασίλη Χαραλάμπους (2010) 1 ΑΑΔ 829, σε περιπτώσεις, όπως η υπό κρίση υπόθεση, που αφορά σε κατ' ισχυρισμό τραπεζικό χρέος, τα βασικά γεγονότα που χρήζουν απόδειξης έτσι ώστε να επιτύχει η αξίωση είναι τέσσερα:
Α) Η σύναψη της σύμβασης δανείου ή χρηματοδότησης ή η παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων κλπ μαζί με τους όρους του.
Β) Η παράβαση όρου της σύμβασης.
Γ) Ο τερματισμός της σύμβασης και
Δ) Το οφειλόμενο υπόλοιπο.
(Α) ΣΥΜΒΑΣΗ ΔΑΝΕΙΟΥ
Στην υπόθεση Ελληνική Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 843, αναφέρθηκε ότι ισχυρισμοί στην έκθεση απαίτησης οι οποίοι αντικρούονται στην υπεράσπιση δεν αποδεικνύονται από το γεγονός και μόνο της μη αντεξέτασης μάρτυρα, ο οποίος στη μαρτυρία του δεν αναφέρθηκε σ' αυτούς. Είναι αναγκαία και η θετική μαρτυρία του διάδικου, ο οποίος προέβηκε στους εν λόγω ισχυρισμούς στα δικόγραφα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση αμφισβητήθηκαν από την Υπεράσπιση οι συνθήκες υπό τις οποίες καταρτίστηκε η σύμβαση δανείου, με αναφορά και στο σκοπό της, καθώς και την υπογραφή της.
(Α1) ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ ΗΜΕΡ. 23.4.2008
Όσον αφορά τις συνθήκες κατάρτισης της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, καταδεικνύεται από το πάνω αριστερό μέρος της πρώτης σελίδας της σύμβασης δανείου κάτω από τη φράση "ΕΙΔΙΚΟΙ ΟΡΟΙ" ως ημερομηνία, προφανώς, κατάρτισης, όχι υπογραφής, 07/03/2008. Τούτο σε συνδυασμό με την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης δανείου στις 23.4.2008, όπως φαίνεται στη σελίδα 2, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι υπήρξε συζήτηση για δανειοδότηση του εναγομένου 1 πριν τις 7.3.2008 και επίσης ότι μετά την κατάρτιση της, σε κάποιο χρόνο μεταξύ 7.3.2008 που καταρτίστηκε και 23.4.2008 που υπογράφηκε η σύμβαση αυτή, περιήλθε σε γνώση του εναγομένου 1.
Για να ήταν παρόντες στα γραφεία της ενάγουσας οι εναγόμενοι 2 και 3 στις 23.4.2008 που υπέγραψαν την σύμβαση εγγύησης, ως κατωτέρω εξηγείται, πρέπει να ενημερώθηκαν περί τούτου τουλάχιστον στις 23.4.2008 και σίγουρα πριν την υπογραφή των συμβάσεων δανείου και εγγυήσεως, Τεκμήρια 1 και 2, αντίστοιχα. Επομένως ο εναγόμενος 1 λαμβανομένων υπόψη των όσων αναγράφονται στη σελίδα 2 της σύμβασης δανείου, αμέσως πάνω από τη λέξη "ΣΥΜΒΛΗΘΕΝΤΕΣ", έλαβε γνώση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου, για την οποία του δίδετο χρονικό περιθώριο σαρανταπέντε (45) ημερών αν αποδέχετο την σύμβαση δανείου να επέστρεφε το αντίγραφο αυτής υπογραμμένο.
Εκτός αυτού, όπως είπε η Μ.Ε.4, ως η πρακτική της ενάγουσας, πριν υπογράψει κάποιος είτε σύμβαση δανείου ή σύμβαση εγγύησης του εξηγείται περιληπτικά το περιεχόμενο της και μετά να υπογράψει.
Έτσι και αν ακόμα δεν είναι ορθό το πιο πάνω συμπέρασμα, ο εναγόμενος 1 έλαβε γνώση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου τουλάχιστον πριν υπογράψει στις 23.4.2008 τη σύμβαση δανείου Τεκμήριο 1.
Τα πιο πάνω δεν ανατράπηκαν από αντίθετη μαρτυρία.
Επομένως δεν μπορεί να ευσταθήσει η θέση και η εισήγηση του συνηγόρου υπεράσπισης για μη γνώση ή ενημέρωση του περιεχομένου της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1 και ως εκ τούτου ουδέν μεμπτό εκ μέρους της ενάγουσας όσον αφορά τις συνθήκες κατάρτισης αλλά και τις συνθήκες πριν την υπογραφή της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1.
(Α2) Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΟΥ ΔΑΝΕΙΟΥ
Σε ότι αφορά το γεγονός ότι στη σύμβαση δανείου ως σκοπός του δανείου αναφέρεται η αγορά εξοπλισμού, ενώ ένα μέρος του δανείου, ήτοι ποσό εκ €107.032,23, χρησιμοποιήθηκε από το δάνειο για εξόφληση προηγούμενου δανείου με αρ. XXXXX9738 του εναγομένου 1, δεν δημιουργεί οιοδήποτε πρόβλημα στην εγκυρότητα της σύμβασης, αφού τούτο έγινε κατόπιν γραπτής εξουσιοδότησης του εναγομένου 1 προς την ενάγουσα, Τεκμήριο 12, με βάση τον όρο που προβλέπεται στο παράρτημα της συμφωνίας.
(Α3) Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ 1
Σε σχέση με την υπογραφή της σύμβασης δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, Τεκμήριο 1, από τον εναγόμενο 1, η Μ.Ε.4 ήταν σαφής, κάθετη και κατηγορηματική ότι υπέγραψε ο εναγόμενος 1 και μετά υπέγραψε αυτή ως μάρτυρας της υπογραφής του. Δεν προσφέρθηκε καμία αντίθετη μαρτυρία και η θέση του εναγομένου 1 παρέμεινε κενό γράμμα.
Ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι ο εναγόμενος 1 που υπέγραψε τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1.
Κατά συνέπεια έχει αποδειχθεί η εγκυρότητα της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, ήτοι το στοιχείο Α, από τα τέσσερα (Α-Δ) στοιχεία που πρέπει να αποδείξει η ενάγουσα, για να αποδείξει την αξίωσή της.
(Β) ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΟΡΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
Στην υπόθεση Παπαγεωργίου κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 961 λέχθηκε ότι «η παράλειψη καταβολής των προβλεπόμενων από σύμβαση ενοικιαγοράς ενοικιαστικών δόσεων παρέχει, αφ΄ εαυτής, έρεισμα για την καταγγελία της, επαγόμενη τον τερματισμό της, εφόσον παρέχεται τέτοιο δικαίωμα από τις πρόνοιες της.»
Η παράβαση όρου της σύμβασης δανείου ημερομηνίας 23.4.2008, Τεκμήριο 1, επήλθε επειδή, όπως φαίνεται από το Τεκμήριο 10, μετά τις 21.10.2010, που κατατέθηκε το ποσό των €3.000, δεν έγινε οιαδήποτε άλλη κατάθεση κατά παράβαση του όρου 3 και 7(α) και (β) της σύμβασης δανείου, τα οποία παραπέμπουν στο επισυνημμένο παράρτημα της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, δηλαδή δεν κατέβαλλε την προβλεπόμενη και συμφωνημένη δόση του.
Η μη μεταφορά και καταβολή της δόσης από τον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγομένου 1 στο λογαριασμό του δανείου εξάγεται και συνεπάγεται την μη ύπαρξη χρημάτων σε αυτόν, αφού ήταν κατόπιν ανέκκλητων γραπτών οδηγιών που γινόταν τούτο και ως εκ τούτου η εισήγηση του δικηγόρου των εναγομένων ότι δεν αποδείχθηκε ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός δεν είχε χρήματα απορρίπτεται.
Να σημειωθεί ότι το βάρος απόδειξης για ένα τέτοιο ισχυρισμό τον φέρει αυτός που τον επικαλείται και στη συγκεκριμένη περίπτωση η υπεράσπιση που φέρει το βάρος απόδειξης του ουδεμία μαρτυρία προσκόμισε.
Συνεπώς έχει αποδειχθεί και το στοιχείο Β, από τα, ως άνω, τέσσερα στοιχεία Α-Δ.
(Γ) Ο ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
Σε σχέση με τον τερματισμό της σύμβασης δανείου η Υπεράσπιση εισηγήθηκε ότι δεν αποδείχθηκε η αποστολή και παραλαβή των επιστολών προειδοποίησης, Τεκμήρια 4, 6 και 7 και τερματισμού, Τεκμήριο 5, 8 και 9, αφού δεν παρουσιάστηκε, θετική και ικανοποιητική μαρτυρία προς τούτο.
Πρέπει πρώτα να αναφερθεί ότι η υποχρέωση για αποστολή επιστολής τερματισμού εκ μέρους της ενάγουσας προς τον εναγόμενο 1 ή και τους εναγόμενους 2 και 3 δημιουργείται αν προβλέπεται στη σύμβαση δανείου και για τους εναγόμενους 2 και 3 στη σύμβαση εγγύησης, βλ. υπόθεση Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1 ΑΑΔ 1465. Δεν υποδείχθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισης σε ποια παράγραφο της Έκθεσης Υπεράσπισης προβάλλεται τέτοιος ισχυρισμός ή έστω να έκανε ανάλογη εισήγηση στην αγόρευση του ότι προβλέπεται τέτοια ειδοποίηση τερματισμού στη σύμβαση δανείου και σύμβαση εγγύησης.
Ανεξάρτητα από αυτή την παράλειψη, σύμφωνα με τον όρο 10 της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, οι σχέσεις της ενάγουσας με τον εναγόμενο 1 διέπονται από τους γενικούς όρους οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1.
Στους όρους της σύμβασης δανείου δεν γίνεται τέτοια πρόβλεψη για τερματισμό.
Ανατρέχοντας στους γραπτούς γενικούς όρους, οι οποίοι αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης δανείου, διαπιστώνεται ότι στον όρο 4 προνοείται ότι, τηρουμένων των προνοιών του Περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο 39(Ι)/2001, (ο ορθός τίτλος είναι Περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών Ν.39(Ι)/1991 σύμφωνα με το Ν.107(Ι)/2010 ημερομηνίας 19.11.2010) η ενάγουσα θα έχει το δικαίωμα να τερματίσει τη λειτουργία οποιουδήποτε λογαριασμού και/ή να καταστήσει απαιτητό οποιοδήποτε δάνειο και/ή πίστωση και/ή άλλη τραπεζική ή πιστωτική διευκόλυνση και να ζητήσει από τον πελάτη να πληρώσει αμέσως όλα τα ποσά που οφείλει, συμπεριλαμβανομένου, κεφαλαίου, τόκου υπερημερίας, προμήθειας και οτιδήποτε άλλο σε σχέση με δαπάνες, έξοδα και χρεώσεις. Παράλειψη του δε να προβεί σε άμεση εξόφληση θα δίδει το δικαίωμα στην ενάγουσα να απαιτήσει δικαστικώς ή άλλως πως την πληρωμή του χρέους πλέον τόκους, πλέον δικαστικά έξοδα και άλλα έξοδα μέχρι πλήρους εξόφλησης.
Ως εκ των πιο πάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ενάγουσα, η οποία είχε το δικαίωμα να τερματίσει το λογαριασμό της σύμβασης δανείου, για να δικαιούταν να προχωρήσει σε αγωγή έπρεπε, όπως και ορθώς έπραξε ως θα διαφανεί στη συνέχεια, να ζητήσει από τον εναγόμενο 1 να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό. Η παράλειψη δε του εναγομένου να προβεί σε εξόφληση του χρέους, έδωσε το δικαίωμα στην ενάγουσα να απαιτήσει τούτο δικαστικώς.
Σε σχέση με τους εναγόμενους 2 και 3, εγγυητές, θα γίνει σχετικός σχολιασμός στο μέρος της απόφασης που αφορά την σύμβαση εγγύησης.
(Γ1) ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
Είναι γεγονός ότι ουδείς από τους Μ.Ε.1, 3, 4 και 5 είπε ότι είτε αυτός ετοίμασε και απέστειλε τις επιστολές Τεκμήρια 4 - 9 ή υπό τις οδηγίες του έγινε τούτο.
Η μόνη σχετική αναφορά γι΄ αυτό το θέμα προήλθε από τον Μ.Ε.5, ο οποίος ανέφερε ότι αποστάληκαν οι συγκεκριμένες επιστολές στους εναγόμενους 1, 2 και 3, Τεκμήρια 5, 8 και 9, αντίστοιχα, σύμφωνα με την πρακτική της ενάγουσας, αφού όταν δεν πληρώνονται οι δόσεις του δανείου, αποστέλλονται οι αναφερθείσες επιστολές στη συγκεκριμένη περίπτωση, Τεκμήρια 4 - 9 στις διευθύνσεις που αναγράφονταν στις συμβάσεις. Κάτι που θεώρησε ότι έγινε και σε αυτήν την περίπτωση.
Η μαρτυρία για την αποστολή τόσο των προειδοποιητικών επιστολών, Τεκμήρια 4, 6 και 7, όσο και των επιστολών τερματισμού της σύμβασης δανείου, Τεκμήρια 5, 8 και 9 είναι εξ ακοής μαρτυρία αφού αυτές κατατέθηκαν από τον Μ.Ε.1 ως ο υπάλληλος της ενάγουσας, ο οποίος χειρίζεται και έχει στην κατοχή του το φάκελο του εναγομένου 1 γι΄ αυτή τη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, και οτιδήποτε άλλο έγγραφο ή συμφωνία σχετίζεται με αυτή, μεταξύ των οποίων και τα Τεκμήρια 5, 8 και 9. Ήταν υπό αυτή την ιδιότητα που κατατέθηκαν τα εν λόγω Τεκμήρια από τον Μ.Ε.1 και όχι βέβαια ως ο συντάξας και ο αποστείλας αυτά ή κάτω από τις οδηγίες του.
Έχοντας κατά νου το άρθρο 27(1) και (2) του Περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9 και τη σχετική νομολογία που αναφέρεται ανωτέρω περί αυτού του θέματος και δη το γεγονός ότι οι επιστολές αυτές, ήτοι τα Τεκμήρια 4-9, αποτελούν μέρος του φακέλου της ενάγουσας που διατηρεί για τον εναγόμενο 1, όπως παρόμοιο φάκελο διατηρεί και για κάθε πελάτη της, καθώς και το γεγονός ότι η πρακτική της ενάγουσας ήταν και είναι να αποστέλλει επιστολές τερματισμού και μετά να εγείρει αγωγή, ότι στις συναντήσεις που είχε ο εναγόμενος 1 με εκπροσώπους της ενάγουσας στις συναντήσεις που ανέφεραν οι Μ.Ε.1 και 3 δεν εγέρθηκε τέτοιο θέμα εκ μέρους του, ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι η ενάγουσα διατηρεί φάκελο για τον εναγόμενο 1, ότι η διεύθυνση που αναγράφεται στις επιστολές, Τεκμήρια 4 - 9, είναι η διεύθυνση που αναγράφεται και στη σύμβαση δανείου και σύμβαση εγγύησης, Τεκμήρια 1 και 2, αντίστοιχα και ότι δεν υπάρχει αντίθετη μαρτυρία ότι δεν είναι αυτή η διεύθυνση των εναγομένων 1, 2 και 3 και τέλος ότι ουδέποτε υποβλήθηκε ότι πρόκειται για μια κατασκευασμένη μαρτυρία, αλλά ούτε και διαφάνηκε με οιονδήποτε τρόπο να είναι τέτοια, ως εκ των υστέρων σκέψη, καθώς και την υπόθεση Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ, ECLI:CY:AD:2015:A301, Πολιτική Έφεση αρ. 263/2010 ημερομηνίας 5.5.2015, στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Ο τελευταίος λόγος έφεσης αφορά στα τεκ. 3-7, τα οποία παρουσιάστηκαν από τη Μ.Ε.1 η οποία ανέφερε ότι είναι στην Υπηρεσία των εναγόντων-εφεσιβλήτων, στο Τμήμα Εισπράξεως Χρεών, και τα είχε στην κατοχή της. Το τεκ. 3 είναι η αίτηση ημερ. 29.4.2002 για παραχώρηση πιστωτικής κάρτας, το τεκ. 4 είναι αναλυτική κατάσταση της κίνησης του λογαριασμού της εφεσείουσας, το τεκ. 5 είναι αντίγραφο επιστολής των εφεσιβλήτων ημερ. 13.8.2004 με την οποίαν οι εφεσίβλητοι ενημέρωναν την εφεσείουσα για το τότε ισχύον χρεωστικό επιτόκιο (που δεν έχει σημασία εφόσον τελικά η απαίτηση των εφεσιβλήτων περιορίστηκε μόνο σε νόμιμο τόκο από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης). Το τεκ. 6 είναι επιστολή των εφεσιβλήτων ημερ. 8.9.2004 με την οποίαν ζητούσαν από την εφεσείουσα την πλήρη εξόφληση του λογαριασμού και το τεκ. 7 είναι επιστολή ημερ. 9.3.2005 με την οποίαν επίσης καλούσαν την εφεσείουσα να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού της κάρτας της. Δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην παρουσίαση εκ μέρους της Μ.Ε.1 των προαναφερόμενων τεκμηρίων αλλά ούτε και υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό στην απόδοση βαρύτητας εκ μέρους του πρωτόδικου δικαστηρίου στα προαναφερόμενα έγγραφα, δεδομένου ότι η εφεσείουσα ούτε τα αμφισβήτησε, ούτε τα αντέκρουσε με οποιαδήποτε μαρτυρία. Η παρουσίαση εξ ακοής μαρτυρίας είναι επιτρεπτή σύμφωνα με το νόμο και σ΄ αυτήν αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα από το δικαστήριο, σύμφωνα με κριτήρια που καθορίζει, όχι εξαντλητικά, ο νόμος. Δεν βρίσκουμε ούτε σ΄ αυτό το λόγο έφεσης οποιαδήποτε αιτία για επέμβαση του Εφετείου.»,
αποδέχομαι ότι οι επιστολές Τεκμήριο 4 - 9 αποστάληκαν στους εναγομένους 1, 2 και 3 στην αναφερθείσα διεύθυνση, η οποία διεύθυνση είναι αυτή που καταγράφεται στα Τεκμήρια 1 και 2 και αποτελεί την τελευταία γνωστή διεύθυνση που μπορούσε να αποσταλεί η επιστολή με βάση τον όρο 17 των γενικών όρων.
(Γ2) ΠΑΡΑΛΑΒΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
Δεν υπάρχει μαρτυρία ότι οι επιστολές αυτές επιστράφηκαν. Γι΄ αυτό το ζήτημα δεν προσφέρθηκε καμία μαρτυρία από τους εναγομένους 1, 2 και 3. Η μη επιστροφή των επιστολών συνιστά εκ πρώτης όψεως απόδειξη ότι είχαν παραδοθεί στα πρόσωπα που απευθύνονταν, βλ. Latifundia Properties Ltd. v. Ανδρέα Μιχαήλ Ψακή κ.ά. (2003) 1 ΑΑΔ 670, Χριστόδουλος Πιττάκα ν. Γ. & Β. Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 ΑΑΔ 1895, Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά.(2009) 1 ΑΑΔ 479 και Χρήστος Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1 ΑΑΔ 2059. Το βάρος απόδειξης ότι δεν παραλήφθηκαν αντιστρέφεται και είναι οι Εναγόμενοι, που επικαλούνται τη μη παραλαβή τους που πρέπει πλέον να αποδείξουν ότι δεν έλαβαν την επιστολή, πράγμα που δεν συνέβη εδώ.
Ως εκ των πιο πάνω έχει αποδειχθεί και το στοιχείο Γ από τα τέσσερα στοιχεία Α-Δ.
(Δ) ΟΦΕΙΛΟΜΕΝΟ ΠΟΣΟ
Το τελευταίο στοιχείο που παραμένει να εξεταστεί κατά πόσο πληρείται είναι το στοιχείο (Δ), δηλαδή αν αποδείχθηκε το οφειλόμενο ποσό όπως συγκεκριμενοποιήθηκε από το Τεκμήριο 10 και βεβαίως της αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού, Τεκμήριο 11, επί τη βάση του οποίου, πλέον, έχει στηρίξει την αξίωση της η ενάγουσα.
Στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου ECLI:CY:AD:2014:A786, Πολιτική Έφεση 335/2009, ημερ. 17.10.2014, λέχθηκε ότι η Τράπεζα φέρει το βάρος απόδειξης του ύψους της απαίτησής της.
Τούτο έχει δύο πτυχές. Η μία σχετίζεται, ως η εισήγηση του συνηγόρου των εναγομένων, με το κατά πόσο υπήρξε παράβαση των νομοθεσιών, Περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Ν.93(Ι)/1996 ή του Περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών) Ν.39(Ι)/2001 (ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τον Περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα Ν.41(Ι)/2017 ημερομηνίας 9.5.2017), που εκ των πραγμάτων, σύμφωνα με τη συμφωνία δανείου, δεν εφαρμόζεται ο Ν.39(Ι)/2001 ως προνοεί το άρθρο 3(γ), αφού δεν αφορά στεγαστικό δάνειο και η πιστωτική συμφωνία αφορά δάνειο μεγαλύτερο του ποσού των £12.000, ήτοι €230.000, εάν δε η θέση της Υπεράσπισης και η εισήγηση του συνηγόρου της στηρίζεται στον Περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Ν.106(Ι)/2010, αυτός ψηφίστηκε στις 19.11.2010 και ως εκ τούτου είναι μεταγενέστερος της υπό κρίση σύμβασης δανείου, η οποία υπογράφηκε στις 23.4.2008, όπως και η σύμβαση εγγύησης ενώ η σύμβαση υποθήκης είναι του 2004, και η άλλη σε σχέση με τις πρόνοιες της σύμβασης δανείου και εξ αυτών, αυτού καθαυτού του ποσού.
(Δ.1) ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΕΣ ΡΗΤΡΕΣ
Σε σχέση με την πρώτη πτυχή, δηλαδή αν το οφειλόμενο ποσό αποτελεί απότοκο παραβίασης του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Ν.93(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε, με βάση την εισήγηση του συνηγόρου Υπεράσπισης ότι, αν και δεν είναι δικογραφημένος τέτοιος ισχυρισμός, το Δικαστήριο θα πρέπει να τον εξετάσει με βάση την απόφαση του Α.Ε.Ε. 6349/2012 ημερομηνίας 14.6.2012.
Η εισήγηση αυτή δεν βρίσκει σύμφωνο το Δικαστήριο, όχι μόνο γιατί σύμφωνα με την πάγια νομολογία η διεξαγωγή της δίκης γίνεται στη βάση των δικογραφημένων ισχυρισμών (βλ. Παπαγεωργίου, Exalco S.A. και Παναγή, ανωτέρω) αλλά και γιατί τα γεγονότα είναι διαφορετικά εκείνης της υπόθεσης από την υπό κρίση υπόθεση, ως εξάγεται από την προτελευταία και τελευταία γραμμή της πρώτης παραγράφου του καταληκτικού στην τελευταία σελίδα της απόφασης.
Σημειώνεται ότι στην παράγραφο 4(δ) της Υπεράσπισης προβάλλεται ισχυρισμός ότι οι όροι των επιδίκων συμφωνιών είναι παράνομοι και/ή καταπιεστικοί και ή καταχρηστικοί ή/και υπέρμετρα ετεροβαρείς ή/και ασαφείς ή/και παραβαίνουν τον περί Συμβάσεων Νόμο ή/και τον περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο ή/και απολήγουν σε χρέωση παράνομων τόκων ή/και μη συμφωνηθέντων τόκων ή/και χρεώσεων και ως εκ τούτου είναι άκυροι, αλλά ουδέν στοιχείο και καμιά λεπτομέρεια δίδεται και ως εκ τούτου αποτελούν αόριστους και γενικούς ισχυρισμούς με τους οποίους, ως τέτοιοι, το Δικαστήριο δεν ασχολείται.
Αλλά ακόμα και αν εξέταζε το Δικαστήριο τέτοιο θέμα, έστω και μη δικογραφημένο, επί τη βάσει της εισήγησης του συνηγόρου Υπεράσπισης, έχοντας υπόψη την μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, θα απορρίπτετο τέτοια εισήγηση, αφού κανένα στοιχείο δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου που να θεμελιώνει ή να τεκμηριώνει την εισήγηση της Υπεράσπισης.
Σε ότι αφορά τον περί Καταναλωτικής Πίστης (Συμφωνίες Στεγαστικών Δανείων και Ενοικιαγορών) Ν.39(Ι)/2001, ο οποίος καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το Ν.4(Ι)/2017 και τον περί των Συμβάσεων Καταναλωτικής Πίστης Ν.106(Ι)/2010, όπως ήδη αναφέρθηκε ουδείς εξ αυτών εφαρμόζεται, αλλά εν πάση περιπτώσει η Υπεράσπιση δεν υπέδειξε οτιδήποτε που να καταδεικνύει παράβαση αυτών.
Παρόλο που υπό το φως των πιο πάνω καθίσταται φανερό ότι αυτή η εισήγηση, δηλαδή η παράβαση των αναφερθεισών νομοθεσιών, απορρίφθηκε, εξετάζοντας την και ανατρέχοντας στη σύμβαση δανείου, παράρτημα και Γενικούς Όρους, Τεκμήριο 1, διαπιστώνεται ότι προβλέπονται στη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, οι χρεώσεις για οποιοδήποτε οφειλόμενο υπόλοιπο, μεταξύ των οποίων το επιτόκιο, δικαιώματα παροχής υπηρεσιών, προμήθειες, έξοδα ή άλλες επιβαρύνσεις, δικαίωμα κεφαλαιοποίησης των πιο πάνω χρεώσεων και τόκων δύο φορές τον χρόνο, την επιβολή τόκου υπερημερίας, την αύξηση του επιτοκίου, του περιθωρίου και του τόκου υπερημερίας και των άλλων δικαιωμάτων, εξόδων, προμηθειών και επιβαρύνσεων, οι οποίες με βάση τους όρους της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, βαρύνουν τον Εναγόμενο 1.
Επιπλέον με βάση την ειδοποίηση ημερομηνίας 15.9.2010, Τεκμήριο 14, διαφαίνονται με σαφήνεια οι χρεώσεις και προμήθειες, συμμορφούμενη η ενάγουσα με τον αναφερθέντα νόμο του 2009, στις οποίες χρεώσεις για μετά από αυτή την ημερομηνία δεν υπήρξε αντίδραση, εκ μέρους του εναγομένου 1 ή των άλλων εναγομένων.
Δεν υποδείχθηκε από την Υπεράσπιση ποιά χρέωση από αυτές που καταγράφονται είτε στην κατάσταση λογαριασμού Τεκμήριο 10, είτε στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, επιβλήθηκε κατά παράβαση είτε της σύμβασης δανείου, Τεκμήριο 1, είτε της νομοθεσίας που αναφέρεται ανωτέρω.
Εν πάση περιπτώσει στην αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, επί του οποίου στηρίζεται πλέον η αξίωση, η μόνη χρέωση είναι ο τόκος επί του εκάστοτε οφειλόμενου υπολοίπου από την 1.7.2011 και μετά, αφού από τις 24.4.2011 μέχρι τις 30.6.2011, φαίνονται οι χρεώσεις και πιστώσεις στο Τεκμήριο 10.
(Δ.1.1) ΧΡΕΩΣΗ ΤΟΚΟΥ ΜΕ ΔΙΑΙΡΕΤΗ 360 ΑΝΤΙ 365 ΗΜΕΡΕΣ
Στην υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.ά. ν. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά., ECLI:CY:AD:2016:A226, Πολιτική Έφεση αρ. 274/2009 ημερομηνίας 27.4.2016 ειπώθηκαν τα πιο κάτω:
«Συγκεκριμένα, σ΄ ότι αφορά το πρώτο ζήτημα, ναι μεν σύμφωνα με το άρθρο 6(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977 και τα όσα λέχθηκαν στην Τράπεζα Κύπρου κ.α. ν. Koudounaris (ανωτέρω) δεν μπορεί να ανακτηθεί με αγωγή τόκος που υπερβαίνει το αρχικό κεφάλαιο αλλά στην παρούσα περίπτωση οι πληρωθέντες τόκοι ύψους £23.310,19 για το πρώτο δάνειο πληρώθηκαν πριν την έγερση της αγωγής και κατά συνέπεια εφαρμόζονται οι πρόνοιες των άρθρων 59-61 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 οι οποίες ουσιαστικά εισάγουν στην κυπριακή έννομη τάξη την αρχή που έγινε γνωστή ως Clayton Rule. Δηλαδή όπου ο οφειλέτης - όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση - δεν ορίζει το χρέος για το οποίο γίνεται μια πληρωμή ούτε μπορεί να συναχθεί από άλλες περιστάσεις η βούληση του, τότε ο πιστωτής δικαιούται να αποπληρώσει κατά βούληση τα διάφορα χρέη του (βλ. Archbold Investment v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084. Εξάλλου, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η δυνατότητα της Τράπεζας να καταλογίζει πληρωμές πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου έχει αναγνωριστεί και νομολογιακώς (βλ. Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της Εμπορικής Εταιρείας Λούκος Λτδ κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 Α.Α.Δ. 38) και αυτό έπραξε η εφεσίβλητη 1 στην παρούσα περίπτωση και για τα δύο δάνεια, κάτι που δεν ήταν νομικά επιλήψιμο με βάση και τον τότε ισχύοντα Νόμο περί Τόκου.
Κατ΄ ακολουθία των πιο πάνω το παράπονο των εφεσειόντων επί του πρώτου ζητήματος δεν ευσταθεί, όπως δεν ευσταθεί και το παράπονο τους για το δεύτερο ζήτημα και επί τούτου είναι αρκετό να παραπέμψουμε στην Αrchbold Investments (ανωτέρω) όπου κρίθηκε πως η χρέωση τόκου που προκύπτει με χρήση διαιρέτη 360 ημερών αντί 365 δεν είναι νομικά επιλήψιμη εφόσον ο τόκος - όπως συμβαίνει και στην παρούσα περίπτωση - δεν υπερβαίνει το 9%.», βλ. επίσης υπόθεση Παχατουριάν ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 322.
Δεν διαφάνηκε ότι με τη χρήση διαιρέτη 360 ημερών ο τόκος ήταν πέραν της σχετικής Νομοθεσίας και πέραν του συμφωνηθέντος επιτοκίου. Εν πάση περιπτώσει το ποσό που προκύπτει από την διαφορά των 5 ημερών είναι ελάχιστο το οποίο από τις 7.6.2011 δεν φαίνεται να συνεχίζει να χρησιμοποιείται με βάση τη μαρτυρία των Μ.Ε.1 και 3.
(Δ.2) EURIBOR ΚΑΙ REUTERS
Μάλιστα για την ειδική αναφορά του συνηγόρου υπεράσπισης ότι η ενάγουσα δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία του Reuters για τον καθορισμό του Euribor, ως κατά τον ισχυρισμό του αναφέρεται στη σύμβαση δανείου, αλλά το Bloomberg, στην προτελευταία παράγραφο του παραρτήματος που επισυνάπτεται με τη σύμβαση δανείου και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής, στον ορισμό Euribor αναφέρεται ". και δημοσιεύεται στη σελίδα Reuters Euribor01 (ή σε οποιαδήποτε άλλη σελίδα τη διαδεχθεί) κατά την 11:00 (ώρα Βρυξελλών) ." διαπιστώνεται ότι η σελίδα του Reuters, από όπου θα λαμβάνονταν τα στοιχεία για το Euribor δεν ήταν αμετάβλητη αλλά μπορούσε να τη διαδεχθεί άλλη, όπως και έγινε με την διαδοχή της από το Bloomberg, που εν πάση περιπτώσει τόσο η μία σελίδα όσο και η άλλη το Euribor είναι σύμφωνα με την ανακοίνωση των Βρυξελλών.
Σε ότι αφορά την εισήγηση ότι ο όρος 3 διαταράσσει την ισορροπία, αφού η ενάγουσα μεταβάλλει το Euribor και είναι αντίθετο τούτο με άλλους σχετικούς όρους του Euribor, δεν βρίσκει έρεισμα αφού ο Μ.Ε.4 εξήγησε ότι το Euribor αυξάνεται ή μειώνεται αναλόγως της ημερήσιας ανακοίνωσης των Βρυξελλών όπως τούτη αντανακλάται στη σελίδα του Bloomberg που λαμβάνεται υπόψη για την μεταβολή ή όχι του Euribor.
Στο βαθμό που το Δικαστήριο μπορεί να αντιληφθεί από το Τεκμήριο 11, χωρίς να καθιστά τον εαυτό του ειδικό, αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις που σχετίζονται με διάφορες επιβαρύνσεις πλην των σχετικών με τον τόκο.
Σχετικές είναι οι υποθέσεις Χρήστος Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1 ΑΑΔ 2059 και Γεώργιος Κ. Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, ECLI:CY:AD:2014:A484, Πολιτική Έφεση 1/2010 ημερομηνίας 08/07/2014, στις οποίες ηγέρθησαν, μεταξύ άλλων, παρόμοια θέματα, που αναφέρονται ανωτέρω, από την Υπεράσπιση, τα οποία απορρίφθηκαν. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Χριστίνα Παπαχριστοδούλου ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, ECLI:CY:AD:2015:A301, Πολιτική Έφεση 263/2010 ημερομηνίας 05/05/2015.
Συνεπώς η θέση της υπεράσπισης δεν μπορεί να βρει έρεισμα και απορρίπτεται.
(Δ.3) ΑΡΘΡΟ 22 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 9
Όσον αφορά την άλλη πτυχή του στοιχείου (Δ), ο Μ.Ε.1 ο οποίος κατάθεσε τα Τεκμήρια 10 και 11, ανέφερε στη δήλωση-κατάθεσή του ότι η αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 10, η οποία αρχίζει από τις 24.4.2008 και φτάνει μέχρι τις 30.6.2011, ότι αυτή, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην παράγραφο 8 στις σελίδες 3 και 4 της γραπτής δήλωσής του, παράχθηκε σύμφωνα με το άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9.
Στο άρθρο 22 του περί Αποδείξεως Νόμου ΚΕΦ. 9, ως τροποποιήθηκε με το Νόμο 54(Ι)/94 αναφέρεται ότι:
«(1) Τηρoυμέvωv τωv διατάξεωv τoυ παρόvτoς άρθρoυ, αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικά βιβλία γίvεται δεκτό σε όλες τις voμικές διαδικασίες ως εκ πρώτης όψεως απόδειξη τέτoιας καταχώρισης και τωv θεμάτωv, δoσoληψιώv και λoγαριασμώv πoυ είvαι καταχωρισμέvα σ' αυτό.
(2) Αvτίγραφo καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί ότι κατά τo χρόvo της καταχώρισης τo βιβλίo ήταv έvα από τα συvήθη βιβλία της τράπεζας και η καταχώριση έγιvε κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv και ότι τo βιβλίo βρίσκεται υπό τη φύλαξη και τov έλεγχo της τράπεζας.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί από διευθυvτή ή υπάλληλo της τράπεζας είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση.
(3) Αvτίγραφo της καταχώρισης σε τραπεζικό βιβλίo δε γίvεται δεκτό ως απόδειξη δυvάμει τoυ παρόvτoς άρθρoυ, εκτός αv απoδειχθεί περαιτέρω ότι τo αvτίγραφo έχει συγκριθεί με τηv αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είvαι oρθό.
Μαρτυρία για τo πιo πάvω δύvαται vα δoθεί είτε πρoφoρικά είτε με έvoρκη δήλωση, από πρόσωπo τo oπoίo έλεγξε τo αvτίγραφo με τηv αρχική καταχώριση.»
Επί αυτού του θέματος ο συνήγορος Υπεράσπισης ο οποίος εξέφρασε την άποψη ότι δεν αποδείχθηκε αυτή η πτυχή του θέματος, στήριξε τούτη στο γεγονός ότι η αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, στην οποία η ενάγουσα στηρίζει την αξίωσή της, δεν αποτελεί ένα από τα βιβλία που διατηρεί αυτή, ενώ επικαλέστηκε σχετική νομολογία.
Όμως, η συγκεκριμένη περίπτωση διαφοροποιείται από την υπόθεση που επικαλέστηκε ο κ. Κασιανής, αφού αναφέρεται ρητά στη γραπτή δήλωση του ΜΕ1 ότι, (α) η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 10, αποτελεί ένα από τα συνήθη βιβλία της ενάγουσας (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9), (β) ότι η καταχώριση έγινε κατά τη συνήθη και κανονική διεξαγωγή των εργασιών της (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9), (γ) ότι το βιβλίο βρίσκεται υπό τη φύλαξη και έλεγχο της (άρθρο 22(2) του ΚΕΦ. 9) και (δ) ότι το Τεκμήριο 10 έχει συγκριθεί με την αρχική καταχώριση και διαπιστώθηκε ότι είναι ορθό (άρθρο 22(3) του ΚΕΦ. 9), το οποίο μάλιστα αποτελεί επιτακτική ανάγκη για απόδειξη του οφειλομένου υπολοίπου ποσού, γιατί διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει δεκτό το αντίγραφο της καταχώρισης, στην περίπτωσή μας το Τεκμήριο 10, ως απόδειξη.
Όμως η ενάγουσα δεν επέμενε στα ποσά που φαίνονται στο Τεκμήριο 10 αλλά ετοίμασε αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο 11, με βάση ειδικό πρόγραμμα, ως αντιλαμβάνεται το Δικαστήριο, μείωσης των ποσών, με αφαίρεση μόνο χρεώσεων, όπου αφαιρέθηκαν όλες οι χρεώσεις, πλην του τόκου από την 1.7.2011 και εντεύθεν, για το οποίο ουδεμία αμφισβήτηση χωρεί, με βάση τα όσα ανάφερε ο Μ.Ε.1, ότι εκπληρώθηκαν όλα τα πιο πάνω, αφού το Τεκμήριο 11, που αρχίζει από την 1.7.2011 βασίζεται αλλά και αποτελεί προέκταση του Τεκμηρίου 10, το οποίο φθάνει μέχρι τις 30.6.2011 (Θεοδώρου και Ιωαννίδη κ.ά., ανωτέρω).
Επομένως ούτε αυτή η θέση της υπεράσπισης μπορεί να ευσταθήσει και απορρίπτεται.
(Δ.4) Η ΠΛΗΡΩΜΗ ΠΡΩΤΑ ΤΟΥ ΤΟΚΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Όσον αφορά το θέμα ότι η ενάγουσα την εκάστοτε κατάθεση που προέβαινε ο Εναγόμενος 1 έναντι του δανείου την χρησιμοποιούσε πρώτα για την εξόφληση των τόκων και μετά, αν περίσσευε, του κεφαλαίου, αυτό προβλέπεται στο Έγγραφο Υποθήκης, ήτοι στην επιφύλαξη της παραγράφου 4 αυτού, κάτι που αποτελεί νόμιμη ενέργεια σύμφωνα με την υπόθεση Παχατουριάν ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (2002) 1 ΑΑΔ 322 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
«Προκύπτει σαφώς από τον όρο 4(α) ότι η Τράπεζα νομιμοποιείται, όταν γίνεται πληρωμή έναντι του δανείου, να υπολογίζει και εξοφλά με αυτή πρώτα τους μέχρι την ημέρα εκείνη δεδουλευμένους τόκους, όπως ακριβώς ήταν η πρακτική της στην προκειμένη περίπτωση.»
Ίδε επίσης την υπόθεση Επίσημος Παραλήπτης κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (2005) 1 ΑΑΔ 38, ανωτέρω.
Έπεται ότι η σχετική θέση της υπεράσπισης δεν μπορεί να επιτύχει και ορθώς η ενάγουσα προέβαινε στη χρησιμοποίηση της όποιας κατάθεσης πρώτα για τους τόκους.
(Δ.5) ΑΝΑΤΟΚΙΣΜΟΣ
Στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1 ΑΑΔ 479, ειπώθηκαν τα ακόλουθα:
«Στη σχετική κατάθεση της η μάρτυς της εφεσείουσας τράπεζας ανέφερε ότι δεν υπήρξε ανατοκισμός αφού οι εφεσίβλητοι κατέθεταν συνεχώς στον επίδικο λογαριασμό και οι καταθέσεις καταλογίζονταν πρώτα έναντι των τόκων και ακολούθως έναντι του κεφαλαίου. Τούτο ανταποκρίνεται τόσο στο Αρθρο 2(α) της συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων (Τ.1), όσο και από το σχετικό κανόνα που διαμορφώθηκε στην υπόθεση Devynes and others v. Noble and others, Baring and others v. Noble and others, Clayton's case [1814-1823] All E.R. Rep. 1. Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης περιέχεται στις πρόνοιες του Αρθρου 61 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149) το οποίο προνοεί ότι όταν ένας οφειλέτης ο οποίος οφείλει διάφορα χρέη σε έναν πιστωτή δεν καθορίζει έναντι ποιου συγκεκριμένου χρέους γίνεται η πληρωμή, αυτό καταλογίζεται προς εξόφληση των χρεών κατά σειρά αρχαιότητας και αν τα χρέη έχουν την ίδια σειρά αρχαιότητας, ο καταλογισμός της πληρωμής γίνεται συμμετρικά. Η πιο πάνω απόφαση έχει ήδη τύχει της επιδοκιμασίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Ζαρτάρ Παχατουριάν v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ. (2002) 1 Α.Α.Δ. 322, από το Δικαστή Χατζηχαμπή,
"προκύπτει σαφώς από τον όρο 4(α) ότι η Τράπεζα νομιμοποιείται όταν γίνεται πληρωμή έναντι του δανείου, να υπολογίζει και να εξοφλά τους μέχρι την ημέρα εκείνη δεδουλευμένους τόκους, όπως ακριβώς ήταν η πρακτική της στην προκείμενη περίπτωση."»
Επομένως, ως εκ των πιο πάνω, η ενάγουσα απέδειξε το οφειλόμενο ποσό προς αυτήν από τους Εναγόμενους 1, 2 και 3.
(Ε) ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ
Πρώτα από όλα να λεχθεί ότι σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου οι Εναγόμενοι 2 και 3 ενημερώθηκαν με επιστολές, Τεκμήρια 8 και 9, αντίστοιχα, για τον τερματισμό της σύμβασης δανείου και του λογαριασμού που διατηρείτο γι΄ αυτό τον σκοπό, αν και δεν αναφέρεται στη σύμβαση εγγύησης ούτε στη σύμβαση υποθήκης τέτοια υποχρέωση της Ενάγουσας, αλλά προφανώς τούτο έγινε στα πλαίσια των αρχών της επιείκειας και του όρου 10 της σύμβασης εγγύησης, στο οποίο αναφέρεται, γενικά, σε περίπτωση ειδοποίησης στη βάση της συμφωνίας αυτής αποστέλλεται με συνηθισμένο ταχυδρομείο στη διεύθυνση που δηλώνεται στη συμφωνία εγγύησης ή ιδιοχείρως.
Η υποχρέωση για ειδοποίηση υφίσταται όταν προβλέπεται στη σύμβαση εγγύησης ή στη σύμβαση υποθήκης, βλ. υπόθεση Lombard, ανωτέρω.
Όσον αφορά τις συνθήκες πριν και κατά την υπογραφή της σύμβασης εγγύησης η Μ.Ε.4 ανάφερε ότι αν και δεν ενθυμείτο τι ακριβώς έγινε, ως η συνήθης πρακτική πριν από την υπογραφή της τούς εξηγήθηκε τούτη περιληπτικά και μετά να την υπογράψουν στην παρουσία της και να υπογράψει και αυτή ως μάρτυρας των υπογραφών τους. Επομένως ενημερώθηκαν για το περιεχόμενο της και με ελεύθερη βούληση υπέγραψαν αυτή.
(Ε1) Η ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ - Η ΘΕΣΗ ΟΤΙ ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ 2 ΚΑΙ 3 ΔΕΝ ΟΜΙΛΟΥΝ ΟΥΤΕ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΥΤΕ ΓΡΑΦΟΥΝ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
Όσον αφορά την εισήγηση ότι οι Εναγόμενοι 2 και 3 δεν ομιλούν ούτε διαβάζουν Ελληνικά, αναφέρεται ότι, αν και όταν η μάρτυρας προσπαθούσε να εξηγήσει τι γίνεται σε τέτοια περίπτωση, διακόπηκε και τέθηκε σε αυτή υποβολή ότι δεν μιλούν, ούτε διαβάζουν αυτοί ελληνικά, τούτο, ότι δηλαδή διαβάζουν ελληνικά, τεκμαίρεται από το γεγονός της υπογραφής από τους εναγόμενους 2 και 3 της σύμβασης εγγύησης, Τεκμήριο 2, που αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου, μετά την αποδοχή της μαρτυρίας της Μ.Ε.4, η οποία ανέφερε ότι στην παρουσία της υπόγραψαν οι Εναγόμενοι 2 και 3 την σύμβαση εγγύησης, την υπογραφή των οποίων επιμαρτύρησε με τη δική της υπογραφή στη σύμβαση εγγύησης ως μάρτυρας της υπογραφής αυτών.
(Ε2) Η ΘΕΣΗ ΟΤΙ ΔΕΝ ΥΠΕΓΡΑΨΑΝ ΟΙ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΙ 2 ΚΑΙ 3 ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ
Ο συνήγορος των εναγομένων 2 και 3 εισηγήθηκε επίσης ότι δεν αποδείχθηκε ότι υπέγραψαν τη σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2.
Ήδη το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι με βάση τη μαρτυρία της Μ.Ε.4 την υπέγραψαν στην παρουσία της η οποία έθεσε την υπογραφή της ως μάρτυρας των υπογραφών τους στη σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2.
(Ε3) Η ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΕΓΙΝΕ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥ ΚΕΦ. 149
Ότι απομένει, σε σχέση με την εγκυρότητα της σύμβασης εγγύησης, είναι η εισήγηση της Υπεράσπισης ότι αυτή έγινε κατά παράβαση της νομοθεσίας που αναφέρθηκε ανωτέρω. Σε σχέση με τον Περί Συμβάσεων Νόμο ΚΕΦ. 149 η σύμβαση εγγύησης διέπεται από το άρθρο 84 του ΚΕΦ. 149. Στο Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση, Τόμος 18, παρ. 767 δίνεται ο ορισμός της σύμβασης εγγύησης ως "Εγγύηση είναι μια παρεπόμενη σύμβαση με την οποία ο εγγυητής αναλαμβάνει να καταστεί υπόλογος έναντι του πιστωτή για την οφειλή, παράλειψη ή απώλεια άλλου προσώπου, του οποίου η πρωταρχική ευθύνη προς τον πιστωτή πρέπει να υπάρχει ή να αναμένεται".
Στην υπόθεση Lakeman v. Mounstephen (1874) L.R.7H.L.17 στις σελίδες 24 και 25 αναφέρεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση εκτός αν υπάρξει πρωτοφειλέτης, ο οποίος, όμως δύναται να καταστεί τέτοιος στην πορεία μιας συναλλαγής από ζητήματα Ex Post Lacto, αλλά μέχρις ότου υπάρξει πρωτοφειλέτης δεν μπορεί να υπάρξει εγγύηση.
Αν και παρεπόμενη, έχει τη δική της αυτοτέλεια η σύμβαση εγγύησης, αλλά επηρεάζεται άμεσα από την κύρια σύμβαση μεταξύ του πιστωτή και του πρωτοφειλέτη και ως εκ τούτου π.χ. αν η κύρια σύμβαση τερματιστεί, τερματίζεται και η σύμβαση εγγύησης, Stacey v. Hill (1901) 1 Κ.Β. 660, C.A.P. Morris & Sons Ltd v. Jeffreeys (1932) 148 L.T. 56, Re Lennard, Lennard's Trustee v. Lennard (1934) Ch. 235, σελ. 242, 243, Re Moss, Ex Parte Halled (1905) 2 K.B. 307, Hastings Corporation v. Leuton (1908) 1 KB 378.
Η σύμβαση εγγύησης προϋποθέτει έγκυρη οφειλή, γι΄ αυτό ο πιστωτής δεν μπορεί να στηριχτεί στη σύμβαση εγγύησης εναντίον του εγγυητή όταν η κύρια σύμβαση με τον πρωτοφειλέτη είναι άκυρη, αφού δεν μπορεί να εγγυηθεί οφειλή άκυρη ή παράνομη.
Δεν τέθηκε οτιδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου που να συνηγορεί ότι η σύμβαση εγγύησης δεν είναι σύμφωνη με το άρθρο 84 του ΚΕΦ. 149. Πιστωτής είναι η ενάγουσα, πρωτοφειλέτης ο εναγόμενος 1, μεταξύ των οποίων υπεγράφηκε έγκυρη σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, ως ανωτέρω αποφάνθηκε το Δικαστήριο. Αφού δεν υπάρχει οτιδήποτε που να καθιστά άκυρη την ίδια τη σύμβαση εγγύησης, υπάρχει και έγκυρη σύμβαση εγγύησης, Τεκμήριο 2. Γενικές και αόριστες αναφορές και εισηγήσεις δεν καταδεικνύουν τίποτε.
Σε ό,τι αφορά τη θέση, αν τούτο υπονοείται, ότι η σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη, με βάση την εισήγηση ότι η σύμβαση δανείου είναι άκυρη και ως εκ τούτου, ως παρεπόμενη σύμβαση που υπηρετεί τούτη είναι άκυρη, αφού απορρίφθηκε η εισήγηση ότι η ως άνω σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, είναι άκυρη, καταρρίπτεται και το βάθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η θέση ότι η σύμβαση εγγύησης είναι άκυρη.
Κατά συνέπεια η εισήγηση για άκυρη σύμβαση εγγύησης απορρίπτεται.
(ΣΤ) ΥΠΟΘΗΚΗ
(ΣΤ1) ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΥΡΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ
Σύμφωνα με τον Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο 9/1965, ως τροποποιήθηκε, άρθρο 2 ο όρος υποθήκη σημαίνει επιβάρυνση συσταθείσα επί ακινήτου με τη βούληση του κυρίου του προς εξασφάλιση οριστικού, μέλλοντος ή υπό αίρεση, κάποιου χρηματικού χρέους ή υποχρέωσης και περιλαμβάνει, χωρίς περιορισμό, τις μετά τη διάσπαση υποθήκες όπως ο όρος αυτός αναφέρεται και στο άρθρο 32Α. Σύμφωνα με το άρθρο 4 ο εγγεγραμμένος κύριος ακινήτου δύναται να υποθηκεύσει τούτο.
Σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 21 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ν.9/1965, ως τροποποιήθηκε, για να είναι έγκυρη η υποθήκη χρειάζεται (1) όπως η δήλωση υποθήκης υπογραφεί από τον κύριο του ακινήτου της, και (2) από το πρόσωπο προς όφελος του οποίου θα συσταθεί, (3) τίτλος ιδιοκτησίας που να αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο πρόσωπο είναι ο κύριος του ακινήτου, (4) η βεβαίωση της υπογραφής τους, (5) να περιγράφεται το ακίνητο, (6) σύμβαση υποθήκης, (7) βεβαίωση ότι ο ενυπόθηκος οφειλέτης και δανειστής είναι τα πρόσωπα που δηλώνουν τούτο, (8) ότι επιθυμούν να γίνει η εγγραφή υποθήκης και (9) ότι γνωρίζει ο ένας τον άλλο.
Όλα τα πιο πάνω διαφαίνονται από το Τεκμήριο 3 και αποδεικνύονται από την μαρτυρία της Μ.Ε.2
(ΣΤ2) Ο ΧΡΟΝΟΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΗΚΗΣ 23.4.2008 ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΥΠΟΓΡΑΦΗΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΔΑΝΕΙΟΥ
Όσον αφορά την αμφισβήτηση της εγκυρότητας της υποθήκης Υ2971/2004, Τεκμήριο 3, για το δάνειο του Τεκμηρίου 1 το οποίο συνάφθηκε στις 23.4.2008, λόγω αυτής της χρονολογικής διαφοράς των τεσσάρων (4) περίπου ετών μεταξύ τους και έτσι δεν υπάρχει συγκατάθεση των εναγομένων 2 και 3 για την υποθήκευση του εν λόγω ακινήτου για το δάνειο ημερ. 23.4.2008, δεν μπορεί να βρει έρεισμα αφού στην παράγραφο 2 του Εγγράφου Υποθήκης, που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 3, αναφέρονται τα εξής: «Η παρούσα υποθήκη αποτελεί πρόσθετη και περαιτέρω εξασφάλιση και εγγύηση για κάθε υποχρέωση του πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα είτε αυτή είναι παρούσα ή μέλλουσα, άμεση ή έμμεση είτε αυτή έγινε ή πιθανόν να γίνει απαιτητή και είτε είναι προσωπική του κάθε ενός από αυτούς ή κοινή μεταξύ τους ή κοινή ή αλληλέγγυα με άλλο ή άλλα πρόσωπα και/ή μαζί μου.» Παρόμοια πρόβλεψη για το μέλλον υπάρχει και στην παράγραφο 3.
Ο πιο πάνω όρος για μέλλουσα υποχρέωση συνάδει με το άρθρο 2 του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμου 9/1965, ως τροποποιήθηκε και επομένως δεν υπάρχει οτιδήποτε το μεμπτό ή το παράνομο στη συμπερίληψη τέτοιου όρου στη σύμβαση υποθήκης, Τεκμήριο 3.
Το Δικαστήριο συμφωνεί με την θέση του συνηγόρου των εναγομένων 2 και 3 ότι η σύμβαση υποθήκης δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση με αυτοτέλεια. Όμως δεν την προστατεύει από τις συνέπειες της παρανομίας μιας άλλης με την οποία είναι λειτουργικά συνδεδεμένη. [Βλ. Αγγελίδης ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας Παλλουριωτίσσης (1997) 1 ΑΑΔ 1771].
Στη δική μας περίπτωση η σύμβαση δανείου, Τεκμήριο 1, είναι απόλυτα έγκυρη και νόμιμη όπως και η ίδια η σύμβαση υποθήκης, Τεκμήριο 3.
Επομένως η εισήγηση για μη έγκυρη υποθήκη απορρίπτεται.
Με όλα όσα πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω και να αναλύσω κρίνω ότι η αγωγή επιτυγχάνει εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3.
Κατά συνέπεια εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3, ομού και κεχωρισμένα, για το ποσό των €401.077,12 με τόκο 7,655% από 21.9.2018 ετησίως μέχρι εξόφλησης με κεφαλαιοποίηση του τόκου κάθε 30/6/ και 31/12/ εκάστου έτους. Περαιτέρω εκδίδονται Διατάγματα ως η παράγραφος 10 (β), της Έκθεσης Απαίτησης, πλέον έξοδα υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3 ομού και κεχωρισμένα, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ......................................
Ν. Γερολέμου, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής